Γράφει ο Γιώργος Τοκμακίδης για την Κουλτουρόσουπα
Μέσα στις ταινίες που κυκλοφορούν στις κινηματογραφικές αίθουσες είναι και το γνώριμο στους οπαδούς και όχι μόνο των «buddy cop» ταινιών, «Κακά Παιδιά». Αυτή η σειρά ταινιών χρειάστηκε 8 χρόνια για να ολοκληρωθεί και 17 χρόνια για να επιστρέψει δυναμικά. Μία νέα προσθήκη στην τετραλογία είναι γεγονός!
Πάμε να δούμε αν τα «Κακά Παιδιά» μετά από χρόνια μπορούν να μεταφέρουν μία καλή ταινία!
Υπόσχεση:
Στη σύγχρονη εποχή των κινηματογραφικών δρώμενων, οι εταιρείες παραγωγής επενδύουν σε δοκιμασμένες συνταγές με απώτερο σκοπό το μέγιστο κέρδος στις εισπράξεις. Αυτή η απόπειρα έχει οδηγήσει σε βραχυχρόνια κέρδη και μακροπρόθεσμη φθορά των υπαρχόντων «franchise». Υπάρχουν ωστόσο και ορισμένες σειρές ταινιών που επωφελούνται από αυτή την τρόπον τινά «κινηματογραφική τους ανάσταση». Μία από αυτές τις σειρές είναι και αυτή των «Κακών Παιδιών». Με τη σειρά να χρονολογείται από τη δεκαετία του ‘90, οι παραγωγοί βρήκαν τους κατάλληλους ανθρώπους για να επαναφέρουν την όποια αίγλη και δόξα είχε η σειρά. Το μεγάλο βήμα έγινε το 2020 με την κυκλοφορία της τρίτης ταινίας με τίτλο: «Κακά Παιδιά Για Πάντα» (Bad Boys ForLife, 2020). Η επιτυχία της δεν ήταν αναμενόμενη, αλλά καλωσορίστηκε και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μία συνέχεια με νέους σκηνοθέτες πίσω από τις κάμερες, διατηρώντας ατμόσφαιρα και αισθητική.
Πλοκή:
Το δίδυμο της καταστροφής, αστυνομικοί μοναδικής κατηγορίας, Μάικ και Μάρκους επιστρέφουν! Ο Μάικ αποφασίζει να βάλει σε μία σειρά τη ζωή του και παντρεύεται. Στο πάρτι του γάμου του, ο επιστήθιος φίλος του, Μάρκους, παθαίνει έμφραγμα. Αυτό του δίνει να καταλάβει ότι η ζωή είναι γεμάτη περιπέτεια και πως «η ώρα του δεν έχει φθάσει». Παράλληλα, ο κακοποιός Τζέιμς Μακ Γκράθ σπιλώνει τη φήμη του προσφάτως εκλιπόντος αρχιφύλακα Χάουαρντ με τη μεταφορά βρώμικου χρήματος στον λογαριασμό του. Οι δύο αστυνομικοί δε θα επιτρέψουν σε κανέναν να καταστρέψει την κληρονομιά του θανόντος φίλου τους. Θα αρχίσει λοιπόν μία έρευνα, η οποία θα αναδείξει τη διαφθορά των ανώτατων κλιμακίων. Η κατάληξη θα υπογραμμιστεί από σφαίρες, εκρήξεις, αποκαλύψεις, και έναν… αλιγάτορα.
Σκηνοθεσία:
Οι ταινίες των «Κακών Παιδιών» συνήθιζαν να φέρουν την σκηνοθετική σφραγίδα του Μάικλ Μπέι. Πρόκειται για έναν αμιγώς σκηνοθέτη ταινιών δράσης με γρήγορους ρυθμούς, κάδρα με στυλ και πλάνα με αργή κίνηση. Το δίδυμο που τον αντικαθιστά, Αντίλ Ελ Αρμπί και Μπιλάλ Φαλλάχ δεν αλλάζει κατεύθυνση. Οι δύο νέοι σκηνοθέτες όχι μόνο σέβονται και υπηρετούν το κόνσεπτ της έξαλλης δράσης, αλλά διατηρούν ορισμένα κατ’ εξοχήν στοιχεία της σειράς. Το γνωστό κυκλικό περιγραφικό πλάνο αργής κίνησης για άλλη μια φορά συμβαίνει την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας μία διαχρονική νότα από το 1995 μέχρι και τώρα. Δε λείπουν οι μικροί και αστείοι φόροι τιμής, όπως η εμφάνιση του ίδιου του Μάικλ Μπέι οδηγώντας μία πόρσε και μαλώνοντας με τον χαρακτήρα του Γουίλ Σμιθ!
