.
Μια ξεχωριστή και ιδιαίτερη μουσική εμπειρία είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν την Παραμονή των Χριστουγέννων οι τηλεθεατές της ΕΡΤ3. Το βράδυ της 24ης Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε η Α’ πανελλήνια μετάδοση του μουσικού δρώμενου «Η Μουσική της Ροτόντας» του συνθέτη Δημήτρη Μαραμή μετά από ανάθεση, παραγωγή και διοργάνωση του Κέντρου Πολιτισμού της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.
«Η Μουσική της Ροτόντας» παρουσιάστηκε ζωντανά τέσσερις φορές μέσα στο μνημείο, παρουσία κοινού, με απόλυτη επιτυχία και θερμή υποδοχή από το κοινό, γι’ αυτό και το Κέντρο Πολιτισμού αποφάσισε, μέσα σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία που ζούμε, να μαγνητοσκοπήσει το δρώμενο και να δώσει τη δυνατότητα να το παρακολουθήσουν τηλεοπτικά όσοι δεν είχαν τη δυνατότητα να το δουν από κοντά. Στο έργο συμμετείχαν 16 φωνές της Μικτής Χορωδίας Θεσσαλονίκης (σε διδασκαλία: Μ. Κωνσταντινίδου), ένα κουαρτέτο εγχόρδων (βιολί: Κ. Παυλάκος, βιόλα: Δ. Φωτιάδης, τσέλο: Μ. Ταλακούδη, κοντραμπάσο: Μ. Σαπουντζής) καθώς και η καταξιωμένη, διεθνούς φήμης σοπράνο Μυρτώ Παπαθανασίου, η οποία εκτέλεσε σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση την Aria Vocalise που συνέθεσε ο δημιουργός ειδικά για το συγκεκριμένο δρώμενο. Στη διεύθυνση βρισκόταν ο ίδιος ο συνθέτης. Μέσα στις αντίξοες συνθήκες που προκάλεσε η πανδημία και η επιβολή των νέων περιοριστικών μέτρων, το έργο κατάφερε και μαγνητοσκοπήθηκε και το αποτέλεσμα που είδαμε μας συνεπήρε για σχεδόν μια ώρα.

Το δρώμενο ξεκινά με το κουαρτέτο εγχόρδων σε μια ελεγειακή μελωδία και με πλάνα από drone της Ροτόντας και της θέσης της στην πόλη. Αυτό το μνημείο του 4ου αιώνα, το οποίο χρησιμοποίησαν κυρίως ως τόπο λατρείας τρεις αυτοκρατορίες, η Ρωμαϊκή, η Βυζαντινή και η Οθωμανική, δεσπόζει στο κέντρο της πόλης και μέσα από τις λήψεις του Στέφανου Ματσουκαλίδη, μπορούμε να αντιληφθούμε τη σημαντικότητα της θέσης του. Η μουσική αρχίζει και ντύνει τη Ροτόντα ενώ το εσωτερικό της γεμίζει από τις αρμονίες, που νομίζεις ότι παράγονται από το ίδιο το κτήριο. Η γαλήνη της αρχής δίνουν τη θέση τους στη δραματική ένταση, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του ακροατή. Στα χορωδιακά κομμάτια, οι 16 φωνές της Μικτής Χορωδίας Θεσσαλονίκης ενώνουν τις φωνές τους και μας οδηγούν σε μία υποβλητική κι έντονα αισθηματική σύνθεση μέσα σε ένα μεγαλειώδες σκηνικό. Οι χορωδοί ήταν τοποθετημένοι κάτω από τις κόγχες, κάτι που βοηθά στην αντίληψη του ήχου από κάθε σημείο του κτίσματος. Πλέον μέσα από τις παύσεις, τις σιωπές και τις φωνές αντιλαμβάνεσαι μια αμφίδρομη αλληλεπίδραση μεταξύ μουσικής και μνημείου. Χωρίς καμία μικροφωνική ενίσχυση κάθε ήχος ακούγεται μεγαλύτερος τόσο σε ένταση όσο και σε διάρκεια.

