Ακολούθησε χωρίς… αμφιβολίες την «Αμφίβολη ζωή» και δεν θα χάσεις! Είδαμε και σχολιάζουμε…
Σαββατόβραδο στο θέατρο Φαργκάνη για την παράσταση «Ζήτω η Αμφίβολη ζωή» σε κείμενα του Σάκη Σερέφα, σκηνοθεσία του Αχιλλέα Ψαλτόπουλου και με μια ομάδα ταλαντούχων ηθοποιών επί σκηνής. Μια παράσταση σπονδυλωτή, αποτελούμενη από « 12 σύντομα σκετς, 12 πορτραίτα σημερινών Ελλήνων, 12 ακτινογραφίες της σύγχρονης ζωής», όπως αναφέρουν οι συντελεστές. Μόνο που το περιγράφουν σεμνά και λακωνικά, χωρίς να κάνουν λόγο για «ακτινογραφίες» με φαντασία, εμβάθυνση, συναίσθημα, ενίοτε και ποίηση…
Ο ευφυής τίτλος μόνο τυχαίος δεν είναι, καθώς σε ένα από τα σκετσάκια αποκρυπτογραφείται με τρόπο ιδιαίτερα παραστατικό και συμβολικό για να δηλώσει μια ζωή σε «νεκροφάνεια»…. Μια ζωή που ενώ όλα τα σημάδια δείχνουν να είναι τελειωμένη, κάποτε τα φαινόμενα ίσως και να απατούν. Και μπορεί ξάφνου μέσα από την πλήρη ακινησία του υποτιθέμενου θανάτου… έστω ένα μικρό δακτυλάκι να κινηθεί ανεπαίσθητα και να δώσει το ελπιδοφόρο σήμα. Μέχρι να συμβεί όμως το κρυμμένο θαύμα, ο βαθύς ευσεβής πόθος, η ζωή διατηρεί σοβαρές αμφιβολίες για την ύπαρξή της και πιο συγκεκριμένα για τον λόγο ύπαρξής της.
Και είναι αλήθεια ότι όλα τα «σκετσάκια – πορταίτα- ακτινογραφίες», υπηρέτησαν θεματικά τη συγγραφική ιδέα μέσα από καταστάσεις αναγνωρίσιμες και καθημερινές ή απρόσμενες στα όρια του φανταστικού. Άλλοτε με αφοπλιστικό ρεαλισμό κι άλλοτε με χαριτωμένες υπερβάσεις. Άλλοτε με αυθεντικό, απρόβλεπτο χιούμορ κι άλλοτε με υπόγεια πίκρα και ειλικρινή συγκίνηση.
Στη σκηνή παρήλασαν πολλοί και ετερόκλητοι χαρακτήρες – δημιουργήματα της γόνιμης φαντασίας του συγγραφέα, που με την ιδιαίτερη ιστορία του ο καθένας σηματοδοτούσε την δική του «αμφίβολη ζωή».
Είδαμε τον γραφικό σουβλατζή να εξυπηρετεί ιδιόρυθμους πελάτες με απρόβλεπτα γούστα, είδαμε την μοναχική γυναίκα στο τάισμα των περαστικών πουλιών, είδαμε την εμπειρία στο… ίδρυμα «Αμφίβολη ζωή».
Απολαύσαμε το οδοιπορικό ενός ατυχούς ηχολήπτη και την κατάληξή του, την παράξενη καριέρα ενός μασέρ, τις απρόσμενες περιπέτειες λόγω παρανόησης.
Γελάσαμε και ταυτόχρονα συγκινηθήκαμε με τις μοναχικές γριές, την νοσταλγία του μετανάστη, την εμπειρία ενός «κούριερ», την καψούρα σε βαθμό φονικού. Όλα συνδεδεμένα με αόρατο νήμα που αν επιχειρήσεις να το «διαβάσεις» θα βρεις κοινές έννοιες σαν την μοναξιά, τη ματαίωση, το συμβιβασμό, τη νοσταλγία, την πίκρα… μα αυτά αφορούν στη «νεκροφάνεια». Γιατί, ω του θαύματος, αν ψάξεις προσεκτικά, κάπου σε μιαν άκρη θα δεις να κινείται ανεπαίσθητα η ελπίδα για το βαθύ νόημα της ζωής, κάποιες φορές έντεχνα «κρυμμένο» κάτω από συμβολισμούς ή λυτρωτικό χιούμορ.
