Είδε ο Γιώργος Τοκμακίδης και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Σε προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε στην αδυναμία του αμερικανικού κινηματογράφου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της εποχής και του κόσμου. Η καλοκαιρινή περίοδος δεν είχε τα αναμενόμενα κέρδη, ενώ μονάχα η τρίτη ταινία του αντιήρωα «Ντέντπουλ», «Deadpool & Wolverine» (2024) κατάφερε να επιβληθεί ως το κινηματογραφικό γεγονός του καλοκαιριού. Βέβαια, η ταινία κυκλοφόρησε στα μέσα του καλοκαιριού. Πριν από αυτή, η βιομηχανία διένειμε μία άλλη ταινία με άρωμα από το παρελθόν στις κινηματογραφικές αίθουσες. Αυτή ήταν η άτυπη συνέχεια της θρυλικής ταινίας καταστροφής, «Twister» με τίτλο (ακούσατε ακούσατε) «Twisters». Η συνταγή της ονομασίας είναι δοκιμασμένη από την εποχή των πρώτων ταινιών «Alien» (1979) και «Aliens» (1986). Δεν θα μιλήσουμε ωστόσο για την ταινία «Alien: Romulus». Ομολογώ η εισαγωγή ήταν πολύ καλή, αλλά ο λόγος θα γίνει για την ευχάριστη έκπληξη του «Twisters». Πάμε να δούμε πως γίνεται το στροβίλισμα εν έτει 2024.
Υπόσχεση:
Η ταινία «Twister» (1996) άφησε εποχή με την κυκλοφορία της και κατέκτησε το αμερικανικό «boxoffice» συγκεντρώνοντας περί το μισό δισεκατομμύριο σε εισπράξεις. Ο Στήβεν Σπίλμπεργκ, ο οποίος με την εταιρεία του «Amblin Entertainment» ανέλαβε το κομμάτι της παραγωγής, ευχαρίστησε τον Μπιλ Πάξτον για την ερμηνεία του και την επιτυχία της ταινίας τους. Πράγματι η πρωτοφανής επιτυχία έβαλε σε σκέψεις πολλούς από τους πρωταγωνιστές για τη συνέχεια της ιστορίας. Ο Πάξτον ήθελε να επιστρέψει στο κόνσεπτ των ανεμοστρόβιλων αντλώντας έμπνευση από αληθινά γεγονότα και την ανάδειξη της καταστροφής που έφεραν πραγματικοί τυφώνες. Είχε φθάσει στο σημείο να μιλήσει και με τον καλό του φίλο και σκηνοθέτη Τζέιμς Κάμερον. Ο τελευταίος, αν και θετικός, είχε άλλα κινηματογραφικά σχέδια και η ιδέα δεν καρποφόρησε. Η Έλεν Χαντ από την άλλη, συμπρωταγωνίστρια του ηθοποιού, είχε και εκείνη ιδέες να επιστρέψει, όχι μονάχα στην ευρύτερη ιδέα των καταστροφικών ανεμοστρόβιλων, αλλά και στον χαρακτήρα που ενσάρκωσε. Στην αρχή υπήρξαν θετικές αντιδράσεις, έπειτα ούτε αυτή η απόπειρα στέφθηκε με επιτυχία. Το έχουμε πει ξανά, το πλήρωμα του χρόνου δεν είχε φθάσει, αλλά στο τέλος πάντα καταφθάνει την κατάλληλη στιγμή.
