«Το Κλουβί με τις Τρελές ή «Η τρέλα δεν πάει στα βουνά». Από τη θεατρική στήλη «Σωφέρ» της Ζωής Ταυλαρίδου.
Κάθομαι σε μιαν καρέκλα με αφορμή μιαν ιδέα. Την επεξεργάζομαι διαρκώς. Τα μάτια μου γυαλίζουν επικίνδυνα. Κάποτε δακρύζουν. Τρέμει το πάνω χείλος μου. Κοιτάζω δεξιά κι αριστερά, μια την κουρτίνα και μια το χαλί που φαίνεται γεμάτο ψίχουλα. Το βλέμμα μου ταξιδεύει στο δωμάτιο, σε όλες του τις γωνιές κι αναρωτιέται για το πού εγκαθίσταται η σκόνη που μοιάζει να έρχεται από παντού με έναν ύπουλο τρόπο. Παντού σκόνες, αόρατοι και αναπόδραστοι εχθροί. Νιώθω να απειλούμαι. Αυτή τριβελίζει το μυαλό μου. Σκέφτομαι όλες τις εναλλακτικές επιλογές της: το πώς, το γιατί, το πότε, το πού και το εάν ή το εάν δεν. Δεν είναι η ιδέα, ούτε η κουρτίνα, ούτε η σκόνη που με απειλεί. Αυτή η καρέκλα, η ξύλινη και άκαμπτη, μου θυμίζει κάτι. Αυτό το κάτι εκπροσωπεί όλα τα πρέπει και τα μη της παιδικής μου ηλικίας, τα τραύματα και τις υπερβολές της, τις επικρίσεις και τις ματαιώσεις των θέλω μου. Ήμουν παιδί κι έμαθα καλά πως “Όταν μιλούν οι μεγάλοι, εσύ δεν πρέπει να μιλάς“. Και συνεχίζω να κάθομαι σε αυτήν την καρέκλα. Πώς να καταλάβω έναν κόσμο, στον οποίο οι μεγάλοι έχουν τόσο μεγάλη αξία για ένα παιδί; Κι αφού πλέον ολοκλήρωσα τη σωματική μου ανάπτυξη κι αρχίζω να γερνώ, καταλαβαίνω πως τελικά τα παιδιά έχουν μεγαλύτερη αξία για τους μεγάλους. Αφορμώμενη από το ρητορικό ερώτημα-αξίωμα της κοινής γνώμης “Πότε θα γίνω κι εγώ μάνα;”, με τρελαίνει η σκέψη πως δε διεκδίκησα σαν παιδί ένα δικαίωμα που ήταν πλέον κεκτημένο. Και τέτοιοι ενήλικες έχουμε γίνει όλοι, “τρελοί”, σκεπτόμενοι κι αδικημένοι, προσπαθώντας να ανασύρουμε αναμνήσεις της παιδικής μας ηλικίας καθισμένοι σε καρέκλες, πολυθρόνες, καναπέδες. Η άβολη καρέκλα ωστόσο είναι αυτή που μας βάζει σε σκέψεις. Γιατί, μας ξεβολεύει και μας κουράζει με το ποιόν της.
