Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου
Ιδιαίτερα κατατοπιστικό το δελτίο τύπου της παράστασης, περιγράφει με σαφήνεια το θέμα της, δίνοντας ευκρινώς το πλαίσιο. Ένα επίκαιρο κοινωνικό θέμα που τελευταία- και για λόγους που θα απαιτούσαν μακροσκελή ανάλυση, τείνει να πάρει διαστάσεις ανεξέλεγκτες και αφορά στον σχολικό εκφοβισμό (με το κακόηχο όνομα «bulling» που τουλάχιστον η γράφουσα απεχθάνεται). Ένα θέμα που το παρόν έργο προσέγγισε με ενδιαφέρουσα οπτική από πλευράς γονιών και η παράσταση με καλλιτεχνική ευαισθησία, από μια ομάδα που αν μη τι άλλο, εμπνέει εμπιστοσύνη… Πρόκειται για «Το μικρό Πόνι» του Πάκο Μπεθέρα και σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Οικονόμου, που παρακολουθήσαμε από την ομάδα «ριSκο» στον χώρο Vis Motrix…
Η ιστορία μιλά για ένα δεκάχρονο αγόρι, τον Λουίσμι, που πηγαίνει στο σχολείο με μια σάκα «ιδιαίτερη» για αγόρι, καθώς απεικονίζει ήρωες της σειράς «Μικρό μου πόνι», τους οποίους το παιδί λατρεύει και συγκεκριμένα το «μωβ αλογάκι με το κέρατο»…. Παρότι το γεγονός προκαλεί χλευασμό εκ μέρους των συμμαθητών – που κάποτε φτάνει στην κακοποίηση, και παρότι ο διευθυντής ζητά από τους γονείς να αποχωριστεί ο Λουίσμι την επίμαχη σάκα, το αγόρι επιμένει… Στο μεταξύ οι γονείς, απομονωμένοι στον δικό τους κόσμο, είτε των εγωισμών είτε των κοινωνικών στερεότυπων, αδυνατούν να επικοινωνήσουν επί της ουσίας με το παιδί, αντιδρούν σπασμωδικά, ενώ το σχολείο εμφανώς αντιτίθεται σε οτιδήποτε αποκλίνει του «φυσιολογικού», χωρίς ωστόσο κανείς να είναι σε θέση να το ορίσει. Με συνέπεια το «διαφορετικό» παιδί ως θύμα μιας στρεβλής αντίληψης γονιών- θεσμών- κοινωνίας, να υφίσταται αναίτια τραγικές συνέπειες, που εδώ στο φινάλε μοιάζουν να «απαλύνονται» απροσδόκητα και ποιητικά, μέσα από μια χαραμάδα ελπίδας…
Το ενδιαφέρον κείμενο με την αξιοπρόσεκτη εμβάθυνση (+) του Πάκο Μπεθέρα, στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα στις ΗΠΑ το 2014 και με «πρωταγωνιστή» την εν λόγω τηλεοπτική σειρά, καταλήγοντας σε τραγωδία για το παιδί- θύμα. Εν προκειμένω ο συγγραφέας εστιάζει αυτονόητα στην πηγή του προβλήματος που αφορά αρχικά στο οικογενειακό περιβάλλον και εκτείνεται μοιραία στο σχολικό και ευρύτερα κοινωνικό. Σκιαγραφεί πολύ εύστοχα τη δυσλειτουργία που απορρέει από τους γονείς ως αναγνωρίσιμους χαρακτήρες, των οποίων ο εγκλωβισμός σε διαφορετικά- αντικρουόμενα στερεότυπα, καταλήγει σε αδυναμία ουσιαστικής επαφής, τόσο μεταξύ τους όσο και με το παιδί. Αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα, ο μεν πατέρας με εγωιστικό «τσαμπουκά» η δε μητέρα με φόβο και προκατάληψη, οδηγούν τα πράγματα σε αδιέξοδο και το αγόρι σε «ανυπαρξία», ενώ το σχολείο ως θεσμός ακολουθεί τον συνήθη βολικό δρόμο του «πάψε να διαφέρεις για να αποφύγουμε τους μπελάδες»… Μια συγγραφική προσέγγιση, που παρότι σε στιγμές καταφεύγει στα αυτονόητα, υπήρξε ευθύβολη, με ουσία και δραματουργικό ενδιαφέρον, επιλέγοντας την απουσία του παιδιού ως ένδειξη του «μιλάνε για μένα χωρίς εμένα», ενώ το φινάλε διακρίθηκε από έντονη ποιητική ευαισθησία, αγγίζοντας συναισθηματικά…

