Χαράζει… τα κοκόρια στο πρωινό τους σόλο με guest stars τζιτζίκια από το διπλανό ρέμα. Ελαφρύ αεράκι και τα φορτωμένα κλαδιά της φλαμουριάς γρατζουνάν παρακλητικά το παντζούρι, με το ζαλιστικό άρωμα να διαπερνά τους πόρους… Καινούργια μέρα, ο ήλιος ανηφορίζει κι ανοίγω διάπλατα, εισπνέω καλοκαίρι με άρωμα φλαμουριού ανακατεμένο με αλμύρα και μέντα, στέλνω ένα πλατύ χαμόγελο χωρίς συγκεκριμένο παραλήπτη και βγαίνω στην αυλή. Τα παιδιά ντυμένα για το σχολειό, σκαλίζουν το παρτέρι με τις μικρές ντοματιές που φυτέψαμε μαζί πριν δέκα μέρες και ψάχνουν ανυπόμονα για ντοματάκια… «βρε μαμά, πότε θα βγούν;». «Έλα εδώ! Τα βλέπεις αυτά τα κίτρινα λουλούδια; Βλέπεις εδώ κάτω- κάτω μια πολύ μικρή πράσινη μπαλίτσα; Ε, σε λίγο θα πέσουν τα πέταλα κι αυτή θα αρχίσει σιγά- σιγά να μεγαλώνει, να κοκκινίζει και θα γίνει μια ντομάτα να γλείφεις τα δάχτυλά σου! Λίγη υπομονή.» Το μουτράκι του Στάθη έλαμψε «Αααααα!!!»
Ο μεγάλος κουβαλάει σαν τρόπαιο ένα σκουλήκι κρεμασμένο σε καλάμι… «Στάθη, κοίτα πόσο μεγάλο είναι!» Και το τρόπαιο περιφέρεται καμαρωτά από δυο κουβαλητές, μέχρι που καταλήγει πανικόβλητο στην τρύπα του. «Παιδιά, έτοιμο το πρωινό! Πλύνετε χέρια…» Ζυμωτό ψωμί, αυγουλάκια που ευγενικά μας χορηγούν τα «κορίτσια» μας κάθε πρωί, πίτα με σπανάκι από τον πίσω μπαχτσέ, γάλα με την επίσης ευγενική χορηγία της Αφρούλας μας και σπιτική κομπόστα. Κάτω απ’ τον παχύ ίσκιο της φλαμουριάς δίπλα στη βρύση. «Σήμερα μαμά μας είπε η δασκάλα ότι θα πάμε στη θάλασσα για μάθημα. Εκεί θα κάνουμε και πρόβα για τη γιορτή…», «Μπράβο παιδιά, πολύ ωραία!». Μια τελευταία επιθεώρηση στο κρησφύγετο του σκουληκιού – φυγά, ένα πεταχτό φιλί, την τσάντα στον ώμο και δρόμο, με συνοδό τον φύλακα Πανάγο και την τρελή από χαρά ουρά του. «Βασίλη να μαζέψουμε φράουλες απ’ το φράκτη, τις είδα εγώ χθες, κοκκίνησαν! Και να δεις πώς μυρίζουν!», «Παιδιά στην επιστροφή, τώρα θα αργήσετε. Στο καλό, να περάσετε όμορφα!». Τα χαρούμενα γαυγίσματα αντάμα με γέλια παιδικά χάνονται στη στροφή…
Ο Κώστας με δυο εργάτες έφυγαν πολύ πρωί σήμερα να βάλουν τα ποτιστικά στα καλαμπόκια. Μεγάλη επιτυχία φέτος η σπορά, καλός ο σπόρος, βοήθησε κι ο καιρός… Είπε θα αργήσει λίγο, θα κάτσει μετά στο καφενείο να κεράσει τα παιδιά κανα τσίπουρο κι αν προλάβουν θα περάσουν να ρίξουν μια ματιά στην τράτα που θέλει μερεμέτισμα. Η μέρα όλη δική μου, μεγάλη, φωτεινή, γαληνεμένη, λεύτερη… Τα φασολάκια στη φωτιά και στο μεταξύ ρίχνω νερό στα φρεσκοφυτεμένα φυντάνια και στους αγαπημένους μου μοσχοβολιστούς κατιφέδες. Ταΐζω τα ζωντανά με τραγουδιστές καλημέρες, λέω δυο-τρεις κουβέντες με την Αφρούλα – σήμερα δεν έχει κέφια για κους- κους- της χαϊδεύω με κατανόηση τη μουσούδα και σκουπίζω το κοτέτσι. Ωπ, να δυο αυγά ακόμη ζεστά –ζεστά! Μπράβο τα κορίτσια μου τους λέω με καμάρι, μαζεύω ένα ταψί ζωχούς που φύτρωσαν με το έτσι θέλω στον πίσω μπαχτσέ μαζί με λίγη ρίγανη, και το μάτι μου πέφτει στη ροδακινιά με καμιά δεκαριά ροδάκινα ξεχασμένα και παραγινωμένα, πολύ πρωίμισε φέτος. Α, τι καλά, πάνω που μου τέλειωνε η μαρμελάδα!

