Γράφει ο Γιώργος Τοκμακίδης για την Κουλτουρόσουπα
Κλείνοντας πια το αφιέρωμα για τη σειρά ταινιών δυστοπικής επιστημονικής φαντασίας «Μαντ Μαξ» ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για τον λόγο του ίδιου του αφιερώματος! Αυτός δεν είναι άλλος από την καινούργια ταινία του Τζορτζ Μίλλερ με τίτλο: «Furiosa: A Mad Max Saga (2024). Η ταινία δημιούργησε ένα πλαίσιο απόψεων και λόγων γύρω από την κυκλοφορία της με αλλεπάλληλες αναγνώσεις και αναλύσεις λόγω της εισπρακτικής της δυσπραγίας. Εμείς, από μεριάς μας δε θα κινηθούμε σε αυτό τον «κοινωνικοσυμβολικό» άξονα.
Θα μιλήσουμε για αυτή την ταινία σαν ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, ένα κινηματογραφικό προϊόν.
Πάμε να δούμε τι συνέβη!!!
Υπόσχεση:
Ο Τζορτζ Μίλλερ ήδη από το 2015 και τη θριαμβευτική επιτυχία της ταινίας του με τίτλο: «Μαντ Μαξ: Ο δρόμος της Οργής» (Mad Max: FuryRoad, 2015) είχε δηλώσει σε συνεντεύξεις του τη μέθοδο και κατ’ επέκταση τη συνταγή που ακολούθησε. Αυτό που επιθυμούσε από την ταινία του τότε, ήταν να μείνει πιστός στη δράση και στο μοτίβο της καταδίωξης, δίχως να παρεκκλίνει από αυτό. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν εισάγει νέους χαρακτήρες ή νέες τοποθεσίες. Η διαφορά εντούτοις βρίσκεται στην προσέγγιση των νέων στοιχείων. Ακολουθεί μία πορεία αφήγησης αντίστοιχη ταινιών, όπως αυτή της σειράς του «Πολέμου των Άστρων». Ο συνονόματος του, Τζορτζ Λούκας, θεώρησε σα συμπαγές θέσφατο τον κόσμο που δημιούργησε, και εξήγησε όσα χρειάζονταν οι θεατές για να μη χάσουν τον δρόμο στην πλοκή της ταινίας. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο δομεί τη βασική αφήγηση της ταινίας του κατά το έτος 2015.
Αυτή η τακτική πιάνει στο κοινό, αλλά όχι στους συνεργάτες που καλούνται να μεταφέρουν το όραμα στην οθόνη. Ο Μίλλερ αποφασίζει να γράψει τις ιστορίες όλων των χαρακτήρων που εμφανίζονται στον «Δρόμο της Οργής», με άμεσο σκοπό να βοηθήσει τους διάφορους συντελεστές, όπως τους ηθοποιούς του και τους αντίστοιχους του ενδυματολογικού και σκηνικού τμήματος. Αυτά που έχει γράψει δεν φθάνουν στην οθόνη. Μετά από την καθολική επιτυχία της ταινίας του, ο Τζορτζ Μίλλερ έχει μία τρομερή ιδέα. Να φέρει τις ιστορίες που έγραψε, για να ενισχύσει τις προσπάθειες των συνεργατών του, στη μεγάλη οθόνη και να θέσει τα θεμέλια για μία νέα τριλογία.
Τα προβλήματα ωστόσο με την εταιρεία παραγωγής εμπόδισαν μία ομαλή και γρήγορη επιστροφή στο σετ. Χαίρομαι που δε ρωτάτε σε ποια εταιρεία αναφέρομαι. Μα, προφανώς στην «Warner Brothers», με την οποία οι διενέξεις είχαν μόλις ξεκινήσει! Ο Μίλλερ χρειάστηκε 9 χρόνια για να καταφέρει να φέρει την ταινία του στις αίθουσες μετά από τη δικαστική διαμάχη που είχε με την εταιρεία. Αυτή μεταξύ άλλων περιείχε χρηματικά ποσά που υποσχέθηκαν από την εταιρεία παραγωγής ως μπόνους, αλλά δε δόθηκαν ποτέ στη δημιουργική ομάδα που τα κέρδισε και τα διεκδίκησε.
