Εύπεπτο και τίποτα παραπάνω το «ΜΟΥ ΛΕΣ ΑΛΗΘΕΙΑ;». Είδαμε στο θέατρο Αριστοτέλειον και σχολιάζουμε +ΒΙΝΤΕΟ
Όλα τελικά είναι θέμα επιλογών και τρόπου ερμηνείας των εννοιών. Αν ας πούμε επιλέγει κανείς μια θεατρική έξοδο για να «περάσει καλά» και εννοεί να διασκεδάσει, να χαλαρώσει, να γελάσει, να ξεφύγει χωρίς περαιτέρω προβληματισμούς… εν προκειμένω έχει μια πολύ καλή επιλογή: την παράσταση «Μου λες αλήθεια;» του γάλλου συγγραφέα Florian Zeller σε σκηνοθεσία Σπύρου Παπαδόπουλου, που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Αριστοτέλειον. Μια κλασική κωμωδία καταστάσεων στα πρότυπα των γάλλων θεατρικών συγγραφέων με αρκετό γέλιο που προκύπτει από ένα απίθανο γαϊτανάκι ψεμάτων αλλά κυρίως από το γνήσιο κωμικό ταλέντο του «ενός» και εννοούμε τον Σπύρο Παπαδόπουλο στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Δεν θα χαρακτηρίζαμε πρωτότυπο το θέμα καθεαυτό του έργου, καθώς πραγματεύεται την «πολυδοξασμένη» απιστία. Η οποία στην προκειμένη περίπτωση… διασταυρώνεται χιαστί ανάμεσα σε δυο παντρεμένα ζευγάρια, όπου ο κεντρικός ήρωας απατά τη γυναίκα του με τη γυναίκα του κολλητού του και ο κολλητός τη δική του με τη γυναίκα του πρώτου… Ή μήπως όχι; Γιατί εδώ βρίσκεται η πρωτοτυπία της πρόσέγγισης ενός –κατά τα άλλα- τετριμμένου θέματος. Ότι όλη η πλοκή στηρίζεται σε μια αλυσιδωτή αντίδραση αληθοφανών ψεμάτων, σε βαθμό να χάνονται εντελώς τα όρια με την πραγματική αλήθεια, την οποία ΔΕΝ θα μάθουμε ποτέ! Το μόνο για το οποίο έχουμε «απτές» αποδείξεις επί σκηνής είναι η πρωταρχική απιστία… πέραν τούτου το χάος! Ένας λαβύρινθος που δεν θα οδηγήσει στην «έξοδο» ούτε καν στο φινάλε, αφήνοντάς μας με την απορία «Ποιος λέει τελικά την αλήθεια;».
Εμείς όμως από πλευράς θεατών, για να πούμε την… πάσα αλήθεια, το μεγάλο και καθοριστικό «συν» (+) της παράστασης ακούει στο όνομα του πρωταγωνιστή της, του Σπύρου Παπαδόπουλου.
– Δεδομένου ότι ο ρόλος σηκώνει το κύριο βάρος της παράστασης και μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται «κομμένος και ραμμένος» πάνω στον ηθοποιό, ωστόσο είναι εμφανέστατη η πολλή δουλειά που ο ίδιος κατέθεσε προκειμένου να τον φέρει στα μέτρα του. Ένας ρόλος – ποταμός με ακατάπαυστο λόγο, σχεδόν χωρίς ανάσα επί μιάμισυ ώρα, ενώ σε επίπεδο ερμηνείας πραγματικά… κέντησε! Έφερε την κωμικότητα στα δικά του οικεία μέτρα, στο οικείο χιούμορ με τις εύστοχες «ακαριαίες» ατάκες, τα αυθόρμητα ξεσπάσματα, τη χαριτωμένη «σύγχυση»…
Μας θύμισε έντονα τον χαρακτηριστικό Σπύρο των «Απαράδεκτων» με την κορυφαία «συμπυκνωμένη» ατάκα «ΤΙ έγινε ρε παιδιά;;;;», όπου συνυπήρχαν όπως και εδώ, η απορία, η έκπληξη, η αφέλεια, η αγανάκτηση, ο τσαμπουκάς… και εν προκειμένω μια έντεχνα καλυμμένη «λαμογιά», τόσο που να κάνει το άσπρο- μαύρο, τον ψεύτη- θύμα, τον απατημένο- θύτη, αποθεώνοντας τη λογική του παραλόγου! Και έχοντας δουλέψει με μαστοριά όλες τις λεπτές αποχρώσεις ενός ρόλου ιδιαίτερου μέσα στις αντιφάσεις του, παίζοντας με τις εκφράσεις και την χαρακτηριστική εκφορά ενός λόγου με χειμμαρώδεις ατάκες.
– Στα «συν» της παράστασης θα καταχωρίσουμε και τις υπόλοιπες ερμηνείες, με τη Βάνα Ραμπότα στο ρόλο της συζύγου του πρωταγωνιστή που υποδύθηκε με φυσικότητα, άνεση, αυτοκυριαρχία, όπως και τη νεαρή Νικολέτα Κοτσαηλίδου στο ρόλο της ερωμένης, λαμπερή, δυναμική και με αυτοπεποίθηση στη σκηνή – αμφότερες με εξαιρετική ορθοφωνία επιπλέον, κάτι στο οποίο δυστυχώς υστερεί ο Σ. Παπαδόπουλος- και εντελώς λιτός, μάλλον κουρασμένος και ελαφρά υποτονικός ο «κολλητός» Τάκης Παπαματθαίου. Ως πρακτικό σκηνοθετικό εύρημα, η παράσταση διέθετε και «διευθυντή σκηνής» που φρόντιζε βουβά και με… στυλ για τον συντονισμό και την αλλαγή των σκηνικών, στο πρόσωπο του Στέλιου Πέτσου.
