Είδε ο Γιώργος Τοκμακίδης και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Η σύγχρονη εποχή βρίσκει τη βιομηχανία του θεάματος και του κινηματογράφου να αποπειράται διαρκώς να επαναφέρει τη χαμένη αίγλη στις ταινίες της. Στη δοκιμή της αυτή έχει δείξει δείγματα επιτυχίας και αποτυχίας, με τη ζυγαριά να γέρνει προς τη δεύτερη κατηγορία. Η νέα εκδοχή του «Road House» άραγε που ανήκει;
Πάμε να δούμε τι συνέβη σε αυτό το αμφιλεγόμενο ριμέικ!
Υπόσχεση:
Η ταινία με τίτλο: «Ο Μπράβος» (Road House, 1989) παρά το γεγονός ότι δεν αποτέλεσε μια εμπορική επιτυχία όταν κυκλοφόρησε, κατάφερε να δημιουργήσει ένα ρεύμα καλτ διάθεσης και να κάνει την επιτυχία της εκ των υστέρων. Οι σκέψεις για μία συνέχεια της ιστορίας και κατ’ επέκταση της ταινίας, δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνιση τους. Τα απαιτούμενα κεφάλαια που χρειάζονταν δεν προσέλκυσαν τους απαιτούμενους επενδυτές με αποτέλεσμα η ιδέα να μείνει στο συρτάρι. Ίσως να έπρεπε να μείνει εκεί, αφού κατά το έτος 2006 κυκλοφόρησε μια ταινία με τίτλο: «Road House 2: LastCall». Η ταινία προσδοκούσε να είναι μία ιδιόμορφη συνέχεια της προηγούμενης με εισαγωγή εκ νέου του πρωταγωνιστή «Dalton». Η ταινία όχι μόνο θεωρήθηκε, αλλά ήταν δεύτερης διαλογής και δεν κυκλοφόρησε ούτε καν στις κινηματογραφικές αίθουσες. Οι αρμόδιοι και οι κάτοχοι των δικαιωμάτων αναλογίστηκαν τότε ότι η ιδέα για να πετύχει χρειάζεται καλό σκηνοθέτη και καλό ηθοποιό.
Λόγος:
Η απάντηση για ένα ακαταμάχητο δίδυμο μπροστά και πίσω από τις κάμερες έφθασε μετά από αρκετά χρόνια με ορισμένες στάσεις στην πορεία. Ο λόγος για τον σκηνοθέτη Νταγκ Λίμαν και τον ηθοποιό σε πρωταγωνιστικό ρόλο Τζέικ Τζίλενχαλ.
Η επιλογή του Νταγκ Λίμαν ως σκηνοθέτη του εν λόγω ριμέικ είναι λογική! Αποτελεί έναν σκηνοθέτη που μπορεί να συνδυάσει την δράση (Bourne’s Identity, 2002) και την κωμωδία (Mr and Mrs Smith, 2005). Τα βήματα του δημιουργού στον χώρο της επιστημονικής φαντασίας είναι εξίσου κραταιά με το ευρηματικό «Jumper» (2008) και το αγωνιώδες «Στα Όρια του Αύριο» (Edge of Tomorrow, 2014). Πρόκειται για έναν σκηνοθέτη, «άσσο στο μανίκι» των παραγωγών του Χόλυγουντ, τον οποίο και τραβούν ποντάροντας σε κάτι σίγουρο. Το στοίχημα βέβαια για την ταινία «Chaos Walking» (2021) δεν πέτυχε, αλλά εδώ θα μιλήσουμε για άλλο στοίχημα.
Πλοκή:
Ένας πρόωρα συνταξιοδοτημένος παλαιστής ονόματι Ντάλτον περνάει τον χρόνο του με το να συμμετέχει σε «στημένους» αγώνες. Μία κοπέλα, ιδιοκτήτης κέντρου διασκέδασης στη Φλόριντα καλεί τον Ντάλτον να αναλάβει τη διοίκηση της ασφάλειας του μαγαζιού της. Ο Ντάλτον δέχεται με επιφύλαξη και εισέρχεται σε έναν κόσμο για τον οποίο γνωρίζει επικίνδυνα λίγα. Σιγά σιγά αρχίζει και κατανοεί πως το κέντρο διασκέδασης σημαίνει πολλά περισσότερα από αυτά που καταλαβαίνει. Στην προσπάθεια του να κάνει τη δουλειά του και να λύσει το μυστήριο, βρίσκεται στο στόχαστρο του τοπικού παράγοντα. Μέσα από μία σειρά έντονων συγκρούσεων, ο Ντάλτον θα επιχειρήσει να δώσει ένα τέλος σε αυτή την εφιαλτική για τους κατοίκους πραγματικότητα.
