Είδε ο Γιώργος Τοκμκίδης και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Αν και η αρχή του 21ου αιώνα ήταν πολλά υποσχόμενη για τον κινηματογράφο, η τρίτη του δεκαετία δε δείχνει να τα πηγαίνει πολύ καλά. Απόδειξη αυτής της άποψης είναι η καλοκαιρινή περίοδος που μας πέρασε. Κάθε ταινία που κυκλοφόρησε ήταν συνέχεια κάποιας σειράς ή επανέκδοση κάποιας υπάρχουσας ταινίας. Ο λόγος για την ταινία με τίτλο: «Twisters» (2024). Πριν όμως ασχοληθούμε με την εν λόγω ταινία, θα κάνουμε μία γρήγορη μετάβαση στο παρελθόν, «την εποχή της υπόσχεσης» και θα μιλήσουμε για την ταινία με τίτλο: «Twister» (1996). Ναι, όσο περνούν τα χρόνια οι ανεμοστρόβιλοι αυξάνονται και πληθύνονται! Για να δούμε μαζί όμως τι κατάφερε εκείνη η πρώτη ταινία που ακόμα και στις ημέρες μας εμπνέει και συναρπάζει!!!
Υπόσχεση:
Κατά τη δεκαετία του ’90, μία καλή δεκαετία για τη βιομηχανία του θεάματος, μία νέα θεματική κατεύθυνση άκμασε και ευδοκίμησε στον κινηματογράφο. Αυτή της καταστροφής! Ακούγεται παράδοξο και παράλογο; Είναι πράγματι, ο κόσμος όμως έδειξε την αρέσκεια και την εμπιστοσύνη του και στήριξε το είδος. Η παραγωγή ταινιών αυτού άρχισε και κατά καιρούς είδαμε ωραίες ιστορίες που εξελίχθηκαν σε κλασικές περιπέτειες. Επίκεντρο του είδους είναι ο άνθρωπος και η δύναμη του απέναντι στην ιδέα της καταστροφής προερχόμενη φύσει ή ακόμα και «παραφύσει»!
Έτσι είδαμε ταινίες όπως το «Backdraft» (1991), που ο άνθρωπος αντιμετώπισε τη φωτιά. Στο «Jurassic Park» (1993), αντιμετωπίσαμε αναστημένους γενετικά δεινόσαυρους. Στο «Outbreak» (1995), κληθήκαμε να θεραπεύσουμε έναν θανατηφόρο και άκρως μεταδοτικό ιό. Στο «Indepedence Day» (1996) δεχθήκαμε μία όχι και τόσο φιλική επίσκεψη από εξωγήινους. Στις ταινίες «Dante’s Peak» και «Volcano» (1997), ήρθαμε σε ρήξη με τα ηφαίστεια, ενώ την αμέσως επόμενη χρονιά ο αντίπαλος μας αναβαθμίστηκε. Στις ταινίες «Armageddon» και «Deep Impact» (1998) ο ανταγωνιστής έρχεται έξω από τη Γη σε μορφή μετεωρίτη. Όλες αυτές οι ταινίες έχουν ένα κοινό, προσωποποιούν σε επίπεδο ανταγωνιστή τη δυσκολία που οι άνθρωποι οφείλουν να ξεπεράσουν. Μία από αυτές τις ταινίες, είναι το «Twister» με τους ανεμοστρόβιλους του Γιαν Ντε Μποντ να είναι ανταγωνιστές του Μπιλ Πάξτον και της Έλεν Χαντ.