– Μιλώντας για το ίδιο το έργο και ΟΧΙ την επιλογή του, θα πρέπει να του αναγνωρίσουμε κάποια θετικά στοιχεία. Παρότι καταπιάστηκε με ένα θέμα πολυφορεμένο χωρίς περαιτέρω προεκτάσεις ή εμβάθυνση, εντούτοις το διαχειρίστηκε με τρόπο έξυπνο και χαριτωμένο, καταφεύγοντας σε διανοητικά παιχνίδια- ακροβασίες με αντικείμενο το δίπολο «αλήθεια- ψέμα». Φέρνοντας σε συνεχή αντιπαράθεση τον… διάβολο με τον δικηγόρο του, εφευρίσκοντας αληθοφανή επιχειρήματα εκατέρωθεν, ανατρέποντας διαρκώς τα δεδομένα, αφήνοντας ανοιχτά υπονοούμενα κι ο θεατής να αναρωτιέται μέχρι τέλους «αυτό το… κέρατο τίνος είναι;» Στοιχεία που εγγυώνται κωμικότητα και θεατρικό ενδιαφέρον. Πέραν δε αυτής της πρώτης ανάγνωσης, σε δεύτερο επίπεδο προβάλλει ο ρόλος του ψέματος και η «απενοχοποίησή» του, καθώς συχνά-πυκνά ομορφαίνει τη ζωή των ανθρώπων σε αντίθεση με την αλήθεια που πάντα πληγώνει…
Ερχόμενοι στα αρνητικά (-) της παράστασης…
– Θα ξεκινήσουμε από τη σκηνοθεσία της με την καθοδήγηση του Σπύρου Παπαδόπουλου, την οποία βρήκαμε συμβατική, επίπεδη, χωρίς έμπνευση και βασικά διεκπεραιωτική. Περιορισμένη σε εισόδους- εξόδους και μετακινήσεις μεταξύ των επίπλων, με έλλειψη φαντασίας ή ατμόσφαιρας, δίνοντας την αίσθηση ότι ΟΛΗ η δράση, παρότι διαδραματιζόταν υποτίθεται σε διαφορετικούς χώρους, χρόνους και συνθήκες, εντούτοις ήταν σαν να συνέβαινε την ίδια στιγμή, στον ίδιο τόπο, με τον ίδιο τρόπο. Και με «φάουλ» σε λεπτομέρειες, όπως π.χ. η αφύσικα κρεμασμένη τσάντα του τέννις στον ώμο του Σπύρου, όση ώρα έπινε, άκουγε αποκαλύψεις, ξεσπούσε, αντιδρούσε, χειρονομούσε… η τσάντα εκεί- παρότι τον ενοχλούσε και δεν «σκέφτηκε» να την απιθώσει επιτέλους κάπου!
– Στην «ισοπέδωση» του πράγματος συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό η απουσία φωτισμών, χωρίς κάποια παιχνιδίσματα για την αλλαγή ατμόσφαιρας/ χώρου/ διάθεσης, αλλά και η απουσία μουσικής για τον ίδιο λόγο. Κανα-δυο φευγαλέα μοτίβα, ΔΕΝ τα θυμόμαστε καν… Θυμόμαστε όμως τα κομψά κοστούμια και το καλόγουστο, λειτουργικό σκηνικό με τα τροχήλατα έπιπλα, που ωστόσο δεν αξιοποιήθηκε ευρηματικά στη σκηνοθεσία.
– Και βέβαια η μεγαλύτερη ένσταση αφορά στην επιλογή του συγκεκριμένου «ελαφρού» έργου από έναν ηθοποιό αξιώσεων που έχει δώσει σπουδαία δείγματα, τόσο του αναμφισβήτητου ταλέντου του όσο και των ψαγμένων επιλογών του. Αναζητώντας έργα με βαθύτερο περιεχόμενο και ουσία, ικανά να διεγείρουν όχι απλά τα αντανακλαστικά του γέλιου, αλλά τη σκέψη και το συναίσθημα, όντας ο ίδιος ένας καλλιτέχνης αυθεντικός με όλη τη σημασία του όρου. Διότι η συγκεκριμένη εύπεπτη επιλογή, πέρα από στιγμές επιφανειακού γέλιου, δεν σου αφήνει κάτι παραπάνω για να πάρεις μαζί σου… Βγαίνεις από την αίθουσα και ξεχνάς ό,τι είδες. Όταν πλησιάσαμε να συγχαρούμε τον εξερχόμενο Σ. Παπαδόπουλο και του θέσαμε το ερώτημα, απάντησε ότι ήταν ο ρόλος που λειτούργησε ως πρόκληση γι αυτόν. Σεβαστό, αν και…
Εν κατακλείδι (=) δεν θα αρνηθούμε ότι γελάσαμε, διασκεδάσαμε, εκτιμήσαμε την ευρηματικότητα των ατέλειωτων ψεμάτων, αλλά κυρίως την υποκριτική δεινότητα του πρωταγωνιστή, με λίγα λόγια «περάσαμε (συμβατικά) καλά»… Μόνο που με τις δυνατότητες και το επίπεδο του συγκεκριμένου, θα μπορούσαμε σίγουρα να περάσουμε ΠΟΛΥ καλύτερα επί της ουσίας. Και με «δουλειά για το σπίτι»…
.
Βαθμολογία: 5,5/10
,
Φωτογραφικό υλικό