Στη συνέχεια παρακολουθούμε το 16μελές φωνητικό σύνολο να ερμηνεύει τραγούδια του συνθέτη, δύο σε ποίηση του Θεσσαλονικιού Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου και δύο σε ποίηση του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα και απόδοση στα ελληνικά του Σωτήρη Τριβιζά, τα οποία προσάρμοσε ο ίδιος ο συνθέτης για να ενσωματωθούν στη « Μουσική της Ροτόντας». Καθ’ όλη τη διάρκεια της ερμηνείας των τραγουδιών, υπό τη σκηνοθετική επιμέλεια του Θανάση Κολαλά, οι χορωδοί βρίσκονται σε κίνηση, σχηματίζοντας κύκλους κάτω από το θόλο, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο περισσότερη ζωντάνια αλλά και βοηθώντας τον θεατή να αντιληφθεί καλύτερα το χώρο και τη μουσική. Το δρώμενο έκλεισε με ένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια, τη «Νεράιδα». Στο τέλος παρακολουθήσαμε να σβήνουν τα φώτα, να αποχωρεί η χορωδία και το μνημείο να αδειάζει, νύχτα πλέον, και να δεσπόζει εμβληματικό στη θέση του στο Γαλεριανό συγκρότημα.
Κορυφαία στιγμή του μουσικού αυτού έργου ήταν η εκτέλεση της Aria Vocalise, ένα κομμάτι μεγάλων φωνητικών απαιτήσεων, που συνέθεσε ειδικά γι’ αυτήν την περίπτωση ο Δημήτρης Μαραμής και εκτέλεσε μοναδικά η διεθνούς φήμης σοπράνο Μυρτώ Παπαθανασίου. Μια δραματική άρια, ένας θρήνος, εξαιρετικά ερμηνευμένος από την καταξιωμένη υψίφωνο, η οποία τον ανέδειξε μέσα από τις φωνητικές και υποκριτικές της ικανότητες. Καθώς εκτελούσε την άρια την είδαμε να εισέρχεται από τον αύλειο χώρο του μνημείου προς το εσωτερικό της Ροτόντας, μπαίνοντας και συμμετέχοντας κι αυτή σε αυτό το παιχνίδι ήχων. Ήταν σα να παρακολουθούσαμε μια δραματική ιστορία που διαδραματιζόταν μεταξύ του συνθέτη και της υψιφώνου, κατά την οποία ο συνθέτης συνδεόταν άμεσα μαζί της και καθοδηγούσε τη φωνή της. Έντονα συναισθήματα και βαθιά συγκίνηση άγγιζαν τον ακροατή.

Η σκηνοθεσία και τα φώτα (Θ. Κολαλάς), οι λήψεις και το μοντάζ (Στ. Φουρκιώτης) ολοκλήρωσαν τη «Μουσική της Ροτόντας» και ανέδειξαν τηλεοπτικά, όσο γινόταν, τόσο το ίδιο το μνημείο όσο και τη σύνθεση. Οι λήψεις εξωτερικά και πέριξ του κτηρίου της Ροτόντας προέβαλαν την τοποθεσία του μνημείου και την ομορφιά του κατά τις απογευματινές και βραδινές ώρες. Τα φώτα στο εσωτερικό του μνημείου αναδείκνυαν σχεδόν όλα τα κύρια σημεία του κτίσματος, τις κόγχες, και τους πεσούς, τα ψηφιδωτά και το μεγαλοπρεπή τρούλο. Πλάνα μοναδικά που προσπαθούσαν να μεταφέρουν στον θεατή την αίσθηση που υπάρχει μέσα στη Ροτόντα, γιγάντιες σκιές πρόβαλαν στους τοίχους, πλάνα από το εξωτερικό να δείχνουν το εσωτερικό του κτηρίου και να φαίνονται μικροσκοπικοί οι άνθρωποι μέσα στο ογκώδες μνημείο. Ήχος (Κ. Πραβίτας) και εικόνα ενώθηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν ώστε ο θεατής να απολαύσει αυτή τη μαγική εμπειρία, έστω και τηλεοπτικά.