Πλοκή:
Βρισκόμαστε 45 χρόνια μετά την πτώση του Δυτικού πολιτισμού. Όλος ο κόσμος έχει μετατραπεί σε μία άγονη και ερημική γη. Κάπου μέσα στην έρημο βρίσκεται μια όαση, ένας επίγειος πράσινος παράδεισος, στον οποίο έχουν βρει καταφύγιο οι άνθρωποι και έχουν οργανώσει την κοινότητα τους. Σε αυτή την πρωτόγονη μεν πολιτισμένη δε κοινωνία ζει ένα κορίτσι, η Φιουριόσα. Μία ημέρα, ορισμένοι ρακοσυλλέκτες θα βρουν το «πράσινο μέρος» και η Φιουριόσα θα αποφασίσει να τους εξουδετερώσει. Θα την πιάσουν αιχμάλωτη και θα την μεταφέρουν στην κατασκήνωση τους.Από το σημείο αυτό και μετά αρχίζει το ταξίδι της Φιουριόσα να επιστρέψει στο σπίτι της. Θα αναγκαστεί να γίνει μάρτυρας της απόλυτης βιαιότητας και παράνοιας της άγονης Γης. Θα υιοθετηθεί από έναν πολέμαρχο, θα πουληθεί σε έναν φύλαρχο και θα ζητήσει εκδίκηση για όλα αυτά που της στέρησαν, σε έναν κόσμο που δεν γνωρίζει τίποτα άλλο από την καταστροφή και τον πόνο.
Σκηνοθεσία:
Ο Τζορτζ Μίλλερ επιστρέφει στη θέση του σκηνοθέτη και δε θα μπορούσε να μην επιστρέψει δεδομένου ότι ο κόσμος του «Μαντ Μαξ» είναι αποκλειστικά δικός του. Προχωράει ωστόσο σε μία σειρά αλλαγών όσον αφορά τη δομή της ταινίας του. Η ιστορία του δεν καλύπτει μονάχα μία μεταφορά καυσίμου ή μία διαρκή δίωξη. Ο Μίλλερ προσδοκά να εξιστορήσει ολόκληρη την ιστορία του χαρακτήρα της Φιουριόσα από την απαγωγή της μέχρι και τα γεγονότα της προηγούμενης ταινίας. Άρα, καθίσταται σαφές ότι πρόκειται για ένα «prequel» της κυρίως ιστορίας. Αυτός είναι ο λόγος που διαχωρίζει την ταινία του σε κεφάλαια. Σαν επεισόδια λοιπόν ζωτικής σημασίας για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα της Φιουριόσα. Αυτό το αφηγηματικό διάβημα επιφέρει διαφορετικά αποτελέσματα όσον αφορά τον ρυθμό της ταινίας σε σχέση με τις προηγούμενες. Κάθε κεφάλαιο είναι ξεχωριστό, αλλά συνδέονται βάσει των χαρακτήρων, την ανάπτυξη και την δράση τους. Αντιμετωπίζονται με τρόπο που να φέρουν τα κυρίως δομικά μέρη, αρχή-μέση-τέλος, ακόμα και αν η αρχή βρίσκεται στη μέση της ταινίας και το τέλος δεν ολοκληρώνει την ιστορία.
Η ατμόσφαιρα που εισήχθη από τον δημιουργό διατηρείται και ενισχύεται. Ο Τζορτζ Μίλλερ ακολουθεί την ίδια κινηματογραφική φωτογραφική αισθητική. Η έρημος φέρνει απόχρωση έντονου και ζωντανού πορτοκαλί, ενώ από την αρχή έχουμε νυχτερινές σεκάνς με τις γαλάζιες πινελιές να κάνουν την εμφάνιση τους νωρίς στην ταινία. Η δράση είναι ο αντικειμενικός σκοπός και ο Μίλλερ φροντίζει να την εντάσσει σε κάθε κεφάλαιο του. Συγκεκριμένα, στο αντίστοιχο που θυμίζει τον «δρόμο της Οργής» κλείνει κάθε εξωτερικό ήχο και αφήνει τους κινητήρες των μηχανών να ακουστούν, ενώ εμπλουτίζει την δράση με εναέρια οχήματα. Επηρεάζεται έντονα από ταινίες της δεκαετίας του ’60, όπως το «Bullit» (1968) και το «French Connection» (1971) που διαθέτουν παρόμοιες σκηνές. Δε διστάζει να αφεθεί ελεύθερος σχετικά με την χρήση ψηφιακών εφέ. Αυτό, εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να αποδειχθεί ριψοκίνδυνο για την ταινία του, δεδομένου ότι στην προηγούμενη η χρήση τους ήταν περιορισμένη. Το αποτέλεσμα εντούτοις τους δικαιώνει όλους και καταφέρνει να δημιουργήσει εικόνες και σκηνές που εκπλήσσουν αμιγώς θετικά. Υπολογίζεται ότι τα ψηφιακά πλάνα που βρίσκονται εντός της ταινίας ανέρχονται στις 20.000 σε σχέση με τα 2.000 της προηγούμενης ταινίας.