Λόγος:
Η ταινία αποτέλεσε μεγάλο κινηματογραφικό πρότζεκτ της εποχής! Πολλά ήταν τα ονόματα που έπεσαν στο τραπέζι για την ανάληψη της θέσεως ευθύνης του σκηνοθέτη. Μερικά από αυτά ήταν του Στήβεν Σπίλμπεργκ, του Ρόμπερτ Ζεμέκις, του Τζέιμς Κάμερον, του Τζον Κάρπεντερ, του Τιμ Μπάρτον και του Τζον Μπάνταμ. Όλοι οι σκηνοθέτες ήταν μεγάλα ονόματα της εποχής, όλοι με το δικό τους προσωπικό στίγμα, και όμως ο Γιαν Ντε Μποντ ήταν εκείνος που κέρδισε την κούρσα. Στην πραγματικότητα, ο Σπίλμπεργκ θα αναλάμβανε, αλλά αποσύρθηκε και ανέλαβε κομμάτι της παραγωγής. Ο Ντε Μποντ του ανταπέδωσε τη χάρη λίγα χρόνια αργότερα στην ταινία με τίτλο: «Minority Report» (2002). Ποιος ήταν όμως ο δημιουργός που βγήκε μπροστά;
Ο καλλιτέχνης αρχικά ήταν φωτογράφος, εγγύηση στον χώρο του θεάματος με το όνομα του να βρίσκεται πίσω από την κινηματογράφηση διάσημων και ποιοτικών ταινιών δράσης, όπως το «Die Hard» (1988), το «BlackRain» (1989), το «Hunt of The Red October» (1990) και το «Lethal Weapon 3» (1992). Το μεγάλο του άνοιγμα σε αλλιώτικο από αυτόν του κινηματογραφιστή ρόλο ήταν στην ταινία «Speed» (1994). Μέσα από την επιτυχία αυτής κατάφερε να εδραιωθεί στον χώρο και να αναδείξει το ταλέντο του σε άλλη θέση. Το επόμενο του πρότζεκτ ήταν κάτι που περίμενε πολύς κόσμος, ενώ ο ίδιος ίσως να αποτελούσε φθηνή συγκριτικά με τους υπόλοιπους σκηνοθέτες επιλογή.
Πλοκή:
Ο Μπιλ και η Τζο είναι επιστήμονες που κυνηγούν ανεμοστρόβιλους και συλλέγουν δεδομένα για τη συμπεριφορά τους. Η μεταξύ τους σχέση, αν και έχει πάθος, καταλήγει στο κενό του χωρισμού. Ο Μπιλ ακολουθεί άλλον δρόμο, αλλά η Τζο δεν εγκαταλείπει την επιστήμη της. Όταν το ζευγάρι επανενώνεται για την τελική υπογραφή του διαζυγίου, η μοίρα θα τους φέρει ξανά μαζί σε ένα νέο κυνήγι ανεμοστρόβιλων που πλήττει την Οκλαχόμα. Οι καταστάσεις που θα ζήσουν, οι κίνδυνοι που θα αντιμετωπίσουν θα είναι αρκετοί για να βελτιώσουν την σχέση τους, σε έναν κόσμο που έχει παραδοθεί στη μανία των ανεμοστρόβιλων;
Σκηνοθεσία:
Ο Γιαν Ντε Μποντ με το ακριβοπληρωμένο σενάριο των Μάικλ Κράϊστον και Αν Μαρίε Μάρτιν γνώριζε ακριβώς τι ήθελε να κάνει. Γνώριζε πως ο κινηματογράφος με πρακτικά εφέ και μέσα φθάνει στο τέλος του και ότι αυτή ήταν η ύστατη του ευκαιρία να σκηνοθετήσει ταινία μεγάλης παραγωγής πρακτικά. Αυτή η επιδίωξη από μεριάς του φαίνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Αν εξαιρέσουμε τους ανεμοστρόβιλους και την «αγελάδα», όλα γίνονται με αληθοφάνεια. Αληθινά σπίτια καταστρέφονται, πραγματικά οχήματα με γερανό ανασηκώνονται και ρίπτονται με τις εκρήξεις να επαναλαμβάνονται ώστε να επιτευχθεί το άριστο πλάνο.