Δίπλα η Βάσω σκαλίζει, με βλέπει και «Καλημέρα γειτόνισσα! Καλά που τα πρόλαβες, έτοιμη ήμουν να στα βουτήξω!» , «Χαλάλι σου βρε Βάσω για το τουρσί που μου ΄δωσες! Μούρλια!», «Άστα αυτά, ο καφές περιμένει! Τον αργήσαμε σήμερα.» Μπόλικη πίτα στο πιάτο και να’ μαι κάτω από την ροδιά της Βάσως. Κι η παρέα μεγαλώνει, καταφθάνουν η Μέλπω, η Αγορίτσα, η Ρούλα και… σαν να μεγαλώνει και ν’ απλώνεται κι η ροδιά ν’ αγκαλιάσει θαρρείς μυστικά και γέλια ξένοιαστα, σκορπισμένα απλόχερα… στεναγμούς γλυκούς από καρδιές γεμάτες, βλέμματα καθαρά, στραμμένα σε ορίζοντες ανοιχτούς, ψυχές ξαλαφρωμένες από φορτία άχρηστα… «Κορίτσια πέρασε η ώρα, θέλω να πεταχτώ μέχρι το μπακάλικο του κυρ Ανέστη, μου σώθηκε το αλεύρι και η ζάχαρη και τα χρειάζομαι», «Κατερίνα μη ξεχάσεις το απόγευμα, έχουμε ετοιμασίες για τη γιορτή την παραπάνω Κυριακή» «Τι λες βρε Μέλπω, ξεχνιέται; Κι έχουμε φέτος κάτι όργανα, τύφλα να ΄χουν οι συμφωνικές! Τους άκουσα στις πρόβες και δάκρυσα!» «Αλήθεια πώς πάει το γράψιμο Κατερίνα, προχωράς; Είπαμε να φτιάξουμε και κείνη τη θεατρική ομάδα που λέγαμε…», «Όλα θα γίνουν κορίτσια… Όρεξη να’ χουμε! Ναι, ναι προχωράω με το βιβλίο»
Το ‘χω είναι αλήθεια αρχινισμένο από καιρό, μα καθόλου δεν βιάζομαι… Τα βράδια του χειμώνα, χουχουλιάζοντας στο τζάκι με συντροφιά το κόκκινο κρασί του Κώστα – θεϊκό το ‘φτιαξε φέτος ο άτιμος!- σκάρωσα μπόλικες σελίδες, έφτασα στα μισά… την ώρα που το σφυροκόπημα του βοριά έξω κι ο τρικυμισμένος αχός της θάλασσας από μακριά μου έφτιαχναν ιδανικό σκηνικό. Μα τώρα αποξεχνιέμαι… η ομορφιά τριγύρω με τσιγκλάει βασανιστικά κι όσο κι αν ρουφώ, το ξεδίψασμα το ευλογημένο δεν έρχεται! Καβαλάω το ποδήλατο κι αμολιέμαι στο ρέμα δίπλα στις πικροδάφνες, παρέα με βατράχια και τζιτζίκια να τραγουδούν θαρρείς μόνο για μένα… αμολιέμαι στους οπωρώνες που σαν ανθίζουν λιγώνεσαι από μυρωδιές και χρώματα… ξεπεζεύω στην ακροθαλασσιά κι αγναντεύω τη γαλάζια απεραντοσύνη με τα υγρά μυστικά… τον ορθάνοιχτο ορίζοντα που μου γνέφει προκλητικά… τους γλάρους και τις τράτες να παίζουν με το κύμα…Κι όταν γυρνώ το καλάθι μου ξεχειλισμένο! Μυρωδάτα αγριολούλουδα, σπάνια βότανα, χρωματιστά βότσαλα και κοχύλια, βατόμουρα, σύκα, λιχουδιές… Που όλο και κάτι «δημιουργώ» μαζί τους κι ο Κώστας με πειράζει «Την άλλη φορά στη βόλτα Κατερίνα πάρε το φορτηγάκι, το ποδήλατο δεν αντέχει!» Τα παιδιά όμως τρελαίνονται ποιο θα πρωτοέρθει μαζί μου στην «εξερεύνηση»…
Καθώς ξεκινώ για το μπακάλικο του κυρ Ανέστη, στο δρόμο οι καλημέρες βροχή και φθάνοντας στην πόρτα του… ντριιιιιν! Τι διάολο… αυτός έχει πάντα ορθάνοιχτη την πόρτα, τι κουδούνια είναι αυτά… Ξανά ντριιιιιιιιιιιιιιιν, πιο επίμονο! Τρίβω τα μάτια να συνέλθω, ένα λεπτό μετέωρο, ανασηκώνομαι στο στρώμα και πατάω βρίζοντας το κουμπί στο ξυπνητήρι. Μια σειρήνα που ουρλιάζει δαιμονισμένα υποδέχεται το ξύπνημά μου μαζί με μπόχα σκουπιδιών, πάλι ο άχρηστος ο Κώστας ξέχασε να τα κατεβάσει! Κοιτάω την ώρα, πω ρε γαμώτο, άργησα! Πετιέμαι έξαλλη, μπήγω τις φωνές στα κοιμισμένα παιδιά «ξυπνήστε ΑΜΕΣΩΣ, αργήσαμε, το σχολικό φτάνει σε 10 λεπτά!», «καλέ μαμά…», «Καλάμια! ΤΏΡΑ είπα!» Τα ντύνω όπως- όπως μισοκοιμισμένα και «δεν προλαβαίνουμε πρωινό, πάρτε από 2 ευρώ για το κυλικείο». Ο μικρός Στάθης κλαψουρίζει ότι πεινάει, του χώνω τσαντισμένη ένα ποτήρι γάλα στο χέρι, «γρήγορα!» τον διατάζω, αλλά από κάτω ακούω την κόρνα του σχολικού. Μέχρι να κατουρήσει ο Βασίλης, να πιεί το γάλα ο Στάθης και να κατεβούμε από τον 5ο, κουνάμε το μαντήλι στο σχολικό.

Τα νεύρα μου τσατάλια, πρέπει να τα πάω εγώ τώρα στου διαόλου τη μάνα κι έχω αργήσει στο γραφείο. Τα σπρώχνω αλαφιασμένη στο αυτοκίνητο, βρίζω την τύχη μου, θεούς και δαίμονες, το κινητό χτυπάει και το αφεντικό με στολίζει και όλα τα ρημαδοφάναρα κόκκινα! Η κίνηση απίστευτη και βρήκαν την ώρα και τα απορριμματοφόρα! Άσε ο μαλάκας με το φορτηγό που διπλοπάρκαρε κι έχει κόψει το ρεύμα! «Κουνήσου ρε ηλίθιε!» Η ζέστη αφόρητη, έχει χαλάσει ο γαμημένος κλιματισμός, απ’ το ανοιχτό τζάμι φτάνει αποφορά βενζίνης ανακατεμένη με καμένο λάστιχο. Με πιάνει πάλι ταχυκαρδία, νιώθω την καρδιά μου να πετιέται στο ταμπλώ… δεν θα τη βγάλω καθαρή, παίρνω υπογλώσσιο… Περνώντας απ’ το ρημαγμένο, κατάξερο πάρκο, βλέπω στα δυο ψωριάρικα πεύκα κρεμασμένο πανώ «5 ΙΟΥΝΙΟΥ, ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ – Σας περιμένουμε στη μεγάλη γιορτή του Δήμου σήμερα στις 5μμ. – Γιατί το Περιβάλλον είναι υπόθεση όλων!» Ρίχνω χορταστικό, λυτρωτικό ΦΑΣΚΕΛΟ και χαπακωμένη πια «ηρεμώ». Στο επόμενο φανάρι κάνω αναστροφή και επιστρέφω… Φθάνουμε σπίτι, τα παιδιά φοβισμένα και βουβά έχουν χαζέψει, τα καθησυχάζω, τους φτιάχνω πρωινό και τους βάζω να δούνε DVD… «Παιδιά συγγνώμη για σήμερα, θα ειδοποιήσω τη δασκάλα, αλλά έχω ανάγκη να κοιμηθώ!
.
ΠΡΕΠΕΙ ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ ΝΑ ΟΝΕΙΡΕΥΤΩ… σας παρακαλώ να μη με ενοχλήσει κανείς!»