Ο τόνος της ταινίας είναι πιο βαρύς από τις προηγούμενες. Βρισκόμαστε στην απόλυτη έκλειψη όσον αφορά την ηθική και την καλοσύνη. Αυτά χάθηκαν, όπως και το «πράσινο μέρος» δημιουργώντας το ασφυκτικό κλίμα μίας ανέλπιστης απόπειρας και μάταιης δοκιμής για αλλαγή. Η θεματική της ελπίδας και η έλλειψη αυτής αποτελεί κεντρικό σημείο και αναφέρεται εντός των πλαισίων της ταινίας. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ακολουθεί τα βήματα της δεύτερης ταινίας του «Πολέμου των άστρων» στην οποία η αυτοκρατορία παρουσιάζεται πιο δυνατή, πιο ισχυρή με τα σύννεφα της να καλύπτουν την πρωθύστερη «Νέα Ελπίδα». Ο καλλιτέχνης επιδιώκει να μετατρέψει σε απτή, οπτική εικόνα την απουσία της ελπίδας, με την έρημο να αποκτά πιο πορφυρές αποχρώσεις και τον ουρανό να είναι πιο γκρίζος. Σε μία μεγάλη σκηνή καταδίωξης, το «καμιόνι του πολέμου» αποκτά μέσα από την δράση μια υφασμάτινη σκούρα μαύρη ουρά που αποδεικνύει τον εξίσου σκοτεινό σκοπό του. Βέβαια, ο/η θεατής γνωρίζει τι θα ακολουθήσει στη συνέχεια με αποτέλεσμα να μην απελπίζεται για τον κόσμο και την τύχη των χαρακτήρων του.
Ερμηνείες:
Κανένας σχεδόν ηθοποιός δεν επιστρέφει σε αυτή την ταινία, αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν επιστρέφουν οι χαρακτήρες. Ως πρόδρομος της «Οργής», δίνεται η δυνατότητα να μάθουμε τους χαρακτήρες πριν γίνουν οι ήρωες που γνωρίσαμε.
Η πρωταγωνίστρια της ταινίας, όπως και της προηγούμενης, και της οποίας η ταινία φέρει ως τίτλο το όνομα της είναι η «Φιουριόσα». Ο χαρακτήρας αυτός αρχικά ερμηνεύτηκε από την Σαρλίζ Θερόν φέρνοντας έναν άξιο αναφοράς γυναικείο χαρακτήρα σε ταινία δράσης. Ο σκηνοθέτης αναλογίστηκε την προοπτική να επιστρέψει η ηθοποιός και με τη ψηφιακή μέθοδο «de-aging» να την μεταμορφώσουν σε μία νεότερη εκδοχή του χαρακτήρα. Η σκέψη αυτή γρήγορα απορρίφθηκε, καθώς η τεχνική αυτή ακόμη δεν έχει αποφέρει τα δέοντα αποτελέσματα. Αποφασίστηκε να βρεθεί νέα ηθοποιός για τον ρόλο. Ο Τζορτζ Μίλλερ βρέθηκε ανάμεσα στην Άνια Τέιλορ Τζόι και την Τζόντι Κόμερ. Βλέποντας την ΤέιλορΤζόι στο «Τελευταία Νύχτα στο Σόχο» (LastnightinSoho, 2021) πείστηκε ότι είχε βρει την πρωταγωνίστρια του.
