Είδε ο Γιώργος Τοκμακίδης για την Κουλτουρόσουπα
Σήμερα θα μιλήσουμε για μια ταινία επιστημονικής φαντασίας, η οποία κατά την είδηση και τη φήμη της κυκλοφορίας της δημιούργησε ένα τεράστιο κύμα ελπίδας, ένα ρεύμα οπαδών. Εντούτοις, αυτό συνέβη, δίχως να δώσει εγγυήσεις ότι θα αντεπεξέλθει στο προαναφερόμενο κύμα και θα ικανοποιήσει τους προαναφερθέντες οπαδούς. Το όνομα Ζακ Σνάιντερ και η απόπειρα του να φέρει τον δικό του “Πόλεμο των Άστρων” στην ασημένια οθόνη συμφώνησε και υποσχέθηκε για αυτά.
Ο λόγος για την ταινία: “Ρέιμπελ Μούν: Το Παιδί της Φωτιάς” (Rebel Moon: Child of Fire, 2023).
Υπόσχεση:
Ο Ζακ Σνάιντερ μετά από το διαζύγιο του με την DC (εταιρεία σούπερ ηρώων, αντίπαλο δέος της Μάρβελ) και τη Warner Brothers (εταιρεία παραγωγής ταινιών που έχει αναλάβει τη μεταφορά των ηρώων της DC στον κινηματογράφο) αναζητά το νέο του καλλιτεχνικό ατελιέ, σπίτι. Την εποχή, που συντελέστηκε ο χωρισμός, το διαδικτυακό κανάλι, πλατφόρμα «Νετφλιξ» αναζητούσε από μεριάς του, ανθρώπους «auteur» (καλλιτέχνες με αντίκτυπο και σφραγίδα) με απώτερο σκοπό να στηρίξει τόσο τα επαγγελματικά όσο και τα καλλιτεχνικά της πλέον βήματα στον χώρο του θεάματος και δε του κινηματογράφου.
Οι δύο εκατέρωθεν αναζητήσεις συναντήθηκαν στη μέση και οι δύο πλευρές συμφώνησαν μεταξύ τους. Πρώτο αποτέλεσμα αυτής της νέας συνεργασίας, σύμπραξης ήταν η κυκλοφορία της ταινίας με τίτλο: «Ο Στρατός των Νεκρών» (Army of the Dead, 2021). Έχει προηγηθεί και η προσωπική νίκη του Ζακ Σνάιντερ με την στήριξη των οπαδών του να κυκλοφορήσει την ταινία του με τίτλο: “Η Λεγεώνα των Υπερηρώων» (Justice League: The Snydercut, 2021). Σε αυτή λοιπόν την ταινία συμπεριλήφθηκε αυθεντικό υλικό που γυρίστηκε και κόπηκε στο δωμάτιο του μοντάζ κατά τη θεατρική εκδοχή της ταινίας. Η διάρκεια της φθάνει τις 4 ώρες και 2 λεπτά δεδομένου ότι πραγματοποιήθηκαν και εκ νέου γυρίσματα για την κάλυψη κενών και των λογικών αλμάτων.
Ο Ζακ Σνάιντερ σε αυτό το σημείο της καριέρας του θεωρεί τον εαυτό του ως τον απόλυτο κυρίαρχο, τον νικητή της κόντρας με τις μεγάλες εταιρείες, έναν αληθινό υπερασπιστή του καλλιτεχνικού οράματος. Έχοντας εμπιστοσύνη λοιπόν στον εαυτού του, επιστρέφει σε ένα παλιό του κόνσεπτ. Με την είδηση ότι η εταιρεία Ντίσνεϋ θα κυκλοφορούσε καινούργια ταινία «Πολέμου των Άστρων», το μακρινό και περασμένο 2012, ο Ζακ Σνάιντερ είχε δηλώσει το ενδιαφέρον του,γράψει και παραδώσει ένα σενάριο. Η Ντίσνεϊ μολονότι απέρριψε τη συγγραφική προσπάθεια του Σνάιντερ, το σενάριο επιβίωσε στο συρτάρι του δημιουργού του και μετά από σχεδόν δέκα χρόνια απεστάλη στα κεντρικά γραφεία του Νέτφλιξ. Το πράσινο φως δόθηκε!