Απαριθμώντας λοιπόν τα θετικά (+) της παράστασης, στο πρώτο που θα σταθούμε είναι:
– Ένα εξαιρετικό κείμενο στον τρόπο γραφής, πραγματικά εμπνευσμένο, με φαντασία, λυρισμό, ποιητικότητα, ευρηματικό χιούμορ. Παρόλο που δεν πρόκειται για ενιαίο έργο με ολοκληρωμένη δομή, αλλά για αυτοτελή κείμενα, εντούτοις η κοινή τους βάση, το κοινό τους ύφος και ο τρόπος που αποδόθηκαν, έδωσαν μια ξεκάθαρη βασική ιδέα και έναν ευδιάκριτο στόχο. Κάτι στο οποίο, δυστυχώς πάσχουν πολύ τελευταία τα νεοελληνικά έργα των επίδοξων «συγγραφέων». Επιπλέον, δεν εντοπίσαμε τις γνωστές κοινοτυπίες και εύκολες συνταγές για πρόκληση γέλιου ή αντίθετα συγκίνησης, παρόλο του το συναίσθημα κάποιες φορές ξεχείλιζε, δοσμένο όμως απρόσμενα έως ανατρεπτικά και πάντως ποιοτικά έως… ποιητικά.
– Εννοείται ότι στο επιτυχημένο αποτέλεσμα συνέβαλε καθοριστικά η επίσης εμπνευσμένη σκηνοθεσία, η οποία είχε να διαχειριστεί ένα δύσκολο εγχείρημα. Οι εναλλαγές αυτοτελών σκηνών, ίσως φαίνονται ξακούραστες σκηνοθετικά, αλλά μια συμβατική δουλειά εν προκειμένω θα προκαλούσε μόνο βαρεμάρα. Ευτυχώς όμως ο Α. Ψαλτόπουλος, είναι φανερό ότι το έψαξε σε βάθος και έδωσε ένα αποτέλεσμα σύχρονο και ευρηματικό, αξιοποιώντας όλους τους ηθοποιούς ταυτόχρονα στη σκηνή σε όλη τη διάρκεια. Πέρα από τους πρωταγωνιστές σε κάθε σκέτς, οι υπόλοιποι σε δεύτερο πλάνο , είτε «συμμετείχαν» με διακριτικό τρόπο στα δρώμενα, είτε έπαιζαν το ρόλο του «ζωντανού πίνακα», δίνοντας επιπλέον ενέργεια σε κάθε σκηνή.
Οι μεταβάσεις, απαλές σαν χάδι, με παιχνίδια φωτισμού και σταθερό μουσικό μοτίβο χωρίς χάσματα και ο ρυθμός ικανοποιητικός, πλην των αφηγηματικών μερών. Ο συνδυασμός δε αφήγησης σε τρίτο πρόσωπο και ταυτόχρονα ζωντανού διαλόγου, έδωσε ένα ιδιαίτερο, ενδιαφέρον στίγμα στην πρόζα. Παράλληλα, κάποια έξυπνα ευρήματα τόνωναν τη θεατρικότητα της δράσης, σε μια σκηνή έτσι κι αλλιώς πάντα γεμάτη.
– Για τους ηθοποιούς σε επίπεδο υποκριτικής, μόνο καλά έχουμε να πούμε, σχεδόν για όλους. Εκτός από μια- δυο περιπτώσεις που κινήθηκαν σε μέτρια επίπεδα, οι υπόλοιποι αποδείχτηκαν μέχρι και εξαιρετικοί, σαν τον Διογένη Δασκάλου ας πούμε που κέρδισε τις εντυπώσεις με την αμεσότητα και πληθωρικότητά του. Πειστικοί στους ρόλους τους, ταλαντούχοι, κάποιοι ιδιαίτερα επικοινωνιακοί με το κοινό, κινήθηκαν με άνεση στη σκηνή και κατάφεραν να μεταδώσουν το ζητούμενο συναίσθημα. Σε γενικές γραμμές με σωστό λόγο, κατάλληλη έκφραση, ισορροπημένη κίνηση, «αίσθηση του κειμένου».