Η ηθοποιός μοιράζεται τον ρόλο με την νεότερη της ηθοποιό Αλάιλα Μπράουν. Η τελευταία ερμηνεύει τον ρόλο κατά την περίοδο που η Φιουριόσα είναι ακόμα παιδί. Φέρνει την κατάλληλη ζωντάνια, που μεταφράζεται σε δυναμική οργή στον ρόλο, η οποία όμως περιορίζεται όσο περνάει χρόνο στην αιχμαλωσία. Δίνει ερμηνευτικά την σκυτάλη στη συνάδελφο και μεγαλύτερη της Τέιλορ Τζόι. Η μετάβαση είναι αρκετά ομαλή με την ηθοποιό να ακροβατεί ανάμεσα σε Μπράουν και Θερόν δίνοντας κάτι δικό της στην όλη επιχείρηση. Η ηθοποιός είναι εξαιρετικά όμορφη με τις γραμμές του προσώπου της να μη φέρουν κανένα απολύτως ψεγάδι. Αυτό της δίνει την κατάλληλη ευκαιρία να τσαλακωθεί άνευ προηγουμένου. Υποκρίνεται όλα τα αρνητικά συναισθήματα, μίσος, οργή, τρόμο σε ένα πλαίσιο δράσης και απαισιόδοξης περιπέτειας. Ο Μίλλερ της δίνει σε συγγραφικό επίπεδο και μία συναισθηματική άγκυρα πέρα από τον αντικειμενικό της σκοπό. Δίνει δηλαδή στον χαρακτήρα της Φιουριόσα ένα ερωτικό ειδύλλιο. Δε θυμίζει σε τίποτα αντίστοιχα ρομαντικά ζευγάρια σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας, αλλά μέσα από αυτό η ηθοποιός μπορεί να μαλακώσει. Η σύγκριση με την Σαρλίζ Θερόν, αν επιτυγχανόταν, θα ήταν άτυχης. Ίδιος χαρακτήρας, αλλά διαφορετικό χρονικό πλαίσιο.
Η ηθοποιός παθιάστηκε με το πρότζεκτ που κλήθηκε να υπηρετήσει και ξεπέρασε κάθε εμπόδιο με δική της δράση. Αρχικά, δεν είχε δίπλωμα οδήγησης, όπως η Τίνα Τέρνερ σε παλιότερη ταινία. Εκεί που στην ταινία «Απόδραση από το Βασίλειο του Κεραυνού» η παραγωγή έφτιαξε ένα αυτόματο όχημα, η Τέιλορ όχι μόνο πήρε δίπλωμα, αλλά μίσθωσε και επαγγελματία οδηγό για να την εκπαιδεύσει. Στη διάρκεια των γυρισμάτων επέμενε να κάνει η ίδια τις δύσκολες και επικίνδυνες σκηνές. Δεν έλλειψε να προτείνει στην παραγωγή να κόψει τα μακριά της μαλλιά για να θυμίζει την εκδοχή της Θερόν. Ο Τζορτζ Μίλλερ μαζί με το ενδυματολογικό τμήμα αρνήθηκαν την πρόταση, καθώς η τελική της εικόνα είχε κάτι από τα άγρια χαρακτηριστικά του Μαντ Μαξ του Μελ Γκίμπσον. Τα μαλλιά της κόβονται, αλλά στο τέλος της ταινίας.