Πλοκή:
Βρισκόμαστε στο μέλλον, σε ένα γαλαξία μακρινό (ύποπτη εισαγωγή) και συνάμα γνώριμο. Μια αγροτική κοινότητα σε έναν απομονωμένο πλανήτη έχει δεχθεί στους κόλπους της μια γυναίκα με μυστηριώδες παρελθόν. Οι ειρηνικές ημέρες στην κοινότητα είναι μετρημένες, αφού δεν αργεί να εμφανιστεί στον ορίζοντα ένα αυτοκρατορικό καταδρομικό αεροσκάφος. Καπετάνιος και κυβερνήτης του, ο Άτικους Νομπλ. Αίτημα και διαταγή του, η μικρή κοινότητα να θρέψει τον στρατό του. Αν αρνηθεί, η οργή της αυτοκρατορίας θα πέσει πάνω της. Η γυναίκα με έναν αγρότη αρχίζουν την αναζήτηση στα αστέρια για πολεμιστές που θα υπερασπιστούν την κοινότητα. Άθελα τους θα ανάψουν μια σπίθα που θα απειλήσει να κάψει την υπόσταση της αυτοκρατορίας…
Σκηνοθεσία:
Ο Ζακ Σνάιντερ μέσα από αυτή την ταινία αποπειράται να αποδείξει ότι δύναται -σε αυτή τη φάση της καριέρας του- να δημιουργήσει ένα σύμπαν ανάλογο εκείνου του πολυδιάστατου και πολυεπίπεδου σύμπαντος του «Πολέμου των Άστρων». Στο παρελθόν, έχει δείξει πως μπορεί να καταφέρει να «δημιουργήσει» νέους κόσμους και αν όχι εξ ολοκλήρου καινούργιους, να μεταποιήσει υπάρχοντες και να βγάλει μέσα από αυτούς κάτι το νέο και το φρέσκο.
Η σκηνοθετική του προσέγγιση και σφραγίδα είναι εκεί! Εμπιστεύεται και χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό τα ψηφιακά εφέ, ενώ η χρήση της τεχνικής του «slow motion» παρουσιάζει μια διαβάθμιση και ποικιλία. Αυτά βέβαια τα στοιχεία δεν είναι αρεστά από όλο ανεξαιρέτως το κοινό του. Ο Ζακ Σνάιντερ έχει κατηγορηθεί για τον τρόπο που κινηματογραφεί, αλλά σαν ένας από τους εκπροσώπους του εμπορικού σινεμά της Αμερικής, δε φαίνεται να πτοείται και συνεχίζει ακάθεκτος.
Σε αυτή, ωστόσο την ταινία, η κριτική που του έχει ασκηθεί ανά τα χρόνια βρίσκει προσεδοφόρο έδαφος. Στο παρελθόν, συνεργαζόταν με κολοσσούς της κινηματογραφικής βιομηχανίας, ενώ τώρα, αν και το Νέτφλιξ το επιθυμεί, η προσέγγιση που ακολουθείται είναι αυτή της τηλεόρασης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, η κινηματογραφική εμπειρία να απομακρύνεται κατά τη θέαση και προβολή της ταινίας και τα ψηφιακά, αντί να λειτουργούν σαν πλεονέκτημα, να υπονομεύουν την ταινία και τους κοινωνούς τους. Το σενάριο αναγκάζει τους πρωταγωνιστές να μεταβαίνουν σε διαφορετικούς πλανήτες για την στρατολόγηση μαχητών, αλλά κάθε πλανήτης δείχνει ίδιος με τον προηγούμενο. Μια πραγματικά χαμένη ευκαιρία να εμπλουτιστεί ο κόσμος και η μυθολογία που πλαισιώνουν την ιστορία του σεναρίου. Η τεχνική της «αργής κίνησης», αν και εξυπηρετεί τον σκοπό να βλέπει ο/η θεατής τη μεγάλη εικόνα, στην πραγματικότητα του/της προκαλεί αμηχανία. Κάποια πλάνα είναι υπερβολικά αργά, κάποιες κινήσεις αναπνέουν περισσότερο από όσο πρέπει δίνοντας βάση στο γενικότερο στιλιζάρισμα και όχι στην κίνηση αυτή καθ’ αυτή. Συνεπώς, οι ηθοποιοί μένουν αβοήθητοι να φωνάζουν σε αργή κίνηση απέναντι στην κάμερα…
Σενάριο:
Ο Ζακ Σνάιντερ παραδίδοντας ένα αντίγραφο του σεναρίου του τότε στην Ντίσνεϊ, παραδίδει μια ιστορία που είναι φόρος τιμής στις επιρροές του «Πολέμου των Άστρων». Ο Τζορτζ Λούκας (δημιουργός της σειράς ταινιών, «Πόλεμος των Άστρων) είχε δηλώσει ότι «ο κινηματογράφος του» είχε επηρεαστεί βαθύτατα από το Ιαπωνικό κινηματογράφο του Ακίρα Κουροσάβα, και συγκεκριμένα από την ταινία του, «Κρυμμένο Οχυρό» (The Hidden Fortress, 1958)
Από την άλλη αντλώντας έμπνευση από την ίδια πηγή, βρίσκει την επιρροή του στην ταινία του Ακίρα Κουροσάβα με τίτλο: «Οι Επτά Σαμουράι» (Seven Samurai, 1954). Βέβαια, στην περίπτωση του Ζακ Σνάιντερ, ο φόρος τιμής ξεπερνάει τα όρια της επιρροής και καταλήγει να αποτελεί αντιγραφή και «κόπια».