Πράγματι, η παραγωγή προχώρησε στην αγορά 8 συγκροτημάτων στη Γουακίτα της Οκλαχόμα κατασκευάζοντας επιπρόσθετα τριάντα σπίτια μονάχα για να τα καταστρέψει και να αποδοθεί με τον πιο απόλυτο τρόπο το πέρασμα του ανεμοστρόβιλου. Μετά τα γυρίσματα, φτιάχτηκε στην περιοχή μουσείο αφιερωμένο στην ταινία έχοντας προς παρουσίαση αντικείμενα, κουστούμια και φωτογραφίες από την περίοδο των γυρισμάτων. Το βυτιοφόρο από την άλλη που εκρήγνυται στην ταινία εν μέσω καταιγίδας, ανατινάχτηκε δύο φορές. Την πρώτη δεν κατάφεραν να το καλύψουν όπως ήθελε ο σκηνοθέτης με αποτέλεσμα να ξοδέψουν μισό εκατομμύριο και να το ανατινάξουν ξανά. Η εμμονή του σκηνοθέτη στην τελειότητα φαίνεται και από τα παράπονα των ηθοποιών. Ο καιρός δε βοηθούσε πάντοτε στα εξωτερικά γυρίσματα, και ο Ντε Μποντ χρησιμοποιούσε εξαιρετικά δυνατά φώτα με αποτέλεσμα οι ηθοποιοί να αντιμετωπίσουν έντονους ερεθισμούς και σύντομους τραυματισμούς στα μάτια. Η χρήση κινητήρων αεροπλάνων για να ανασηκώσουν δριμύ αέρα δημιούργησε προβλήματα στο σετ συμβάλλοντας και αυτή περαιτέρω σε τραυματισμούς ηθοποιών και συνεργείου.
Τα καλά νέα είναι ότι κανένας δεν έπαθε κάτι που δεν μπόρεσε με τον καιρό να ξεπεράσει. Ο σκηνοθέτης από την άλλη, παρά τις αντιξοότητες κατάφερε να αποδώσει μία ταινία, η οποία έχει την αίσθηση της περιπέτειας. Ο ρυθμός της χωρίζεται σε έμμεσα κεφάλαια, όπου κάθε εμφάνιση ανεμοστρόβιλου ισοδυναμεί και με ένα αντίστοιχο. Λόγω της διαρκούς κλιμάκωσης του κινδύνου, η ταινία, αν και επαναλαμβάνεται σε σημεία, δεν κουράζει καθόλου διαχειριζόμενη τον τόνο της με αρμονικές αυξομειώσεις. Η εναρκτήρια σκηνή που ήταν προτροπή του Στήβεν Σπίλμπεργκ, θέτει έναν σοβαρό τόνο, ως προς την ωμή δύναμη των ανεμοστρόβιλων. Στη συνέχεια, με την εισαγωγή των χαρακτήρων, κάπως μπορεί το κοινό να χαλαρώσει, αλλά αυτό ισχύει μέχρι να έρθουν αντιμέτωποι με τον απρόσωπο ανταγωνιστή τους. Προσεγγίζεται με τέτοιον τρόπο, ώστε κάθε φορά που τον βλέπουμε να είναι πιο δυνατός και να ανατρέπει τα σχέδια των πρωταγωνιστών. Αν και ψηφιακός, η πρακτική του υποστήριξη είναι ιδιαίτερα στοχευμένη και διατηρεί μία ανήσυχη σοβαρότητα στον τόνο.
Ερμηνείες:
Ο σκηνοθέτης θα έπρεπε να γνώριζε από πριν ότι το πρότζεκτ που του ανατέθηκε δε θα ήταν εύκολη δουλειά. Αυτός ήταν ο λόγος που από την αρχή δεν ήθελε γνωστούς ηθοποιούς στο σετ. Για τον ανδρικό ρόλο, πέρασε το μισό Χόλυγουντ από το τραπέζι. Οι Γκίμπσον, Κόστνερ,Κίτον, Κίλμερ, Γκιρ,Κουέιντ, Κιούζακ, Κέιτζ, Γουίλις, Τραβόλτα, Ράσελ, υπήρξαν πιθανοί πρωταγωνιστές. Ο Τομ Χανκς όμως κέρδισε αυτή τη φορά και πολλές άλλες βεβαίως. Στη διάρκεια της προπαραγωγής όμως εγκατέλειψε το πρότζεκτ και ο Μπιλ Πάξτον τον αντικατέστησε και ευτυχώς που το έκανε!