Πέρα από τις σκηνοθετικές αναφορές, οι δύο κινηματογραφιστές προχωρούν σε νέες μεθόδους απόδοσης και μεταφοράς της δράσης. Κάνουν χρήση εναέριων μέσων καταγραφής, «drones» και διατηρούν διαρκή πλάνα κατά την κάλυψη τους. Η δράση αποκτά μία ολότητα όσον αφορά τον χώρο και τους πρωταγωνιστές του και οι θεατές έχουν τη δυνατότητα να δουν τη γενική εικόνα που συνεχώς μεταβάλλεται. Ο ρυθμός της ταινίας είναι εξαιρετικά γρήγορος και φαίνεται να είναι προσεκτικά και φανερά υπολογισμένος. Κάθε σκηνή δράσης διαδέχεται μία σκηνή με διάλογο και κωμωδίας. Στα πλαίσια του τελευταίου, ο τόνος είναι εξαιρετικά ανάλαφρος με την κωμωδία να πλανάται πάνω από όλη την ταινία. Οι αστείες σκηνές δεν λείπουν σχεδόν ποτέ, δεδομένης της κατεύθυνσης του σεναρίου για έναν από τους κεντρικούς χαρακτήρες.
Ακόμα, οι δύο δημιουργοί εντάσσουν στην σκηνοθετική διαδικασία τους δύο ηθοποιούς. Η κάμερα βρίσκει τη δυναμική της στα «pointofview» πλάνα. Αυτά κατευθύνονται κατ’ εντολή του ήρωα του οποίου η οπτική καλύπτεται. Οι καλλιτέχνες όχι μόνο προσδένουν τις κάμερες στους πρωταγωνιστές, αλλά με τον εξελιγμένο εξοπλισμό τους, η κάμερα μεταβάλλει το κέντρο εστίασης από το πρόσωπο του ήρωα στον αντίπαλο και πίσω. Αυτή η ταχύτατη εναλλαγή κατά τη διάρκεια της δράσης δημιουργεί ένταση, η οποία κρατάει οπτικά το ενδιαφέρον των θεατών ενεργό.
Ερμηνείες:
Ο Γουίλ Σμιθ επιστέφει για άλλη μία φορά στον πρώτο ρόλο που τον απομάκρυνε από τον ανάλαφρο χαρακτήρα του «The Fresh Prince of Bel-Air». Αυτός ο ρόλος του άνοιξε δρόμους, που ούτε ο ίδιος είχε φανταστεί, αποτέλεσε τον πρόδρομο για την ανάδειξη του ως μεστό πρωταγωνιστή ταινιών δράσης. Σε αυτή την ταινία, αν και ξεκινάει με την ίδια άνεση που το κοινό του τον έχει συνηθίσει, λαμβάνει νέες εντολές για υποκριτικές υποδείξεις. Ζητείται από τον ηθοποιό να δοκιμάσει να ρίξει του ρυθμούς και να «παίξει με ασφάλεια». Ο χαρακτήρας του πλέον έχει έναν λόγο να γυρίσει στο σπίτι του. Δεν μπορεί να λάβει αψήφιστα πια τις καταστάσεις που τον τοποθετούν στο στόχαστρο. Ο Γουίλ Σμιθ υποστηρίζει με ειλικρίνεια τη μεταστροφή και την στηρίζει στο γεγονός ότι έχει μεγαλώσει (αν και δεν του φαίνεται). Παραμένει, όμως ο ήρωας που θα αρματωθεί και θα ζητήσει τα ρέστα με τόκο σε όσους διανοηθούν να πειράξουν τους δικούς του ανθρώπους.
Το έτερον ήμισυ του Γουίλ Σμιθ σε αυτό το κινηματογραφικό σύμπαν, Μάρτιν Λόρενς, επιστρέφει δριμύτερος στην δράση. Οι σκηνοθέτες θεωρούν τη θέση του ανά τα χρόνια κάπως παραμελημένη σε σχέση με τον συμπρωταγωνιστή του. Ο Γουίλ Σμιθ είχε τις μεγαλύτερες σκηνές δράσης, ενώ ο Λόρενς κάλυπτε το φάσμα της κωμωδίας με την υστερία του. Ο ηθοποιός σε αυτή την ταινία «παίρνει την εκδίκηση του» και αναλαμβάνει αρχηγικό ρόλο όσον αφορά την δράση. Το κωμικό στοιχείο του ανήκει ήδη, αλλά προωθείται και μέσα από την δράση. Η επιστροφή του από το επεισόδιο του εμφράγματος δίνει την ευκαιρία στον χαρακτήρα του να ξεπεράσει τις αναστολές. Ένας υστερικός Μάρτιν Λόρενς είναι απολαυστικός. Ένας αχαλίνωτος Μάρτιν Λόρενς είναι υπέρ απολαυστικός! Κλέβει την παράσταση, αλλά όχι την ταινία και απολαμβάνει πλήρως αυτό που κάνει!