Πλοκή:
Η Κέιτ, νεαρή μετεωρολόγος, μαζί με την παρέα της από το πανεπιστήμιο, κυνηγούν ανεμοστρόβιλους για να συλλέξουν δεδομένα για αυτούς και να βρουν τρόπους να τους αντιμετωπίσουν. Μία λανθασμένη μοιραία πρόβλεψη θα την οδηγήσει στην απομάκρυνση της από τον χώρο. Μετά από λίγο χρόνια, μία συνάντηση της με έναν παλιό της φίλο, αλλά και τα διαρκή καταστροφικά περάσματα των ανεμοστρόβιλων στην Οκλαχόμα, θα την αναγκάσουν να γυρίσει πίσω. Στο πεδίο θα γνωρίσει τον Τάιλερ, γνωστό και ως «γητευτή των ανεμοστρόβιλων». Όλοι μαζί θα κυνηγήσουν τους διάφορους ανεμοστρόβιλους, ο καθένας για τους δικούς του λόγους και σκοπούς. Η Κέιτ θα βρεθεί στη μέση, ανάμεσα στην καταστροφή και τη λύση και θα κληθεί να πάρει την τελική απόφαση σε ένα πλαίσιο που δε δίνει δεύτερες ευκαιρίες…
Σκηνοθεσία:
Μία συνέχεια στην ταινία καταστροφής της δεκαετίας του ’90 ήταν, όπως αποδείχθηκε, κοινή απαίτηση και προσδοκία. Ο Τζόσεφ Κοσίνσκι (Top Gun: Maverick, 2022) ήταν ο σκηνοθέτης που αποφασίστηκε να αναλάβει. Μία ταινία που ανήκει στο σύμπαν του «Twister» και σέβεται τον εαυτό της δε θα είχε μονάχα έναν διεκδικητή και προφανώς δε θα έμενε σε μία μονάχα επιλογή! Σκηνοθέτες όπως ο Νταν Τράχτενμπεργκ, ο Τράβις Νάιτ και το δίδυμο Τζίμμυ Τσιν και Ελίζαμπεθ Τσάι Βασαρχίλι ήταν ορισμένοι από τους υποψηφίους για την πολυπόθητη θέση ευθύνης και δημιουργίας. Στο τέλος, το κομμάτι της σκηνοθεσίας ανέλαβε ο προσφάτως προτεινόμενος για Όσκαρ σκηνοθεσίας Λι Ισαάκ Τσανγκ για την ταινία του «Μιναρί» (2020). Ο Κοσίνσκι εγκατέλειψε το πρότζεκτ λόγω καθυστερήσεων και αρκέστηκε στη διαμόρφωση του πλαισίου της ευρύτερης ιστορίας. Η νέα του ταινία θα κυκλοφορήσει του χρόνου και τα έχει τον τίτλο «F1» (2025). Ο νέος καλλιτέχνης τώρα γνώριζε τι επιθυμούσε να κάνει με την ταινία του, για αυτό και η πρώτη του απόφαση ήταν να μεταφέρει τα γυρίσματα και την παραγωγή από την Καλιφόρνια στην Οκλαχόμα, όπως έγινε και στην πρώτη ταινία. Ήθελε να φέρει στην οθόνη την αίσθηση και την ατμόσφαιρα της προκατόχου του, και μπορεί να πει κανείς ότι το πέτυχε πλήρως!
Το σενάριο δε διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από όλα όσα έχουν προηγηθεί. Η ιδέα πίσω από την ταινία ελάχιστα αλλάζει, αν και γίνεται με τρόπο που σέβεται το πρωταρχικό υλικό και δεν έχει σκοπό να το μειώσει για να ανέβει. Οι διαφορές εντούτοις είναι υπαρκτές και δομικές. Η ιδέα του ανεμοστρόβιλου ως κύριου ανταγωνιστή δεν υφίσταται. Προσεγγίζεται με τον τρόπο που προσδιορίζεται από τους επιστήμονες, ως ένα δηλαδή φαινόμενο της φύσης με εγγενή καταστροφική μανία. Η αίσθηση περιπέτειας υπάρχει, αλλά προάγεται από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, που βλέπουν το κυνήγι των στροβίλων σαν πηγή ριψοκίνδυνης έρευνας και διασκέδασης. Ο σκηνοθέτης καλύπτει αυτή τη δράση και με κινηματογραφικούς ελιγμούς ζωντανεύει την τεχνική της δραστήριας αφήγησης. Στα πλαίσια του τελευταίου, οι σκηνές που εξηγούν τα διάφορα φαινόμενα γίνονται εν κινήσει και με παράλληλο λόγο και χρόνο. Ένας πολύ ωραίος και οργανικός τρόπος να ενταχθεί ένα κατά τα άλλα βαρετό, αν και σημαντικό κομμάτι, μέσα στην αφήγηση, και να αναδειχθεί συγχρόνως και η σκηνοθεσία.