Σκηνοθεσία:
Ο Νταγκ Λίμαν μεταφέρει την κινηματογράφηση της ταινίας του στο ηλιόλουστο τοπίο της Δομινικανής Δημοκρατίας. Η ιστορία τοποθετείται στο επινοημένο για τις ανάγκες της ιστορίας «Glass Key» στην ευρύτερη περιοχή της Φλόριντα. Η φωτεινή φωτογραφία και τα ζωντανά χρώματα είναι μια στυλιστική επιλογή που φαίνεται να υιοθέτησε στην απολαυστική του ταινία με τίτλο: «American Made» (2017). Με αυτό τον τρόπο ορίζει την ατμόσφαιρα της ταινίας, αλλά τι συμβαίνει με τον ρυθμό και τον τόνο;
Ο έμπειρος δημιουργός φέρνει στο τραπέζι αυτό που γνωρίζει να κάνει καλά. Η ταινία δεν αφήνει τους/τις θεατές της να βαρεθούν πολύ, όσοι τουλάχιστον είναι διατεθειμένοι/ες να παρακολουθήσουν κάτι το ανάλαφρο. Στα πλαίσια του τελευταίου, ο τόνος είναι πράγματι χαλαρός. Αν και τα ζητήματα που πραγματεύεται, όπως η διαφθορά των κρατικών υπηρεσιών, οι εκβιασμοί με τη μορφή βίαιων εξωθήσεων από μια περιοχή και η διακίνηση ναρκωτικών είναι σοβαρά, ο πρωταγωνιστής δρα αψηφώντας τα.
Μια ταινία «Road House» όμως δεν βλέπεται μονάχα για αυτά που υπονοούνται πίσω από τις κάμερες. Αυτός είναι ίσως και ο τελευταίος λόγος. Βλέπεται εντούτοις για τις σκηνές δράσης, για την αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους χαρακτήρες που δεν αργεί να λάβει διαστάσεις καλοστημένης πάλης. Οι σκηνές μονομαχίας είναι εντατικές και έντονες με τις χορογραφίες να θυμίζουν επαγγελματική πάλη, ενώ τα χτυπήματα φαίνονται να προκαλούν αληθινό πόνο. Όσον αφορά ωστόσο αυτές τις γροθιές και λαβές, έχουν κάτι το διαφορετικό. Πάρα την ισχύ τους εντός των κάδρων που τις αναδεικνύουν, η αίσθηση τους φαίνεται σε βαθμό ψηφιακή. Αυτό συμβαίνει, αφού το αντίστοιχο αρμόδιο τμήμα καινοτομεί χρησιμοποιώντας μια νέα τεχνική συμπεριλαμβάνοντας ψηφιακά μέσα και «bodydouble» (κασκαντέρ) για να μη χρειαστεί οι μοντέρ να διακόψουν την δράση. Το αποτέλεσμα, αν και ικανοποιητικό στο μετρό της πρωτοτυπίας, δίνει την εντύπωση ότι χρειάζεται αρκετές συστοιχίες κάδρων για να τελειοποιηθεί ή τουλάχιστον να μην είναι τόσο έκδηλο.
Ερμηνείες:
Ο Τζέικ Τζίλενχαλ είναι ο πρωταγωνιστής της ταινίας με τον σκηνοθέτη να τον εμπιστεύεται πλήρως. Ο Νταγκ Λίμαν δήλωσε ότι είναι μία από τις καλύτερες ερμηνείες στην καριέρα του ηθοποιού. Η αλήθεια είναι ότι ο Τζίλενχαλ δεν είναι από τους ηθοποιούς που παραδίδει αδέξιες ερμηνείες. Είναι ένας σοβαρός επαγγελματίας που παίρνει τον ρόλο του στα σοβαρά. Σε αυτό αποδίδεται και η μεταμόρφωση του ηθοποιού σε ένα αληθινό κτήνος με κάθε μυ του κορμιού του να είναι γυμνασμένος.
Η ερμηνεία του ωστόσο δεν έχει κάποια σαφή κατεύθυνση. Είναι ένας χαρακτήρας που βασανίζεται από το πρόσφατο παρελθόν του σε σημείο που να φοβάται τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Τζέικ Τζίλενχαλ ακολουθεί και αυτοπροσδιορίζεται από τον τόνο της ταινίας που τον χρειάζεται να είναι ευχάριστος. Έχει τις στιγμές που εκρήγνυται, και αυτές είναι προς το τέλος, μόνο που απέχει πολύ από την προσέγγιση του Πάτρικ Σουέιζι πάνω στον ρόλο.