Πρόκειται για μία από τις καλύτερες ερμηνείες του ηθοποιού στην καριέρα του! Ο ηθοποιός έχει κάτι το καθημερινό στην ερμηνεία του και κάτι το απλοϊκό στην προσέγγιση του, που δίνει στον/στην θεατή να αισθανθεί τον χαρακτήρα σαν φίλο από τα παλιά. Αν και πρωταγωνιστής δεν είναι τέλειος, κάνει λάθη και δε, σε προσωπικό επίπεδο. Έχει μπερδεμένα συναισθήματα, αλλά διαθέτει πάθος για αυτό που κάνει. Αποπειράται να το θάψει, αλλά βγαίνει στην επιφάνεια, με τον Πάξτον να γίνεται μία ηρωική φιγούρα με ρεαλιστική υφή. Κανείς δε θα μπορούσε να παίξει καλύτερα τον συγκεκριμένο ρόλο. Για αυτό και στην καινούργια έκδοση, άλλαξαν τον ρόλο με τη μεταβολή του ηθοποιού. Μετά τον θάνατο του το 2017, οι πραγματικοί κυνηγοί καταιγίδων αριθμώντας περί τους διακόσιους, σχημάτισαν τα πρώτα δύο γράμματα του ονοματεπώνυμου του ηθοποιού «ΒΡ» (Bill Paxton) ενεργοποιώντας τις συσκευές των GPS τους, οι οποίες εμφανίστηκαν στις οθόνες των ραντάρ. Ήταν ένας φόρος τιμής που κάνουν για τα μέλη του κλάδου τους και με αυτό τον τρόπο τον αποχαιρέτησαν και τον τίμησαν σαν δικό τους.
Η συμπρωταγωνίστρια του Έλεν Χαντ ήταν η ηθοποιός που δυσκόλεψε λίγο ακόμη τη ζωή του σκηνοθέτη. Ο Γιαν Ντε Μποντ έδωσε μάχη με τους παραγωγούς για να την συμπεριλάβει στο καστ. Τα γυρίσματα καθυστέρησαν, καθώς είχε τηλεοπτικό συμβόλαιο, αλλά ήταν πεπεισμένος ότι αυτή η ηθοποιός είναι η ιδανική για τον ρόλο. Τα στούντιο ήθελαν την Λόρα Ντερν, δοκιμασμένη ηθοποιό από το «Ιουρασικό Πάρκο» (Jurassic Park, 1993). Η επιμονή έφερε τη νίκη επί του πεδίου και η Χαντ έφερε στην οθόνη έναν πολύ ωραίο γυναικείο χαρακτήρα. Μπορεί να μην ξεπερνάει τα όρια της ταινίας και την εποχή της, αλλά είναι αυτόματα συμπαθής λόγω της ερμηνείας. Πρόκειται για μία γυναίκα καριέρας, η οποία καριέρα όμως δεν την αναγκάζει να συμπεριφερθεί ανάρμοστα. Αυτή είναι που δε θέλει να χωρίσει από τον χαρακτήρα του Πάξτον και κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να τα βρουν ξανά. Είναι ένας χαρακτήρας που δεν βρίσκεται στις ταινίες τη σύγχρονη εποχή και λείπει δεόντως. Η χημεία των δύο πρωταγωνιστών είναι καταπληκτική, μας δίνουν το παρελθόν τους μέσα από την αλληλεπίδραση τους σε ένα βαν! Το όραμα του Ντε Μποντ δεν τον απογοήτευσε, ούτε το κοινό του, που είδε επί της οθόνης μία δυναμική γυναίκα με ανησυχίες και φοβίες.