Αυτή η τεχνική χρησιμοποιείται και σε σκηνή «flashback», στην οποία η πρωταγωνίστρια επιστρέφει στις αναμνήσεις της. Για άλλη μία φορά υπάρχει κίνηση και ρυθμός, ενώ η εικόνα της κάμερας μεταβάλλεται από κινηματογραφική σε ερασιτεχνική. Ο δημιουργός φαίνεται να προτιμάει έναν πιο άμεσο τρόπο κινηματογράφησης και δεν είναι λίγες οι φορές που και εν μέσω δράσης, βλέπουμε τα γεγονότα από αλλού τύπου κάμερας. Βέβαια, δικαιολογείται ευθύς από τους ίδιους τους χαρακτήρες, καθώς αυτοί είναι που καλύπτουν με εμπειρικό εξοπλισμό τους ανεμοστρόβιλους.
Ο ρυθμός είναι καλός! Δεν είναι ταχύτατος, έτσι ώστε να μην διαφαίνονται τα «αφηγηματικά σκαλοπάτια» και δεν είναι αργός, ώστε να παραμένουμε για εκτεταμένη ώρα στο εκάστοτε «σκαλοπάτι». Οι ελιγμοί και οι τακτικές κινηματογράφησης του Λι Ισαάκ Τσανγκ καθιστούν μία ευχάριστη εμπειρία θέασης. Ο τόνος από την άλλη παρουσιάζει έντονη αυξομείωση, ενώ σε σημεία χάνεται το κέντρο βάρους του. Η ταινία αρχίζει με τρόπο που δείχνει απροκάλυπτα την αδυναμία του ανθρώπου εμπρός της μανίας της φύσης. Φροντίζει μάλιστα το πρώτο κομμάτι της πρώτης πράξης να είναι έντονο και να εντυπωθεί στον/στην θεατή. Δεν αρκείται σε μία σύντομη εναρκτήρια σκηνή, όπως έγινε στην πρώτη ταινία. Έπειτα όμως το κλίμα γίνεται πιο ελαφρύ και η προσθήκη «country» μουσικής εντείνει στο χαλαρό της συνθήκης. Με τους ανεμοστρόβιλους δε, η ταινία αποκτά ροκ ρυθμό και μας θυμίζει λίγο λίγο την αρχική σεκάνς. Όσο περνάει ωστόσο η ώρα, υπερισχύει η σοβαρότητα, κάτι που προσδίδει σταθερότητα.
Ερμηνείες:
Πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι η Ντέιζι Έντγκαρ Τζόουνς στον ρόλο της «Κέιτ». Η ηθοποιός είναι γνώριμη από την τηλεόραση με μία ευρεία συμμετοχή σε σειρές παρά το νεαρό της ηλικίας της. Ο ρόλος της θυμίζει τον αντίστοιχο της Έλεν Χαντ, αλλά η Έντγκαρ Τζόουνς επικοινωνεί πιο ουσιαστικά το τραυματικό της επεισόδιο. Η ερμηνεία της βασίζεται ανάμεσα σε άλλα και στα εκφραστικά της μάτια, που παραμένουν στοιχειωμένα καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Η ηθοποιός καταφέρνει να μη βγει καθόλου εκτός ρόλου, ακόμη και στις σκηνές που είναι πιο εύθυμη και χαλαρή. Η ταινία την χρησιμοποιεί ως μία σταθερή άγκυρα για τη διατήρηση της εξίσου σταθερής τάσης του τόνου. Αν και φέρει στοιχεία του χαρακτήρα της Χαντ, μοιάζει πολύ με την Λόρα Ντερν, η οποία υπήρξε μία από τις επιλογές για τον γυναικείο ρόλο στην πρώτη ταινία.