Συμπρωταγωνιστής της είναι ο Αυστραλός ηθοποιός και γνωστός από το υπερηρωικό είδος, Κρις Χέμσγουορθ. Ο ηθοποιός ενσαρκώνει τον παρανοϊκό, αλλά χαρισματικό «Δρ. Ντεμέντους». Υπήρχε αμοιβαίος σεβασμός και από τις δύο πλευρές. Ο Μίλλερ είχε διακρίνει το χάρισμα του ηθοποιού, και ο Κρις Χέμσγουορθ θεωρούσε τιμή να λάβει μέρος σε μία ταινία του δημιουργού. Οι αυστραλοί έχουν σε διαφορετικό βάθρο το σύμπαν του «Μαντ Μαξ», καθώς αποτελεί τη δική τους έκφανση μυθολογίας. Η ταινία έχει αρκετούς ανταγωνιστές στον βαθμό που θα έλεγε κανείς ότι η ταινία δε διαθέτει καθόλου ήρωες, μόνο ανταγωνιστές που αντιμάχονται για το ποιος θα επιβληθεί και θα κυριαρχήσει. Μεγαλύτερο κινηματογραφικό χώρο καταλαμβάνει ο Χέμσγουορθ και έχει πολύ καλό λόγο. Ο ηθοποιός δοκιμάζει να κάνει κάτι διαφορετικό από το συνηθισμένο. Αλλάζει τη φωνή του, δίνοντας μία ηχητική αστάθεια στην χροιά του, εμπνευσμένη από τον τρόπο ομιλίας του παππού του και των ηλικιωμένων αυστραλών. Συμπεριφέρεται σε άρρηκτη συμφωνία με τον σκηνοθέτη του περισσότερο σαν πειρατής, παρά σαν ανταγωνιστής από γουέστερν που έχει συνηθίσει το κοινό. Ο Χέμσγουορθ πρωταγωνιστεί σε πολλές σκηνές στις οποίες καλείται να αγορεύσει στο απολίτιστο κοινό του. Ο ηθοποιός δήλωσε ότι παρακολούθησε πολλές ομιλίες δικτατόρων που φανάτιζαν το κοινό τους, για να λάβει έμπνευση. Η γυναίκα του ηθοποιού εν τω μεταξύ εμφανίζεται για ένα μικρό χρονικό διάστημα στην αρχή της ταινίας, αλλά οι χαρακτήρες τους δε συναντιούνται ποτέ.
Το καστ συμπληρώνει ο νέος ηθοποιός ΤόμΜπουρκ στον ρόλο του «Πραιτοριανού Τζακ». Ο Τζορτζ Μίλλερ γνωρίζει ότι το κοινό του θα αναζητήσει τον χαρακτήρα του Μαξ μέσα στην ταινία. Δεν τον εντάσσει σε αυτή του την ιστορία, αλλά κοιτάζει να δημιουργήσει έναν νέο χαρακτήρα που να φέρει τα χαρακτηριστικά του. Ο ήρωας που μεταφέρει στην οθόνη ο Μπουρκ είναι ακριβώς αυτό, ένας χαρακτήρας σαν τον Μαξ, αλλά διαφορετικός, όχι πολύ, αλλά οι δύο τους είναι διακριτοί. Ο ηθοποιός ακολουθεί αυτό που έφερε ο Γκίμπσον παλιότερα και ο Χάρντι πρόσφατα, δε μιλάει πολύ και διατηρεί την ψυχραιμία του όταν τα πράγματα στραβώσουν καταμεσής των λεωφόρων της άγονης Γης. Ο Μπουρκ αναλογίστηκε ότι μία σκηνή εκπαίδευσης της Φιουριόσα από τον χαρακτήρα του θα ήταν περιττή και συμβούλεψε τον σκηνοθέτη να είναι πιο λακωνικός και φειδωλός όσον αφορά τη μεταφορά αυτού του κομματιού στην ταινία. Ευχαρίστησε τον Μίλλερ για τον ρόλο του, καθώς όπως δήλωσε, δεν του δίνουν συχνά ηρωικούς ρόλους.
Τεχνικό μέρος:
Για άλλη μία φορά, όλη η ομάδα που συνεργάστηκε και πέτυχε στην προηγούμενη ταινία, βρέθηκε ξανά στο σετ για να επαναλάβει τη συνταγή της επιτυχίας.
