Πέρα απ’ αυτό που βλέπεις (Κάθε Τρίτη).
Η Φιλιώ και η Κατερίνα πάνε θέατρο (Kάθε δεύτερη Παρασκευή).
.
Το ζέσταμα
Κάθε φορά που μπαίνω σε μια αίθουσα θεάτρου, παρατηρώ τα σκηνικά. Είναι το πρώτο στοιχείο που κεντρίζει την προσοχή μου και μονοπωλεί τη σκέψη μου για αρκετή ώρα μέχρι να αρχίσει η παράσταση. Είναι η λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά. Ένα καλό σκηνικό προϊδεάζει για αυτό που θα ακολουθήσει. Ζεσταίνει το θεατή και δημιουργεί εκ των προτέρων εικόνες για αυτά που θα δει. Κι οι εικόνες αυτές δεν είναι άλλες από τις σκέψεις που κάνει. Κι οι σκέψεις αυτές δεν είναι άλλες από τις ανταποκρίσεις στα ερεθίσματα που έχει ήδη δεχθεί.
Κι οι δικές μου εικόνες ήταν πολλές και πλούσιες με το που μπήκα στην αίθουσα του θεάτρου Αμαλία και είδα το λιτό αλλά ομιλητικό σκηνικό. Στεκόταν εκεί με μια ιδιαίτερη δύναμη. Με πήγαινε κατευθείαν στο θέμα. ‘Ο γάμος’ ήταν ο τίτλος της παράστασης. Κι η αναφορά στο γάμο γινόταν αμέσως με τα λουλούδια, το πέπλο, τα στέφανα, το σεντούκι με το νυφικό και την άδεια καρέκλα στο κέντρο της σκηνής. Αυτή η άδεια καρέκλα που τόσο αγαπώ από τα σεμινάρια που συντονίζω εδώ και δεκαετίες, σκέφτηκα. Αυτή η άδεια καρέκλα που χρησιμοποιώ στις ομιλίες μου για να συμβολίσω πρόσωπα ή κομμάτια του εαυτού μας. Αυτή η άδεια καρέκλα που είναι η καρέκλα του αφηγητή.

Φανταζόμουν λοιπόν να δω την πρωταγωνίστρια να κάθεται σε αυτήν την καρέκλα, την καρέκλα του αφηγητή, και να μας εξιστορεί τη δική της ιστορία. Έτσι και έγινε.
Η δράση
Από τα πρώτα λεπτά της δράσης ένιωσα μια τεράστια επιθυμία να ακούσω αυτήν τη γυναίκα. Ήθελα πολύ να μάθω πού θα μας πήγαινε μέσα από την αφήγηση της ιστορίας της. Ξεκίνησε από τα παιδικά της χρόνια και με έναν εξαιρετικά περιγραφικό τρόπο περπάτησα μαζί της, σχεδόν κρατώντας της νοερά το χέρι, σε όλους τους σημαντικούς σταθμούς της ζωής της. Έναν προς έναν. Με ευλάβεια και σεβασμό στα γεγονότα που ξεδίπλωνε μπροστά μας. Με ενσυναίσθηση για αυτά που είχε περάσει. Με αγωνία για αυτά που θα ακολουθούσαν μετά.
Η σκηνή που ξεχώρισα ήταν η σκηνή της παραμονής του γάμου της κατά την οποία η Λενάκι ήρθε αντιμέτωπη με την καταστροφική οργή του αλκοολικού πατέρα της και το ξέσπασμά του. Λες και περίμενε αυτή τη βραδιά για να βγάλει από μέσα του όλα όσα είχε καλά κρυμμένα στο μυαλό και την καρδιά του. Ούτε που λογάριασε τα όνειρα της έφηβης κόρης του. Ούτε που τον ένοιαξε αν θα έκανε κομμάτια την καρδιά της. Αρκεί να ικανοποιούσε τη δική του επιθυμία. Αρκεί να ξέσπαγε πάνω της. Αρκεί να έπαιρνε αυτό που ήθελε. Κι εκείνη είχε μάθει να ζει έτσι από παιδί. Στη σκιά, στο περιθώριο, στην αφάνεια. Και κυρίως στη βία. Στη βία που παραμόνευε σαν τέρας να της επιτεθεί, να την αιφνιδιάσει. Στη βία που κουρέλιαζε κάθε όμορφο που συναντούσε μπροστά της. Ακόμα κι αν αυτό ήταν τα ίδια τα προικιά της.