Παρακολουθώντας τη Ροτόντα ο θεατής συμμετέχει σ’ ένα παιχνίδι ήχων και σιωπών. Παρακολούθησε μια αρμονική αντιπαλότητα των ήχων να γιγαντώνονται, χάρη στο μέγεθος του θόλου και ολόκληρου του μνημείου, και να εκπνέουν στις παύσεις μετατρέποντας το μειονέκτημα της αντίχησης που προκαλεί ο εμβληματικός θόλος σε προτέρημα για τη μουσική σύνθεση. Η αντίχηση που δημιουργείται καθιστά το μνημείο αντιμουσικό και ακατάλληλο για παρουσίαση πυκνής μουσικής όμως η εμπνευσμένη σύνθεση του Δημήτρη Μαραμή την ενσωματώνει ως στοιχείο μουσικής έκφρασης. « Η Μουσική της Ροτόντας» κατάφερε να συνδυάσει την άυλη αρχιτεκτονική των ήχων, την απόκοσμη υπόσταση των παύσεων στις σιωπές με την υλική αρχιτεκτονική και δόμηση του μνημείου, δονώντας με την αόρατη δύναμη της μουσικής το συναίσθημα του θεατή-ακροατή. Το έργο χαρακτηρίζεται ελεγειακό και μέσα από τα σπαράγματα, τους λυγμούς που δεν ολοκληρώνονται ποτέ, την κρυφή αγωνία και τον μυστικό πόνο της μουσικής σύνθεσης, δημιουργείται ένα πάζλ έντονων συναισθημάτων στον ακροατή. Είναι μια ερωτική λειτουργία μεταξύ μνημείου και σύνθεσης, που γίνεται ακόμα πιο αντιληπτή σε όποιον μπορεί να παρακολουθήσει το δρώμενο δια ζώσης. Έχοντας βιώσει την εμπειρία της Μουσικής της Ροτόντας ζωντανά αλλά και αυτή τη φορά τηλεοπτικά τολμώ να πω ότι από την αρχή του έργου ξεκινάς να παρακολουθείς με κομμένη ανάσα ένα ζωντανό δρώμενο, το οποίο εκτυλίσσεται και εξελίσσεται μπροστά σου και γύρω σου.

Θα ήθελα εδώ να σημειώσω την ευελιξία του συνθέτη Δημήτρη Μαραμή, που αποδεικνύει πως εκτός του ταλέντου του, διαθέτει και βαθιά μουσική γνώση και αντίληψη, για να μπορεί να μεταπηδά από τη φόρμα ενός απλού τραγουδιού στη δομή ενός δίωρου μιούζικαλ (Ερωτόκριτος), από τη χορωδιακή μουσική στο μουσικό διάλογο ενός κουαρτέτου εγχόρδων, από τη θεατρική μουσική στο πειραματικό μουσικό δρώμενο όπως αυτό της Ροτόντας. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που δεν είναι εύκολο να κατατάξεις σε μία κατηγορία το συγκεκριμένο Έλληνα συνθέτη, κι ας φέρει η μουσική του το προσωπικό του στίγμα και χαρακτηριστική ταυτότητα.
Συμπερασματικά « Η Μουσική της Ροτόντας» είναι μια μαγική μουσική εμπειρία που μεταφέρει στον θεατή- ακροατή ένα κατανυκτικό, μυσταγωγικό κλίμα και τον αναγάγει σε κάτι ανώτερο. Η τηλεοπτική μετάδοση του έργου προσπάθησε να αγγίξει πτυχές της ζωντανής και προσφέρθηκε στο κοινό ως βάλσαμο και στοιχείο πολιτισμού για αυτές τις ασυνήθιστες και δύσκολες μέρες που ζούμε. Ένα δρώμενο διαχρονικό, που συνδυάζει τη μουσική με την αρχιτεκτονική και σέβεται την ιστορία, ενέπνευσε τόσο τους φορείς που συνέβαλαν στην πραγματοποίησή του όσο και όσους είχαν την ευκαιρία να το παρακολουθήσουν είτε ζωντανά είτε τηλεοπτικά αυτή τη φορά. Μια τολμηρή πρωτοβουλία του Κέντρου Πολιτισμού της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας που ανέλαβε την παραγωγή του όλου εγχειρήματος αλλά και με τη θερμή υποστήριξη της Εφορείας Αρχαιοτήτων της πόλης της Θεσσαλονίκης, και και όλων των φορέων που συνέβαλαν μαζί με τον εμπνευσμένο συνθέτη Δημήτρη Μαραμή και τους υπόλοιπους 30 καλλιτέχνες και τεχνικούς, που σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία κατάφεραν να προβάλλουν κάτι τόσο όμορφο και σπάνιο, λίγο πριν αποχαιρετήσουμε αυτή τη χρονιά. Ελπίζουμε αυτό το μοναδικό δρώμενο να συνεχίσει να προβάλλεται, να ζωντανεύει στο χώρο που γεννήθηκε και να εμπνέει όλο και περισσότερο τους ανθρώπους.
Φωτογραφικό υλικό