Δε θα ήταν ούτε ο πρώτος, ούτε και ο τελευταίος που αντιγράφει από έναν άλλον καλλιτέχνη και δεν είναι! Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα! Δεν είναι λίγοι, όσοι εξερεύνησαν σε κινηματογραφικό και τηλεοπτικό επίπεδο αυτή την ιστορία με φυσικό επακόλουθο να γνωρίζουμε ακριβώς ποια σειρά θα πάρουν τα γεγονότα και οι δράσεις των πρωταγωνιστών. Ο σκηνοθέτης δοκιμάζει να κάνει ορισμένες ανατροπές, αλλά δεν καταφέρνει να αποφύγει τα κλισέ της ιστορίας. Σε ορισμένα δε σημεία, οι πρωταγωνιστές βγαίνουν εκτός του χαρακτήρα τους για να βοηθήσουν, σπρώξουν την πλοκή να κινηθεί προς τα γνωστά μονοπάτια.
Ακόμα, ο Ζακ Σνάιντερ στη δοκιμή του να ανεξαρτητοποιηθεί από τη γνωστή πλοκή και να δημιουργήσει κάτι δικό του, στα μέτρα της επιστημονικής φαντασίας, αποτυγχάνει. Η επιστημονική φαντασία εμπεριέχει έναν φουτουρισμό, ο οποίος ελάχιστα προβάλλεται, αλλά και έναν ρομαντισμό, ο οποίος χάνεται από τις βωμολοχίες πρωταγωνιστών και μη.
Ερμηνείες:
Πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι ένα σχετικά νέο και φρέσκο πρόσωπο, αυτό της Σοφία Μπουτέλα. Έχουμε δει το μοντέλο- ηθοποιό σε ολοένα και μεγαλύτερης σημασίας ρόλους από την πρώτη ταινία της σειράς «Κίνγκσμαν» (Kingsman, 2014) και την τρίτη ταινία της σειράς «Σταρ Τρεκ» (Star Trek, 2016), μέχρι την επαναπροσέγγιση της ιστορίας της Μούμιας, (Mummy, 2017).
Η Σοφία Μπουτέλα φέρνει μαζί της μια δυναμική στον ρόλο, καθώς υποστηρίζει τη σωματική διάσταση και υπόσταση του χαρακτήρα της. Το βλέμμα της είναι εκφραστικό με έντονη συναισθηματική φόρτιση. Στις σκηνές, εντούτοις που δίνει θάρρος στους συμπρωταγωνιστές της ή τους πείθει να την ακολουθήσουν, δεν καταφέρνει να σταθεί επάξια σε αυτό που της έχει ζητηθεί. Η φωνή της δεν πατάει στις νότες που ταιριάζει για να εκφράσει τα λόγια που της ζητήθηκαν. Καταλήγουμε στο ότι πρόκειται για μια πρωταγωνίστρια, η οποία αν και καταφέρνει να διαχωρίσει τη θέση της από τη μοντέρνα και σύγχρονη πρωταγωνίστρια του Χόλυγουντ, δεν καταφέρνει να κάνει κάτι αξιομνημόνευτο και ξεχωριστό.