.
Όσον αφορά στη σκηνοθετική προσέγγιση από τον Βαγγέλη Οικονόμου, ήταν και εδώ εμφανές το διακριτό του στίγμα, χαρακτηρισμένο από ουσιαστική λιτότητα, ισορροπία, ευστοχία, με μικρές εμπνευσμένες καλλιτεχνικά πινελιές… Ανέδειξε τον ψυχισμό των ηρώων, το συναίσθημα, το αδιέξοδο, τις συγκρούσεις τους με αληθοφανή κορύφωση, οδηγώντας σε μια συγκινητική κατάληξη με λυρισμό και ποιητικότητα, που αποδόθηκαν όχι μόνο υποκριτικά αλλά και ως σκηνική αίσθηση με εικαστικές παρεμβάσεις… Όπου το εικαστικό κομμάτι συνέβαλε εμπνευσμένα με τον λιτό και εύστοχο συμβολισμό του στο «ζητούμενο» της παράστασης, καθώς στο φόντο του σκηνικού κυριαρχούσε- φωτισμένο σταθερά- το πορτραίτο του αγοριού, αλλάζοντας «φυσιογνωμικά» σύμφωνα με τις εξελίξεις… ώστε παρά την φυσική απουσία του, υπήρξε «παρόν» σε όλη τη διάρκεια ως αθέατος πρωταγωνιστής. Παράλληλα, προβαλλόμενες εικόνες από τα «μικρά πόνι» ή από πρόσωπα παιδιών-θυμάτων με εξαιρετική μουσική υπόκρουση, πλαισίωσαν ατμοσφαιρικά την ιστορία του μικρού Λουίσμι, που αποτυπώθηκε με πειστικό ρεαλισμό, ευαισθησία, αίσθηση μέτρου, σκηνικούς συμβολισμούς…
Το ζευγάρι των πρωταγωνιστών, σωστά καθοδηγούμενο, απόλυτα προσηλωμένο και με προσωπικές δεξιότητες ο καθένας, απέδωσαν με ακρίβεια τις ιδιαιτερότητες των χαρακτήρων, όπως ακριβώς απορρέουν από τη συγγραφή τους. Ο Χρήστος Παληογιάννης ως πατέρας Χάιμε, ισορρόπησε επιτυχημένα ανάμεσα στις εκρήξεις του ρόλου, τον απαιτούμενο δυναμισμό, την έντονη ενέργεια, σε συνδυασμό με τρυφερότητα, ενσυναίσθηση, ευαισθησία, σε μια πειστικότατη, ρεαλιστική ερμηνεία με συγκινητικές διακυμάνσεις. Η Έλενα Δαμίγου στο ρόλο της μητέρας Ιρένε, υπηρέτησε επίσης πολύ εύστοχα και δουλεμένα το πρότυπο μιας εγκλωβισμένης σε προκαταλήψεις, στερεοτυπικής και φοβισμένης μητέρας που κάποια στιγμή «απογυμνώνεται», αποτυπώνοντας τον ψυχισμό της με μια σχεδόν παγωμένη εκφραστικότητα και μηχανική κινησιολογία, μέχρι τη στιγμή που κάμπτεται κι αποκαλύπτει το βαθύ συναισθηματικό της πρόσωπο με αυθεντικότητα που αγγίζει…
Ειδική μνεία αξίζει στο εμπνευσμένο σκηνικό της παράστασης, όπου με λιτά μέσα αξιοποιημένα με φαντασία και αισθητική, αποδόθηκε το βαθύτερο νόημα του έργου με θαυμάσιο συμβολικό- εικαστικό τρόπο. Επίσης οι μουσικές επιλογές ως «γέφυρα» μεταξύ των σκηνών και ιδιαίτερα αυτή που συνόδευσε την προβολή, έδεσαν εξαιρετικά με την ατμόσφαιρα, τονισμένη επιπλέον κατάλληλα από μελετημένους φωτισμούς.
Κάποια μικρά σημεία που θα παρατηρούσαμε (–) αφορούν αρχικά στο κείμενο, το οποίο αν απέφευγε σε ορισμένες αποστροφές του τις κλισέ αυτονόητες αναφορές επί του θέματος, θα κέρδιζε σίγουρα πόντους, ενώ διακρίναμε μια ανομοιογένεια ύφους μεταξύ του ποιητικού φινάλε και όσων ρεαλιστικών προηγήθηκαν… Σκηνοθετικά, θεωρούμε ότι οι συχνές- σκοτεινές διακοπές για την αλλαγή σκηνών ελαφρώς κουράζουν, τεμαχίζοντας απανωτά την ενότητα και το συναίσθημα, και επίσης σε μια παράσταση με ιδιαίτερα φροντισμένο το εικαστικό κομμάτι, θα περιμέναμε οι προβολές των παιδικών προσώπων να είχαν κάπως φιλοτεχνηθεί καλλιτεχνικά … Τέλος, μας έλειψαν τα κοστούμια, τα οποία, παρά τις εκτεταμένες χρονικές αλλαγές του έργου, παρέμειναν μονότονα τα ίδια…
Καταλήγοντας (=) πρόκειται σαφώς για ένα επίκαιρο έργο που επιχειρεί βαθύτερη προσέγγιση επί της ουσίας, που προβληματίζει για το μείζον θέμα της διαφορετικότητας και των προκαταλήψεων, δοσμένο μέσα από μια παράσταση με ρεαλισμό, ευαισθησία και εμπνευσμένες καλλιτεχνικά στιγμές…
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
6,1 ΣΤΑ 10
Ε & ΑΥΤΟ:
.
VIS MOTRIX PERFORMANCE STUDIO
«ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΠΟΝΙ» του Πάκο Μπεθέρα.

Ένα έργο επίκαιρο, το οποίο αφορά στο σχολικό εκφοβισμό (bullying) -αυτήν τη σκληρή πραγματικότητα στην οποία παγιδεύονται όλο και περισσότερα παιδιά στις μέρες μας- που μας προβληματίζει σχετικά με την ελευθερία, το φόβο και τις προκαταλήψεις της κοινωνίας, και που μας αφορά όλους. Από την ομάδα ριSκο.
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Σάββατο στις 21.00 και Κυριακή στις 19.00. (έως 16 Δεκεμβρίου)
.
-k-
.

Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν από 20/9/2018 έως 20/05/2019 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 9α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2019 που θα πραγματοποιηθούν τέλη Μαίου 2019 – Πληροφορίες για τα 9α ΘΒΘ θα βρείτε ΕΔΩ – Facebook pages ΕΔΩ
.
Δείτε & αυτά:
-Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη ΤΩΡΑ ΕΔΩ
Φωτογραφικό υλικό