Συμπρωταγωνιστής του Τζίλενχαλ είναι και ο κεντρικός του ανταγωνιστής, ο χαρακτήρας που αποτελεί την αληθινή απειλή προς το πρόσωπο του. Αυτός δεν είναι άλλος από τον πρωτοεμφανιζόμενο στην ασημένια οθόνη επαγγελματία πυγμάχο, Κόνορ Μακ Γκρέγκορ. Ο τελευταίος δεν είναι ηθοποιός, αν και έκανε το δικό του σόου στις αρένες στις οποίες συμμετείχε ενεργά. Το αξιοπερίεργο στην όλη υπόθεση είναι ότι η ενέργεια του παλαιστή είναι κάτι που έχει ανάγκη η ταινία. Η είσοδος του ανανεώνει και ανεβάζει τις στροφές του ρυθμού που είχαν αρχίσει να πέφτουν. Απολαμβάνει κάθε λεπτό που βρίσκεται στο σετ, όπως και να το διαλύει. Εξυπηρετεί πλήρως τον σκοπό του ως αντίπαλο δέος, με την απόδοση των σκηνών δράσης και πάλης να έχουν ειλικρινές αντίκτυπο.
Το υπόλοιπο καστ της ταινίας συμπληρώνει η νεαρή Ντανιέλα Μελχιόρ, ο κωμικός Μπίλι Μάνγκουσεν και ο παλαίμαχος Χοακίμ Ντε Αλμέιδα. Οι ρόλοι τους είναι δεύτεροι και τρίτοι και οι ηθοποιοί τους υπηρετούν με κάθε δυνατό τρόπο. Το σενάριο δεν τους δίνει πολύ χρόνο για να αναπτυχθούν, για αυτό και αποτελούν αρχέτυπα χαρακτήρων. Ο καθένας τους στον τομέα του στηρίζει τον πρωταγωνιστή με την Μελχιόρ να αποτελεί μια σύμμαχο σε ερωτικό και συναισθηματικό επίπεδο και τον Μάνγκουσεν έναν αντίπαλο δίχως επιβολή.
Τεχνικό κομμάτι:
Η ταινία διαθέτει μια πολλή ζωντανή φωτογραφία με τις τοποθεσίες στις οποίες είναι γυρισμένη να χαρακτηρίζονται εξωτικές. Τα ρούχα ακολουθούν τις επιταγές της φωτογραφίας και συνδυάζονται με το φόντο. Η σημασία στο σκηνικό και στυλιστικό κομμάτι έχει παράδοση στις ταινίες «Road House». Το αντίστοιχο κέντρο διασκέδασης, αν και πρέπει να αποτελεί σημείο αναφοράς της ταινίας, υπάρχει δίχως να είναι το επίκεντρο. Η αισθητική του είναι διαφορετική. Δε θυμίζει «σαλούν», αλλά «beachbar» προδιαγραφών Χαβάης. Διαφορετική τοποθεσία, διαφορετική αισθητική!
Η μουσική δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη ποικιλία, όπως συνέβη στην προηγούμενη ταινία. Δεν είναι όμως λίγα τα μουσικά σχήματα που περνούν από το κέντρο διασκέδασης με ήχους ρέγκε μελωδίας.
Αποτίμηση:
Ανέκαθεν, τα ριμέικ είναι καταδικασμένα να συγκριθούν με τους προκατόχους τους. Η νέα εκδοχή του «Road House», δεν έχει ξεκάθαρο λόγο ύπαρξης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει μια κατεύθυνση, μια προφανής προσέγγιση για όλους όσους συμμετείχαν. Υπάρχουν κάποιοι φόροι τιμής στην προηγούμενη ταινία μέσα στους διαλόγους των πρωταγωνιστών που χάνονται μέσα στην ασυνέπεια. Η άφιξη του πρωταγωνιστή στο μαγαζί επιφέρει αλλαγές σύμφωνα με την ιστορία και την ίδια τη λογική. Οι μεταβολές αυτές όμως δεν περνούν από στάδια, δε ξεχωρίζουν, συμβαίνουν δίχως αντίκτυπο. Οι ηθοποιοί κάνουν αυτό που θεωρούν σωστό, αλλά λόγω του προβληματικού σεναρίου δε φθάνει ούτε για να συγκριθεί με την αυθεντική ταινία. Θα ήταν προτιμότερο να προχωρήσουν με την ιδέα που είχαν εξαρχής, αλλά να μην προβούν σε ουδεμία σύνδεση με την καλτ ταινία.
Θα έβαζα με ταπεινότητα όπως πάντα ένα 5,9/10 για την έλλειψη οράματος.
Ο Μπραβος, (Road House, 2024) εγχρ. Διάρκεια: 2 ώρες και 1 λεπτό Είδος: Δράσης Σκηνοθεσία: Νταγκ Λίμαν Πρωταγωνιστές: ΤζέικΤζίλενχαλ, ΚόνορΜακΓκρέγκορ, ΝτανιέλαΜελχιόρ, Μπίλι Μάνγκουσεν, Χοακίμ Ντε Αλμέιδα.