Η σκηνή που με προβλημάτισε ήταν η σκηνή στην οποία η πρωταγωνίστρια ήταν έτοιμη να αφήσει το μυστήριο του γάμου της προκειμένου να βοηθήσει τον πατέρα της που δυσκολευόταν να σταθεί αντάξιος μιας τόσο ιερής στιγμής της ζωής της κόρης του. Ακόμα κι εκείνη τη στιγμή έπρεπε να κάνει κάτι για να της το χαλάσει. Ακόμα κι εκείνη τη στιγμή επέλεγε να τον σκέφτεται αντί να σκέφτεται μόνο τον εαυτό της. Ακόμα κι εκείνη τη στιγμή διεκδικούσε την προσοχή της. Ακόμα κι εκείνη τη στιγμή κοίταζε προς τα πίσω στην οικογένεια καταγωγής της αντί να κοιτάζει προς τα μπροστά στην οικογένεια που θα δημιουργούσε. Κι είναι αρκετοί αυτοί που λειτουργούν έτσι, σκεφτόμουν. Είναι αρκετοί αυτοί που παραμένουν καθηλωμένοι στο παρελθόν κι ας τους έχει πονέσει. Κι ας είναι το παρελθόν μια δεξαμενή αρνητικών συναισθημάτων και βιωμάτων. Λες και όσο πιο πολύ τους πονά το παρελθόν, τόσο περισσότερο δεμένοι μένουν μαζί του.
.jpg)
Η ατάκα που θα θυμάμαι ήταν η εξής: ‘Ίσα τα έκανε η μάνα στη ζωή της, ίσα θα τα διδάξει στην κόρη της. Στραβά τα έκανε, στραβά θα τα διδάξει’. Πόσο μεγάλη αλήθεια. Η μητέρα αποτελεί έτσι κι αλλιώς το πρότυπο για την κόρη. Αυτή θα μάθει στην κόρη της τι σημαίνει να είναι γυναίκα. Αν είναι κάτι όμορφο, κάτι ασφαλές, κάτι ενδιαφέρον. Αυτή θα μάθει στην κόρη της τι σημαίνει να επενδύει στη σχέση με έναν άντρα. Αν είναι κάτι ωφέλιμο, κάτι όμορφο, κάτι ασφαλές, κάτι ενδιαφέρον. Αυτή τέλος θα μάθει στην κόρη της τι σημαίνει να ανέχεται, να προσπαθεί, να συνεχίζει. Και στην περίπτωση της πρωταγωνίστριας δεν υπήρχε κανείς να της διδάξει πώς να είναι γυναίκα. Έπρεπε μόνη της να το ανακαλύψει. Ούτε η μεγάλη της αδελφή τη βοήθησε σε αυτό. Όφειλε μόνη της να το ανακαλύψει. Ούτε καν η πεθερά της δεν την υποστήριξε παίρνοντας την από το χέρι και εξηγώντας της δυο πράγματα. Χρειαζόταν μόνη της να τα μάθει. Και τότε έφερα στο μυαλό μου άπειρες γυναίκες που είχαν ή έχουν ακόμη τη μοίρα αυτής της γυναίκας. Γυναίκες που έμειναν ορφανές από μητέρα σε μικρή ηλικία. Γυναίκες που μεγάλωσαν με μητέρες οι οποίες ήταν μη διαθέσιμες συναισθηματικά. Γυναίκες που μεγάλωσαν μόνες κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Είναι τεράστιος ο θαυμασμός που νιώθω για όλες αυτές τις γυναίκες. Τις γυναίκες που αναγκάστηκαν να πατήσουν στα πόδια τους από νωρίς, από πολύ νωρίς χωρίς να έχουν να στηριχτούν κάπου. Τις γυναίκες που αναγκάστηκαν να προχωρήσουν με τις δικές τους δυνάμεις από νωρίς, από πολύ νωρίς χωρίς να έχουν να ακουμπήσουν σε κάποιον. Τις γυναίκες που δέχθηκαν βία χωρίς να φταίνε. Άλλωστε ποτέ δεν φταίει μια γυναίκα για τη βία που δέχεται από έναν άλλο άνθρωπο, είτε αυτός είναι άντρας είτε γυναίκα.
