Villagers of Ioannina City: Ανατριχίλα που διαπερνά το αυτί νιώθοντας ότι σου αγγίζει τον εγκέφαλο, χθες βράδυ στο Fix Factory. Πήγαμε, ακούσαμε, σχολιάζουμε… Χορηγός Επικοινωνίας: Kulturosupa.gr
Πριν από μήνες, στον λογαριασμό μου στο Instagram, μου χαράκτηκε έντονα στο μυαλό μια εικόνα από το 9gag. Eargasm, έγραφε. Ελληνιστί, δεν μπορεί να αποδοθεί μονολεκτικά, αλλά μπορεί να περιγραφεί πολυλεκτικά: Εκείνη η ανατριχίλα που σου προκαλείται, όταν ακούς μια μελωδία που διαπερνάει το αυτί και νιώθεις ότι σου αγγίζει τον εγκέφαλο. Αυτό το φυσικό φαινόμενο το έζησα σε κάθε τραγούδι των Villagers of Ioannina City.
H ουρά για την είσοδο στο Fix Factory of Sound έφτανε μέχρι την είσοδο του διπλανού Fix. Ομολογώ πως δεν ήμουν καθόλου ενημερωμένος για την απήχηση που είχε το γιαννιώτικο συγκρότημα. Άνοιξα τη σελίδα της Wikipedia που περιέχει πληροφορίες γι’ αυτούς και πρόσεξα πως έχουν κάνει περιοδείες ανά την Ελλάδα, αλλά και την Αλβανία. Επομένως, η τεράστια προσέλευση δικαιολογείται.
Την έναρξη την έκαναν οι Τau, ένα βερολινέζικο συγκρότημα, πολυταξιδεμένο, της ψυχεδελικής ροκ μουσικής, αποτελούμενο από δύο Ιρλανδούς. Δεν γνωρίζω κατά πόσο άρεσε στους θεατές, αλλά ήταν μια ωραία εμπειρία η επαφή με αυτό το είδος μουσικής, το οποίο βρίσκεται μακριά από την ελληνική κουλτούρα.
Σαν τραγούδησαν το τελευταίο τους τραγούδι με τη συνοδεία ηπειρώτικης γκάιντας, το κοινό προετοιμάστηκε για να υποδεχτεί τους VIC. Mια φίλη μου, όμως, που τους είχε δει προηγουμένως, με προειδοποίησε… “Στο πρώτο μισάωρο, θα σε κουράσουν”…
Δεν έδωσα και πολλή σημασία, αλλά το κατάλαβα από τις τεράστιες εισαγωγές των τραγουδιών τους. Ήταν μακρόσυρτες και μονότονες. “Δεν πειράζει, το καλό πράγμα αργεί να γίνει” σκέφτηκα. Όταν, όμως, ακούστηκε το κλαρίνο, όλος ο κόσμος σήκωσε τα χέρια του ψηλά, σφύρισε και φώναξε νταλκαδιάρικα, να βγει το αχ και το αμάν, παρόλο που δεν ήταν ρεμπέτικα.
Η έναρξη έγινε με τον “Γιάννη” που ξέχασε το μαντήλι του, αφιερωμένο μάλιστα σε όλους τους μετανάστες, φίλους, συγγενείς και αγνώστους, σύμφωνα με τα λόγια του μπασίστα – τραγουδιστή. Τo κοινό ξαναζεστάθηκε.
Ακολούθησαν τα αγγλικά τους τραγούδια, με μέτρια ζωντάνια από τον κόσμο, μέχρι να ακουστεί ξανά το κλαρίνο. Πιο ένθερμη αντίδραση, με φωνές από τον κόσμο για παραγγελίες τραγουδιών. Ήταν η εισαγωγή για τα ηπειρώτικα τραγούδια. “Περδικώματα”, “Χαλασιά”, “Τι κακό” ήταν τραγούδια που τα άκουγα για πρώτη φορά και μου άρεσαν ανέλπιστα πάρα πολύ. Ο μεγάλος χαμός, όμως, έγινε στη “Ζβάρα”.
Προετοιμασία για πόλεμο, χωρισμός σε στρατόπεδα και αναμονή για το σήμα της ηλεκτρικής κιθάρας. Το κλαρίνο ήταν προειδοποιητικό. Μόλις σίγησε αυτό, το σήμα δόθηκε και ο πόλεμος ξεκίνησε. Ο ένας έσπρωχνε τον άλλον με μανία, δίνοντας την εντύπωση πως παλεύουν. Η αδρεναλίνη στο κόκκινο και μετά σκοτάδι απόλυτο. Άλλοι με μαντίλια στα χέρια χόρευαν χωρίς να ξέρουν βήματα, απλώς και μόνο επειδή το έλεγε η καρδιά τους και ο ρυθμός. Άλλους οδηγούς δεν ήθελαν. Μια Ζβάρα ήταν ό, τι έπρεπε για ένα τεράστιο διάλειμμα από τα πάντα. Ο χρόνος σταμάτησε και “μια φωτιά να κάψει ζβάρα ό, τι παλιό”, ήταν αρκετό “για να βγει από μέσα ο πιο όμορφος ανθός”.
Ακολούθησε το “Κρασί”, για να μας αποχαιρετήσουν – και καλά -, αλλά αν δεν έλεγαν το “Καρακόλια” δεν υπήρχε περίπτωση να αντικρίσουν την Παμβώτιδα. Αν στη Ζβάρα ξεκίνησε η φωτιά, στο “Καρακόλια” η φωτιά εξαπλώθηκε παντού. Αν ακούσετε την τελευταία στροφή του τραγουδιού, θα καταλάβετε για ποιον λόγο.
Η έξοδός από το Fix Factory δικαιολόγησε το ρητό της αργοπορίας των καλών πραγμάτων. Άξιζαν τα πάντα από την αρχή μέχρι το τέλος. Η αναμονή, η εμπειρία της ψυχεδελικής μουσικής, οι τεράστιες εισαγωγές…
Ρωτάνε μερικοί αν θα αντέξουμε να πάμε…. Όχι μόνο αντέχουμε, αλλά και για όλο το βράδυ να ακούγαμε το κλαρίνο και τη γκάιντα δεν θα έφτανε για να χορτάσουν τ’ αυτιά μας…
Υποσημείωση: Ζήλεψα τις μπαντάνες των φανατικών των VIC.
Φωτογραφικό υλικό