– Επίσης το έξυπνο – ευφάνταστο σκηνικό μας ξάφνιασε ευχάριστα, καθώς έσπασε την μονοτονία των… συναρμολογούμενων κύβων και τη συμβατικότητα των επίπλων. Ένας μοντέρνος τεράστιος πάγκος – τραπέζι απ’ άκρη σ’ άκρη, με έντονα χρώματα νέον στην πρόσοψη και τα κατάλληλα αντικείμενα πάνω, συν δυο – τρεις συμβολικές απεικονίσεις στο βάθος, πρόσφεραν όλα όσα χρειαζόταν η παράσταση με τρόπο συμβολικό και αφαιρετικό.
Η μουσική, πέρα από τις συνδέσεις των σκηνών θα μπορούσε να τονίζει και κάποια ιδιαίτερα σημεία δημιουργώντας ατμόσφαιρα, ενώ οι φωτισμοί και τα κοστούμια επαρκέστατα.
Αυτά όμως που κάποιες φορές μας ενόχλησαν (-) έστω και περιστασιακά ήταν:
– Οι μακροσκελείς αφηγήσεις στις – ελάχιστες όμως – περιπτώσεις μονολόγων. Παρά την ποιότητα των κειμένων και την φιλότιμη προσπάθεια του εκάστοτε ηθοποιού να τα ζωντανέψει, δεν έπαυαν με τη διάρκεια και στατικότητά τους να «σπάνε» τη συνέχεια της θεατρικής ροής, να δημιουργούν ένα είδος «κοιλιάς» και να κουράζουν το θεατή.
– Επίσης εντοπίσαμε κάποια υπερβολή σε συγκεκριμένους ρόλους, ειδικά σε αυτούς που είχαν να κάνουν με στερεότυπα και αποδόθηκαν συμβατικά και κάπως τραβηγμένα. Λεπτομέρεια ίσως, όμως σε μια επιτυχημένη συνολικά , μοντέρνα και με άποψη σκηνοθεσία, ξεχώριζε δυσάρεστα.
Κλείνοντας (=) θα πούμε ότι φύγαμε «πλήρεις», με την αίσθηση μιας ουσιαστικής παράστασης, δοσμένης με μοντέρνα ματιά, που είχε ΚΑΤΙ ενδιαφέρον να πει και το είπε με τρόπο που μας άγγιξε. Οπότε συνιστούμε να αφήσετε κατά μέρος τις όποιες αμφιβολίες και να μοιραστείτε τα γλυκόπικρα μυστικά μιας «Αμφίβολης ζωής». Και δεν αποκλείεται στο τέλος να αναφωνήσετε και… «Ζήτω!»
Βαθμολογία
6,5 στα 10
Το έργο ανεβαίνει σε Σκηνοθεσία Αχιλλέα Ψαλτόπουλου, Σκηνικά Ευγένιου Γκάλκιν, Κοστούμια Μαριλένας Μπιντεβίνου, Γραφιστικά Ελίζας Ζαρίφη-TresBanal, Στίχοι-Μουσική Επιμέλεια Διογένης Δασκάλου, Δημόσιες Σχέσεις Ρίτας Σίσιου, Διεύθυνση Παραγωγής Νατάσας Κοντελετζίδου και με Βοηθό Σκηνοθέτη την Πολύνα Κούρτη.
Παίζουν οι ηθοποιοί Χριστίνα Καραγρηγορίου, Στέργιος Κωνσταντζίκης, Νάνσυ Σακελλαρίδου, Βασίλειος Σταθόπουλος, Θοδωρής Τέρπος, Αχιλλέας Ψαλτόπουλος και σε έκτακτη συμμετοχή ο Διογένης Δασκάλου.
Ο «αόρατος θίασος θα περνά» στο προσκήνιο «με μουσικές εξαίσιες, με φωνές…», μαγευτικές, κάθε Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο στις 9 μ.μ. ενώ την Κυριακή στις 8 μ.μ.
Στο Θέατρο «Φαργκάνη», Ιασωνίδου με Εγνατίας, Περιοχή Καμάρας, τηλ. 2310 9600063.
Τιμές εισιτηρίων : Κανονικό 14 Ευρώ, Φοιτητικό-Νεανικό, Ανέργων 10 Ευρώ, Ατέλειες 5 Ευρώ
Φωτογραφικό υλικό