Ο ρόλος που με συγκίνησε ήταν ασφαλώς ο ρόλος της πρωταγωνίστριας που υπήρχε στη σκηνή από την αρχή ως το τέλος αυτού του μονολόγου. Αν όμως χώριζα αυτό το ρόλο σε διαφορετικούς μικρότερους ρόλους αναλόγως των χρονικών περιόδων της ζωής της έτσι όπως τις περιέγραφε στην ιστορία που μας έλεγε, τότε θα έμενα στο ρόλο της μητέρας που οπλίστηκε με δύναμη για να μεγαλώσει τα ανάπηρα παιδιά της σε μια εποχή που δεν ήταν καθόλου φιλική προς την αναπηρία και τη διαφορετικότητα. Όχι ότι τώρα έχουν αλλάξει δραματικά τα δεδομένα αλλά σίγουρα γνωρίζουμε περισσότερα και θέλω να πιστεύω πως προσπαθούμε περισσότερο. Η Λενάκι έδινε έναν καθημερινό αγώνα με τον άντρα της, που ήταν πατέρας των παιδιών της, την πεθερά της, την κοινωνία αλλά και τον ίδιο τον εαυτό της. Κι ήταν τότε που ένιωθε πιο μόνη από ποτέ. Ίσως τα πράγματα να ήταν πολύ διαφορετικά αν δεν είχε παντρευτεί αυτόν τον άντρα, το Νικόλα Καφαντάρη που έμελλε να είναι ο άντρας που θα σφράγιζε τη ζωή της. Ίσως τα πράγματα να ήταν πολύ διαφορετικά αν δεν είχε παντρευτεί αυτόν τον άντρα ή οποιονδήποτε άλλον άντρα. Ίσως τότε θα ένιωθε λιγότερο μόνη. Κι όσο σκεφτόμουν τι θα είχε απογίνει αν δεν είχε παντρευτεί, θυμόμουν τα λόγια του Άντον Τσέχωφ: ‘Αν φοβάσαι τη μοναξιά, τότε μην παντρεύεσαι’.
.jpg)
Το κλείσιμο
Με το που ολοκληρώθηκε ο μονόλογος επί σκηνής, ακούστηκε το ζεστό και ειλικρινές χειροκρότημα όλων μας. Όλων ημών που είχαμε ταξιδέψει στις δικές μας ιστορίες ζωής. Όλων ημών που είχαμε θυμηθεί τους δικούς μας γάμους. Όλων ημών που επιθυμούμε να καθίσουμε σε μια άδεια καρέκλα και να βιώσουμε κι εμείς την κάθαρση της αφήγησης της προσωπικής ιστορίας.
Η Άννα Βαγενά, η πρωταγωνίστρια, ανέφερε πως είχαν μεσολαβήσει σχεδόν δέκα χρόνια από τότε που είχε ανεβάσει αυτόν το μονόλογο σε θεατρική σκηνή. Μια δεκαετία ολόκληρη στην οποία σίγουρα εξελίχθηκε σε όλα τα επίπεδα. Μια δεκαετία ολόκληρη στην οποία χωρίς αμφιβολία εξελιχθήκαμε κι όλοι εμείς. Μετακινηθήκαμε με άλλα λόγια γιατί αυτό είναι αναπόφευκτο στη ζωή. Είπε και κάτι ακόμα. Πως η ιστορία που ακούσαμε ήταν μια αληθινή ιστορία. Η Λενάκι ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο στη Θεσσαλία. Κάθε φορά που ακούω πως ένα έργο, είτε κινηματογραφικό είτε θεατρικό, απεικονίζει μια αληθινή ιστορία, συγκινούμαι. Και μετά τη συγκίνηση έρχεται ο θαυμασμός. Ο θαυμασμός στο βίωμα και στη μεταφορά του στο κοινό.
Η αίσθηση με την οποία έμεινα ήταν ακριβώς αυτή η συγκίνηση και ο θαυμασμός. Συγκίνηση για όλα όσα πέρασε αυτή η γυναίκα. Θαυμασμός για τις αντοχές που επέδειξε παρά τα όσα έζησε. Τελικά είναι παντού γύρω μας μία Λενάκι.