Το υπόλοιπο καστ αποτελούμενο από τους Τζέιμι Γκέρτζ, Κάρι Ελβς, Λόις Σμιθ, Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, Άλαν Ρακ, Σον Γουέιλεν, Σκοτ Τόμσον, Τοντ Φιλντ, Τζόι Σλοτνικ, Γουεντλ Τζόσεφερ καιΤζέρεμι Ντέιβις ενώθηκε σε ένα ευτυχές σύνολο. Το αποτέλεσμα μοναδικό. Τόσοι πολλοί ηθοποιοί σε τόσους πολλούς μικρούς ρόλους συμφωνούν και πλαισιώνουν άψογα το πρωταγωνιστικό δίδυμο. Η Τζέιμι Γκέρτζ ξεχωρίζει για το αμήχανο κωμικό της «timing» και ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν για τη γεμάτη ενέργεια ερμηνεία του.
Τεχνικό μέρος:
Η παραγωγή της ταινίας ήταν μία από τις πιο ακριβές της εποχής λόγω των καλλιτεχνικών επιλογών του δημιουργού της. Τρεις εταιρείες παραγωγής συνεργάστηκαν για να βγει αυτό το αποτέλεσμα και να διαφημιστεί αναλόγως. Η εταιρεία «Universal», η «Warner Brothers» και η «Amblin Entertainment» του Στήβεν Σπίλμπεργκ. Τα πρακτικά της εφέ είναι ο λόγος της καθολικής της επιτυχίας, ενώ τα ψηφιακά της, αν και έχουν γεράσει από το πέρας των πρόσφατων δεκαετιών, κρατιούνται σε τίμιο επίπεδο, ενώ για την εποχή τους ήταν υπερθέαμα. Η φωτογραφία της ταινίας ακολουθεί την αισθητική της εποχής της, μίας εποχής με απτή ζωντανή εικόνα. Αν έχεις ως σκηνοθέτη έναν πρώην φωτογράφο, να περιμένεις να ανακατευτεί και στην κινηματογράφηση! Πράγματι, ο Γιαν Ντε Μποντ, ήρθε σε αντιπαράθεση με τον διευθυντή φωτογραφίας, με τον τελευταίο να αποχωρεί από το σετ. Τα γυρίσματα δε σταμάτησαν ούτε λεπτό. Ο φωτογράφος που έγινε σκηνοθέτης έγινε φωτογράφος ξανά! Η μουσική της ταινίας είναι ο,τι πιο 90s μπορεί να ακούσει κανείς. Το θέμα είναι ζωηρό και περιπετειώδες δίνοντας αυτή την τονική κατεύθυνση στην ταινία.
Αποτίμηση:
Η παραγωγή ήταν ένας εφιάλτης για όλους όσους συμμετείχαν. Η πλειοψηφία των συντελεστών μπροστά και πίσω από τις κάμερες αντιμετώπισαν τραυματισμούς, ενώ ο αληθινός ανεμοστρόβιλος της δικής μας ιστορίας ήταν ο σκηνοθέτης της ταινίας. Οι εξωφρενικές του απαιτήσεις και η εμμονή του με την τελειότητα δε δημιούργησαν τις καλύτερες συνθήκες εργασίας και συνεργασίας. Το θέμα είναι ότι η ταινία πέτυχε τον σκοπό της και έφθασε το μισό δις σε εισπράξεις, δεύτερη μόνο από την «Ημέρα Ανεξαρτησίας» (Independence Day, 1996). Αμφιβάλω αν η ομάδα των καλλιτεχνών δέχτηκε να δουλέψουν ξανά όλοι μαζί…
Θα έβαζα με ταπεινότητα όπως πάντα ένα 6,9/10 για την κλίμακα, αλλά και κληρονομιά της ταινίας.
«Twister» (1996) εγχρ.
Διάρκεια: 1 ώρα και53 λεπτά – Είδος: Δράση-Καταστροφής
Σκηνοθεσία: Γιαν Ντε Μποντ – Πρωταγωνιστές: Μπιλ Πάξτον ΈλενΧάντ, ΤζέιμιΓκέρτζ, Κάρι Ελβς, Λόις Σμιθ, Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν.