Το γλυπτό του Μανώλη Τζομπανάκη με το όνομα «Γυναίκα σε λεωφορείο» είναι τοποθετημένο στο πέταλο της πλατείας Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη.
Το γλυπτό τα αποκαλυπτήρια του οποίου πραγματοποιήθηκαν Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025 το απόγευμα στις 17:30 είναι δωρεά της οικογένειας Γλεούδη.
Σύμφωνα με τον Δήμο Θεσσαλονίκης, το γλυπτό, συνολικού ύψους 2,75 μέτρων, τοποθετήθηκε στο κεντρικό σημείο του δρόμου κάτω από την Εγνατία, χώρος που επιλέχθηκε από τον Δήμο Θεσσαλονίκης με τη σύμφωνη γνώμη του δωρητή.
Δήλωσε γοητευμένος από τις ασημένιες και λεπτεπίλεπτες τονικότητες των συρμάτινων μαλλιών, του προσώπου και σμιλεμένης από μπετόν αρμέ σιλουέτας της. «Μόνο ο Μανόλης Τζομπανάκης μπορούσε να σας φιλοτεχνήσει μελαγχολικά, μεταφυσικά και αέρινα, έτσι όπως, παρά την εμφανή κούραση, κρατημένη από τη λαβή ανεβαίνετε τη σκάλα και επιβιβάζεστε στο λεωφορείο. Δεν ξέρω πού ακριβώς πηγαίνουν οι κατάκοπες, σαν εσάς γυναίκες που χρησιμοποιούν τις αστικές γραμμές του ΟΑΣΘ και που προς τιμή τους φιλοτεχνηθήκατε. Προφανώς πίσω στα εκεί του Εύοσμου, της Σταυρούπολης, του Κορδελιού και του Ωραιόκαστρου, από όπου μας έρχονται οι φίλες σας κάθε πρωί. Άλλωστε, όσα λεωφορεία μπαίνουν στο “πέταλο”, στα δυτικά πηγαίνουν. Μακρηγόρησα χωρίς να σας συστηθώ, συγχωρέστε με και επιτρέψτε μου, Ελευθέριος Βενιζέλος. Εθνάρχης και κρητικός εκ Χανίων. Από όσο γνωρίζω, τα Χανιά είναι η πατρίδα και του δικού σας δημιουργού, ο πλάστης σας κρατά σκούφια από το κοντινό χωριό Αποκορώνου».
Γύρισε πίσω της στην Εγνατία για να πιάσει και το μάτι της το είδωλο της φωνής που της απευθυνόταν. Προς την Άνω Αριστοτέλους, εκεί που ήταν στημένος ο δικός του ανδριάντας. Καθόλου του γούστου της. Με το δίκωχο, τα στρογγυλά γυαλιά και τη ρεντικότα, ήταν φως φανάρι πως αυτή και ο εθνάρχης στην καλύτερη περίπτωση θα γίνονταν σκέτοι φίλοι, δεν ήταν του στιλ της το στιλάκι του. Έτσι, φρόντισε να του το ξεκόψει με το ήπιο: «Με κολακεύετε, όμως καλά καλά δεν ήρθα και μου πιάσατε το κόρτε, συγκρατηθείτε, έχουμε χρόνο και για αυτά. Άλλα προέχουν».
Παρ’ όλα αυτά, για λόγους τακτ, σεβασμού στο αξίωμα, μα και για να καλλιεργήσει συνθήκη καλής γειτονίας και τουνόου-ασμπέτε κατάσταση, η Γυναίκα στο Λεωφορείο (αυτό ήταν το όνομα της) τον διαφώτισε με πράγματα που θεώρησε σωστό να γνωρίζει ο «Παρακαλώ, ας παρακάμψουμε το πρωτόκολλο ευγενείας, να με φωνάζετε Λέφτι!».
«Ο Τζομπανάκης, Λέφτι, διάλεξε να με σμιλέψει με σύρματα και μπετόν, παρόλο που άνετα θα μπορούσε να με δουλέψει και με ξύλο, πέτρα ή ορείχαλκο. Το καλέμι του δεινό, το πείσμα του γιγάντιο, θα μπορούσε να σκιαγραφήσει το είναι μου ακόμα και επάνω στον πιο σκληροτράχηλο χάλυβα. Παιδί επιπλοποιού, πριν φύγει στη Φλωρεντία για Καλές Τέχνες, έμαθε από τον πατέρα του πώς να λαξεύει και να πελεκεί τα απελέκητα, οπότε πήγε εκεί απόλυτα προετοιμασμένος, για να μαθητεύσει δίπλα στον διάσημο καθηγητή Βενάτζιο Κροτσέτι. Επέκτεινε το τάλαντό του μυούμενος στη νωπογραφία, όμως το μπαμ έγινε όταν ο Τζομπανάκης ακολούθησε τον Κροτσέτι στη Ρώμη. Το 1967 τον έχρισαν επιμελητή στην έδρα γλυπτικής. Εκεί στη Ρώμη έσκασε η φαεινή ιδέες με τις κομμένες συρμάτινες κουλούρες, που τις έδωσε σχήμα. Δίνοντας στα σύρματα γεωμετρικά σχήματα, μετά τα αποδομούσε σε αιχμηρά προσωπεία από τσιμέντο. Οι σιλουέτες αποκτούσαν συμβολική ισχύ και σημασία. Στην Πλάζα Ναβόνα το σκάρωσε το κόλπο που ως και σήμερα στις Ιαπωνικές Σχολές Τέχνης, θεωρούν πως αυτός, ο μέγας Τζομπανάκης, με την τολμηρή γλυπτική χειρονομία του, έγινε ο πρώτος που κατοχύρωσε την ιδέα και την πρακτική της μπετόν αρμέ άρτε!».
Έσπασε ο πάγος ανάμεσά τους και έτσι ο Εθνάρχης Βενιζέλος από την Εγνατία έστησε σμολ τσατ με τη Γυναίκα στο Λεωφορείο, ανταλλάσσοντας τις αβρότητες που μοιράζονται εκείνοι που γνωρίζουν πως θα περάσουν πολύ καιρό μαζί. Έτσι είναι, η ζωή των δημόσιων γλυπτών και των αγαλμάτων υπερβαίνει χρονικά κατά πολύ ως και τα βάθη των αιώνων, το γνωρίζουν τα ομοιώματα. Συνέχισε: «Ανήκα στη συλλογή Γλεούδη, μέχρι που κατόπιν δωρεάς και συνεννόησης με τον Αγγελούδη, δήμαρχος και οικογένεια συναποφάσισαν να με τοποθετήσουν εδώ, στο κέντρο του τόξου της πλατείας».
Την ερωτεύτηκε με το που την πρωταντίκρισε; Ή την πλεύρισε άδολα, χωρίς καμιά ερωτική επιθυμία ή υπόνοια στο μυαλό του, μόνο και μόνο για τη χαρά της κοινωνικότητας και της εγκάρδιας υποδοχής που επιτέλους θα έδινε ένα τέλος στην μοναξιά του; Μόνο στις πορείες, όταν έδιναν ραντεβού για απεργίες, πικετοφορίες και μικροφωνικές, τον θυμόντουσαν, τις άλλες μέρες απλώς κοιτούσε τον Όλυμπο απέναντι μετρώντας το διάβημα των εποχών με τη γέννηση ή τον θάνατο των χιονιών. Ο Λέφτι χρόνια περίμενε να έρθει κάποιος για να κάνουν παρέα και όπου βγει. Είναι πολύ νωρίς για να εκτιμήσω και να αποτιμήσω την πρώτη νύχτα που πέρασαν οι δυο τους, όταν οι επίσημοι έφυγαν και στην πλατεία απέμειναν οι συνήθεις θαμώνες της: Κατάκοπες κυρίες που επέστρεφαν στο σπίτι μετά το ξεκώλωμα του μεροκάματου, φοιτητριούλες που τις ξεφόρτωναν τα λεωφορεία από τη Μενεμένη και την Ηλιούπολη για vida loca στο κέντρο, τζάνκι που ξεπέζευαν ντάγκλα ένεκα της ώρας και άλλες επίλεκτες ψυχές. Μόλις έχω νέα θα σας τα μεταφέρω…