Ο ανταγωνιστής της ταινίας ενσαρκώνεται από τον Εντ Σκρέιν στον ρόλο του Άττικου Νόμπλ (νομίζω με αυτό το όνομα, το παράκανες, Ζακ Σνάιντερ!). Ο Εντ Σκρέιν φέρνει στον ρόλο το εκφραστικό του προσώπου, που μπορεί να σου προκαλέσει τόσο συμπόνια, όσο και μίσος. Μετά από πετυχημένους ή μη πρωταγωνιστικούς ρόλους αναλαμβάνει να αποτελέσει το αντίπαλο δέος, το φυσικό εμπόδιο για τους πρωταγωνιστές μας και τον σκοπό τους. Το σενάριο δεν τον βοηθάει και ό,τι καταφέρνει, το χρωστάει στην εμπειρία του. Με την βρετανική ειρωνεία στο βλέμμα και τη φωνή δεν καταφέρνει να ξεχωρίσει και εισέρχεται στη μακρά λίστα των αδιάφορων ανταγωνιστών των σύγχρονων «μπλοκ μπάστερ».
Το καστ συμπληρώνει και ο πολλά υποσχόμενος Τσάρλι Χανάμ, γνώριμος από τη σειρά «Sons of Anarchy», αλλά και από τις ταινίες του Γκάι Ρίτσι. Ο Τσάρλι Χανάμ φέρνει στον χαρακτήρα κάτι από τον χαρακτήρα του Χαν Σόλο (συμπρωταγωνιστή του Πολέμου των Άστρων), δίχως όμως τη γοητεία του παρανόμου και μία ανεπαίσθητη ιρλανδική προφορά, η οποία δε δικαιολογείται. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες της ετερόκλητης ομάδας μαχητών είναι επιφανειακοί και ως εκ τούτου δεν μπορεί να σχολιαστεί κάτι για τις ερμηνείες των ηθοποιών (ακόμη και οι χαρακτήρες των Άντονι Χόπκινς και Τζίμον Χουνσού λειτούργησαν καθαρά σαν «κράχτες»)
Αποτίμηση:
Η ταινία, όπως προαναφέρθηκε είχε δημιουργήσει μια ελπίδα για μια νέα αποκάλυψη στον χώρο της επιστημονικής φαντασίας. Ο Ζακ Σνάιντερ επρόκειτο να φέρει στον κινηματογράφο τη δική του εκδοχή του «Πολέμου των Άστρων» και θα έχει πλήρη ελευθερία για να πραγματοποιήσει το όραμα του. Το αποτέλεσμα όμως καταρρίπτει τον νεοσύστατο μύθο. Η ταινία στο τέλος της ημέρας και λόγω της προσδοκίας που δημιούργησε απογοητεύει και αποτυγχάνει. Υπάρχει μεράκι και όλοι φέρνουν τον καλύτερο τους εαυτό, αλλά δεν φθάνει, καθώς το πρόβλημα αρχίζει πριν ξεκινήσουν οι κάμερες να γράφουν. Το σενάριο φαίνεται ότι δεν έχει τη φιλοδοξία να πάρει ρίσκα, αντιθέτως συνδυάζει διαφορετικές συνταγές με άμεση συνέπεια να μην έχει τη δική της γεύση, και αν την έχει να μη γίνεται αρεστή. Στα μέσα του Απριλίου, θα κυκλοφορήσει το δεύτερο μέρος, το οποίο υπόσχεται περισσότερη ανάπτυξη χαρακτήρων και μυθολογίας του κόσμου, αλλά πλέον η φλόγα της προσδοκίας έχει σβήσει.
Βαθμολογία:
4,9/10
Ρέιμπελ Μούν: Το Παιδί της Φωτιάς, (Rebel Moon: Child of Fire, 2023) εγχρ.
Διάρκεια: 2 ώρες και 13 λεπτά
Είδος: Επιστημονική φαντασία/περιπέτεια
Σκηνοθεσία: Ζακ Σνάιντερ
Πρωταγωνιστές: Σοφία Μπουτέλα, Εντ Σκρέιν, Τσάρλι Χανάμ, Άντονι Χόπκινς, Τζίμον Χουνσού