Σε προηγούμενο άρθρο είχαμε αναφερθεί στην καθολικότητα της ερμηνείας του Μπιλ Πάξτον. Πράγματι, δεν υπάρχει δεύτερος Μπιλ, και οι συντελεστές το γνωρίζουν. Αυτός είναι ο λόγος που εισάγουν έναν νέο χαρακτήρα, αυτό του γοητευτικού ριψοκίνδυνου «cowboy», «Τάιλερ», τον οποίο υποδύεται ο ανερχόμενος Γκλεν Πάουελ. Έχουμε μιλήσει για τον Πάουελ σε άλλο άρθρο για την ανοδική πορεία της καριέρας του μετά τη συμμετοχή του στο «Top Gun: Maverick» (2022). Η επιλογή του ηθοποιού μπορεί να είναι και πρόταση του Τζόσεφ Κοσινσκι, δεδομένου ότι οι δύο τους συνεργάστηκαν άψογα στην προαναφερθείσα ταινία. Δεν έχει σημασία πως έφθασε να πρωταγωνιστεί, αν και έχει ενδιαφέρον, αφού έκανε το δοκιμαστικό του μέσα από «Skype», καθώς βρισκόταν στην Αυστραλία για την πρόσφατη ταινία του «Λατρεύω να σε μισώ» (AnyoneButYou, 2023). Σημασία έχει ότι πήρε τον ρόλοκαι είναι άκρως απολαυστικός σε αυτόν. Ο αμερικανικός νότος και οι «μάτσο» χαρακτήρες του πηγαίνουν και ο ηθοποιός τους ανεβάζει με το να τους κάνει συμπαθείς. Είναι ο διάσημος ανάμεσα στις τάξεις των επιστημόνων και «κυνηγών» ανεμοστρόβιλων και κανείς δεν αναρωτιέται για το πως έφθασε στη θέση αυτή. Μία εξαίρετη επιλογή ενός νέου ηθοποιού με άστρο!
Τρίτος ηθοποιός που συμπληρώνει την πρωταγωνιστική τριάδα είναι ο Άντονι Ράμος στον ρόλο του επιφυλακτικού ανταγωνιστή «Χάβι». Ο ηθοποιός έχει συμμετάσχει σε πολλές ταινίες αναλαμβάνοντας μικρούς ρόλους, και τώρα τον εμπιστεύονται για κάτι μεγαλύτερο. Είναι ένας γκρίζος χαρακτήρας και ο ηθοποιός μαζί με τον σκηνοθέτη δίνει διαφορετικές εντυπώσεις για το αν θα είναι συμπαθής ή θα παραμείνει συμπαθής μέσα στην ταινία. Τα καταφέρνει και τα δύο στο διάστημα δύο ωρών, άρα επιτελεί σωστά το έργο του με τα συναισθήματα του κοινού να είναι αμφιθυμικά προς το πρόσωπο του.
Οι υπόλοιποι ηθοποιοί, όπως το πλήρωμα του Τάιλερ αποτελούμενο από τους Μπράντον Περέα, Σάσα Λέιν, Κέιτ Ο’ Μπράιαν και Τάντ Άντεμπιμπ ακολουθούν την ερμηνευτική γραμμή που χάραξε ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν. Σε όλη την ταινία ακούγονται να γελάνε, και να φωνάζουν, και να εκδηλώνουν με κάθε πιθανό επιφώνημα πόσο παθιασμένοι είναι με αυτό που κάνουν. Ο ηθοποιός που είναι εκτός αυτής της πραγματικότητας και είναι η απάντηση στον ρόλο της Τζέιμι Γκέρτζ από την πρώτη ταινία είναι ο Χάρρυ Χέιντεν Πάτον, ο οποίος φέρνει στην οθόνη τον πιο Βρετανό δημοσιογράφο που έχουμε δει σε ταινία το τελευταίο διάστημα. Αποτελεί αιτία για γρήγορο χαμόγελο από μέρους των θεατών.