Το καστ συμπληρώνει ένα εμπορικό μεν ενδιαφέρον δε σύνολο ηθικών. Ο Τζον Παντολιάνο επιστρέφει αναπάντεχα με περιορισμένο χρόνο. Λίγος Παντολιάνο είναι καλύτερος από τον καθόλου Παντολιάνο! Στον ρόλο του ανταγωνιστή βρίσκεται ο Έρικ Ντέιν, γνωστός από την ιατρική σειρά «Grey’s Anatomy». Ακόμα, εμφανίζονται ο πάντα ευχάριστος Ιόαν Γκρούφαντ, η αξιαγάπητη Βανέσσα Χάντζενς από το «High School Musical», o Αλεξάντερ Λούντβιγκ από την ιστορική σειρά «Vikings» και η Πάολα Νούνιες. Ο χαρακτήρας του Ντένις Γκριν ως «Ρέτζι» όμως είναι η μεγάλη έκπληξη παρά τον ελάχιστο κινηματογραφικό του χρόνο.
Τεχνικό μέρος:
Η ταινία ανήκει στο είδος της αστυνομικής δράσης-περιπέτειας και ως εκ τούτου στο τεχνικό κομμάτι πρέπει να εκπληρωθούν ορισμένες προϋποθέσεις. Οι εκρήξεις και τα ψηφιακά εφέ εκεί που χρειάζονται βρίσκονται στη θέση τους. Η φωτογραφία ακολουθεί την χρωματική παλέτα της προηγούμενης ταινίας αναδεικνύοντας τα θερμά χρώματα της περιοχής του Μαϊάμι, ακόμη και αυτά που συνοδεύουν το ηλιοβασίλεμα. Το μοντάζ είναι απότομο και εντατικό στα συνηθισμένα για το είδος μέτρα και σταθμά. Στον τομέα της μουσικής, για άλλη μία φορά το ομώνυμο με τον τίτλο της ταινίας τραγούδι, «Bad Boys» των «Inner Circle» παίζει στο βάθος. Η σχέση του τραγουδιού με την ίδια την ταινία διαχρονικά μπορεί να θεωρηθεί «μέτα» (ξεπερνάει τα όρια του κόσμου), και σε μία συγκεκριμένη σκηνή, οι δύο ηθοποιοί το σιγοτραγουδούν για να πάρουν θάρρος.
Αποτίμηση:
Η ταινία είναι μία ταινία της εποχής της. Είναι αστεία και γρήγορη. Πρόκειται για την πιο σύντομη σε διάρκεια της σειράς. Σαν τέταρτη προσθήκη, θα έλεγε κανείς ότι κουράζει, αλλά θα είχε άδικο. Η αλλαγή ρόλων ανάμεσα στους πρωταγωνιστές ανανεώνει. Δεν εξελίσσει το είδος. Δεν έχει μεγάλες βλέψεις και δεν τις κυνηγάει. Δεν είναι μία ταινία που μένει στην μνήμη, ίσως κάποιες σκηνές, αλλά και αυτές θα ξεχαστούν με την επόμενη ταινία. Σε βαθμό, ίσως να μην παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά, αλλά είναι έντιμη προς το κοινό της. Δεν υπόσχεται σχεδόν τίποτα, και προσφέρει διασκέδαση για κάτι λιγότερο από δύο ώρες. Δεν είναι η καλύτερη της σειράς, αλλά δεν είναι και η χειρότερη. Είναι μία μέτρια προσθήκη, η οποία είναι δόκιμη, καθώς ο κόσμος πηγαίνει να δει άλλη μία περιπέτεια στην οποία αλληλοεπιδρά το δίδυμο Σμιθ-Λόρενς, όχι την ιστορία αυτή καθ’ αυτή.
Θα έβαζα με ταπεινότητα όπως πάντα ένα 5,3/10
1
Bad Boys : Rude or Die 2024 εγχρ.
Διάρκεια: 1 ώρα και 55 λεπτά Είδος: Δράση/περιπέτεια Σκηνοθεσία: Αντίλ Ελ Αρμπί και Μπιλάλ Φαλλάχ. Πρωταγωνιστές: Γουίλ Σμιθ, Μάρτιν Λόρενς, Τζον Παντολιάνο, Έρικ Ντέιν, Ιοαν Γκρουφαντ, Βανέσσα Χάντζενς, Αλεξάντερ Λούντβιγκ, Πάολα Νούνιες, Ντένις Γκριν.