Η φωτογραφία της ερήμου του Τζον Σιλ, όπως και τα γυρίσματα στην Αυστραλία επιστρέφουν και συναρπάζουν. Ο κινηματογραφιστής δε θα συνταξιοδοτηθεί ποτέ! Το μοντάζ της Σίξελ δεν είναι τόσο γρήγορο και δυναμικό και υπάρχει λόγος για αυτό. Διαθέτει αρκετά στοιχεία από αυτό που πρωτοείδαμε στην προηγούμενη ταινία, αλλά λόγω του χωρισμού της ταινίας σε ενότητες σκηνών ανάπτυξης των χαρακτήρων, κρατιέται πίσω και δεν πρωταγωνιστεί. Τα πρακτικά και ψηφιακά εφέ για πολλοστή φορά βοηθούν το ένα το άλλο. Σε αυτή την ταινία τα ψηφιακά υπερτερούν, αλλά η παραγωγή προβαίνει στην κατασκευή νέων οχημάτων και σετ. Το μηχανοκίνητο άρμα του Ντεμέντους ή το φορτηγό της Φιουριόσα είναι από τις ενδιαφέρουσες προσθήκες που εμπλουτίζουν τον τομέα των οχημάτων. Στα ψηφιακά εφέ χρεώνονται τα πλήθη που ακολουθούν τους διάφορους πολέμαρχους, αλλά και οι νέες τοποθεσίες. Θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο το σκηνικό τμήμα να επωμιστεί εξολοκλήρου αυτό το έργο, με αποτέλεσμα το ψηφιακό μέσο να βοηθάει να «χτιστούν» περιοχές όπως η «Βενζινούπολη» και η «Φάμπρικα των σφαιρών». Σε αυτό το σημείο, αξίζει να σημειωθεί ότι η ταινία φέρει και πραγματικούς κομπάρσους και κασκαντέρ, οι οποίοι πέρα από επαγγελματίες, ορισμένοι από αυτούς ήταν και πρώην κατάδικοι.Ο Τομ Χόλκενμποργκ ή αλλιώς «Junky XL» επιστέφει στη σύνθεση του θέματος της ταινίας. Ο ήχος είναι επιβλητικός προερχόμενος από βαρβαρικά κρουστά και τραχύς μέσα από αλλοιωμένα έγχορδα. Με αυτό τον τρόπο μεταφέρεται ακριβώς αυτή η ατμόσφαιρα της απαισιοδοξίας που θέλει ο δημιουργός, σε συνεννόηση πάντα με τον σκηνοθέτη.
Αποτίμηση:
Η ταινία απέσπασε θετικές κριτικές από το σύνολο των κριτικών, κάτι που δε συνηθίζεται στην προσφάτως σύγχρονη εποχή. Αν οι εμπορικές ταινίες δεν πληρούν ορισμένες προεπιλεγμένες προϋποθέσεις και δεν εξυπηρετούν μία μοντέρνα κοινωνικής φύσεως ατζέντα δεν απολαμβάνουν υψηλές βαθμολογίες. Αυτή η ταινία, σαν εξαίρεση στον κανόνα ή σαν γενναίο βήμα απομάκρυνσης από αυτή την παρακμιακή προσέγγιση έρχεται για να πετύχει ακολουθώντας το όραμα του δημιουργού της. Ο κόσμος όμως δεν την τίμησε, όπως αρμόζει σε μία ταινία αυτού του βεληνεκούς και μεγέθους. Οι λόγοι δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν και κινούνται ολίγον τι στο φάσμα της εικασίας. Το ρεύμα που δημιούργησε ο «Δρόμος της Οργής» ίσως να πέρασε. Το γεγονός ότι ήταν ταινία του κόσμου του «Μαντ Μαξ» χωρίς τον Μαξ ίσως ξανά να μην ενθουσίασε τους οπαδούς. Η διάρκεια ίσως πάλι να θεωρήθηκε απαγορευτική για ορισμένους. Το τελευταίο ενδεχομένως να βρίσκει αρκετούς υποστηρικτές, η ταινία θα μπορούσε να είναι πιο σύντομη και να κυκλοφορήσει έπειτα με κομμένες σκηνές. Το θέμα είναι ότι ο κόσμος γύρισε την πλάτη αδίκως στον Τζορτζ Μίλλερ και την ομάδα του. Αυτό δεν έρχεται δίχως συνέπεια. Το σχέδιο του Μίλλερ για τριλογία ίσως να μην επιτευχθεί, αν και όλοι το απευχόμαστε και αναμένουμε τη νέα ταινία με ανυπομονησία και στον μισό χρόνο από αυτό που χρειάστηκε για να λάβουμε την «Φιουριόσα».
Θα έβαζα με ταπεινότητα όπως πάντα ένα 8,1/10 για την κλίμακα αυτής της ταινίας.
Furiosa: A Mad Max Saga, 2024 εγχρ. Διάρκεια: 2 ώρες και 20 λεπτά Είδος: Επιστημονική φαντασία/περιπέτεια Σκηνοθεσία: Τζορτζ Μίλλερ Πρωταγωνιστές: Άνια Τέιλορ Τζόι, Αλάιλα Μπράουν, Κρις Χέμσγουορθ, Τομ Μπουρκ