Τεχνικό κομμάτι:
Η πρώτη ταινία είχε βασιστεί ως επί το πλείστον στα πρακτικά μέσα. Η δεύτερη, αν και έχει αρκετές σκηνές δίνοντας βάση στα ψηφιακά εφέ, δεν κατευθύνεται εξολοκλήρου προς αυτή την κατεύθυνση. Ας μη ξεχνάμε ότι ο σκηνοθέτης προέρχεται από τον χώρο του ανεξάρτητου κινηματογράφου και γνωρίζει πως να γυρίζει και να χειρίζεται ρεαλιστικά κάδρα. Χρησιμοποιεί όμως τα ψηφιακά σε εκείνες τις σεκάνς που δεν έχει άλλη επιλογή. Το εσωτερικό του ανεμοστρόβιλου, η δριμεία καταιγίδα στην κωμόπολη, η έκρηξη του εργοστασίου και η τελική σύγκρουση με τον στρόβιλο είναι μόνο μερικά από τα παραδείγματα που δεν μπορεί κάποιος να απαθανατίσει πρακτικά. Ο Γιαν Ντε Μποντ τα κατάφερε, αλλά ήταν διαφορετικός ο τρόπος που γυρίζονταν τότε οι ταινίες. Η φωτογραφία του Ντέιβ Μίντελ έχει ένα ενδιαφέρον. Οι νυχτερινές σκηνές επιτέλους δεν είναι σκοτεινές!Αντιθέτως, υπάρχει αρκετό φως ώστε να γίνεται αντιληπτή από το κοινό κάθε αλλαγή και κίνηση. Στην πρώτη ταινία, ο σκηνοθέτης είχε μαλώσει με τον φωτογράφο του και τον είχε αντικαταστήσει. Σε αυτή, ο φωτογράφος αντικατέστησε τον σκηνοθέτη για λίγο, όχι λόγω προσωπικής αντιπαράθεσης, αλλά επειδή ο Λι Τσανγκ έπαθε υπερκόπωση στη μέση των γυρισμάτων.
Το ενδυματολογικό και σκηνογραφικό τμήμα αποδίδει μία ικανοποιητική δουλειά δεδομένου ότι δίνει σε κάθε έναν από τους χαρακτήρες ένα μεστό χαρακτηριστικό για να διακρίνονται απευθείας στις σκηνές με τους ανεμοστρόβιλους. Η τελική σκηνή στον κινηματογράφο έχει διττή σημασία. Αρχικά, είναι ένας μικρός φόρος τιμής στο πραγματικό συμβάν που έγινε τη δεκαετία του ‘90, που πριν την προβολή της ταινίας «Twister» ο κινηματογράφος χτυπήθηκε από αληθινό ανεμοστρόβιλο. Δευτερευόντως, η μετατόπιση της δράσης στην κινηματογραφική αίθουσα είναι ένας μήνυμα από μέρους της ταινίας ότι θα πολεμήσει για μία θέση στις προτιμήσεις του κοινού της.
Αποτίμηση:
Η ταινία, αν είχε βγει μία άλλη εποχή, δε θα προκαλούσε κάποια ιδιαίτερη εντύπωση. Δεν κάνει κάτι το πρωτότυπο και πολλές σκηνές είναι σε βαθμό αναμενόμενες.Αυτό το καλοκαίρι όμως έπαιζε δίχως ανταγωνιστή και τα πήγε πολύ καλά. Παρά τα προβλήματα της παραγωγής από εξωτερικούς παράγοντες, όπως η έξαρση της πανδημίας «COVID19» και η απεργία των σεναριογράφων που εκτίναξαν το αρχικό της κεφάλαιο, πέτυχε τον σκοπό της. Το μεγαλύτερο της όμως επίτευγμα ήταν η άρνηση της να συμπεριλάβει μία ευρύτερη ατζέντα μίας κοινωνικής κουλτούρας. Εκεί που όλες οι ταινίες άγαρμπα εντάσσουν στοιχεία αυτής, το «Twisters» αποστασιοποιείται από αυτή την κατεύθυνση και διατηρεί σταθερή θέση ως προς αυτό που θέλει να φέρει επί της οθόνης. Είναι μία διασκεδαστική ταινία, δε θα καταφέρει να ξεπεράσει την προκάτοχό του, αλλά αν μην τι άλλο είναι άξια προσθήκη στη νεοσύστατη πια διλογία.
Θα έβαζα με ταπεινότητα όπως πάντα ένα 6,6/10 για την αξιολόγηση προσπάθεια παρά τις αντικειμενικές και υποκειμενικές αντιξοότητες.
«Twister» (1996) εγχρ.
Διάρκεια: 2 ώρες και 2 λεπτά
Είδος: Δράση-Καταστροφής
Σκηνοθεσία: ΛιΙσαακ Τσανγκ
Πρωταγωνιστές: Ντέιζι Έντγκαρ Τζόουνς, Γκλεν Πάουελ, Αντονι Ράμος.