Έτσι και στη ζωή. Το άβολο, το ξύλινο και το άκαμπτο μάς ξεβολεύει. Ακινητοποιεί το σώμα μας. Μας προκαλεί πόνο. Και ξαφνικά, μας κάνει να σκεφτόμαστε όχι μονάχα βάσει αναμνήσεων της παρελθούσης παιδικής μας ηλικίας, αλλά και με μιαν ευρείαν αντίληψη του κόσμου που μας περιβάλλει. Ποιος είμαι Εγώ που θα κρίνω τον Άλλον; Αυτό και μόνο το ερώτημα ορθώς απαντημένο εξοβελίζει όλες τις ηλίθιες ρητορικές ερωτήσεις και τα αποφθέγματα των “μεγάλων” με τα οποία δυστυχώς μεγαλώσαμε και στα οποία θεμελιώθηκε το ηθικό μεγαλείο της προσωπικότητάς μας. Ο νοητός και ο ηθικός αυτός κόσμος, που δομήθηκε ατέχνως από τους θεωρητικά και σχηματικά “μεγάλους”, είναι έτοιμος να καταρρεύσει μπροστά στη δύναμη της κοινής γνώμης και του κατεστημένου σαν πύργος στην άμμο. Κι εμείς φλερτάρουμε διαρκώς με τις γωνίες χάνοντας το κέντρο του σύμπαντός μας, το οποίο εάν προσεγγίζαμε με φειδώ κι αγάπη, θα οικοδομούσαμε έναν άρτιο μικρόκοσμο. Ίσως και να επηρεάζαμε την καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων ολοκληρώνοντας τη δομή της δικής μας ζωής. Ο ρατσισμός, ο σεξισμός και όλα τα σε -ισμός πάθη του πολιτισμού μας, η καταδίκη των άλλων και ο εξωραϊσμός της ηθικής μας, που αντλεί την αξία της μόνο από τη συνήθεια και τους τρόπους μιας ξεπερασμένης αντίληψης για τη ζωή, μπορούν να αμβλυνθούν και να αποδομηθούν εντέχνως με ένα διαρκές κάθισμά μας σε μια άβολη και ξύλινη και άκαμπτη…καρέκλα.
“Το Κλουβί με τις Τρελές” σε σκηνοθεσία Αχιλλέα Ψαλτόπουλου από το Θέατρο Αναζήτηση Θεσσαλονίκης στο Θέατρο Αθήναιον θίγει με εκκεντρικό χιούμορ το πρόβλημα του σεξισμού, της διαφορετικότητας και της κατηγοριοποίησης των ανθρώπων βάσει των ερωτικών προτιμήσεών τους και της οικογενειακής τους κατάστασης. Η διαφορετικότητα και η απόκλιση από τις κοινωνικές νόρμες ασκούν τόσο μεγάλη δύναμη που αλλάζουν όλο το σκηνικό κυριολεκτικά. Οι οικογενειακές σχέσεις αποχρωματίζονται κι αποδομούνται στο βωμό του “τι θα πει ο κόσμος” και κινούνται στη σφαίρα του θεάτρου του παραλόγου και της υποκρισίας. Το θέατρο μέσα στο θέατρο λειτουργεί εύστοχα ως μέσο αποκάλυψης μιας ξοφλημένης κοινωνίας, μιας κοινωνίας που αγωνίζεται να επουλώσει τα δικά της παιδικά τραύματα προβάλλοντας τα θέλω της και τις ματαιώσεις της στον Άλλον. Και η αποδόμηση κι ο αποχρωματισμός αυτός των οικογενειακών και κοινωνικών σχέσεων εκφράζεται με μιαν εξαιρετική πολυχρωμία σε όλα τα επίπεδα.
Αντί Επιλόγου:
Σας παραθέτω:
α) το τρέιλερ της παράστασης
και β) το τραγούδι του Γιάννη Χαρούλη “Ο Τρελός“.
Και τα σχόλια δικά σας.
Τρέιλερ: “Το Κλουβί με τις Τρελές” σε σκηνοθεσία Αχιλλέα Ψαλτόπουλου στο Θέατρο Αθήναιον:
Γιάννης Χαρούλης “Ο Τρελός”
Χορεύει ο κόσμος ξέφρενα, καθένας στο ρυθμό του…
Για να ‘βρει ταίρι ένας τρελός, πουλάει τον εαυτό του…
Αν δεν πιστεύεις μη ρωτάς, κι αν δεν ακούς μη με κοιτάς…
Αν δε φαντάζεσαι φωτιές, με κάρβουνα μην παίζεις…
Γυρνάει ο κόσμος γρήγορα και γίναμε όλοι σκλάβοι,
Κι ένας τρελος φρένο πατά, τον κόσμο να προλάβει…
Αν δεν μπορείς να προσκυνάς, κι αν όλα τα κατέχεις,
Τον κόσμο σου να κυβερνάς, μα σ’ αγκαλιές μην πέφτεις…
Μεγάλα ψέματα μη λες, γιατί θα τα πιστέψεις…
Για τον ψηλό σου το λαιμό, χίλιες θηλειές θα πλέξεις…
Ξεχνάει ο κόσμος στη στιγμή, και ιστορίες γράφει…
Την πόρτα κλείνει ο τρελός, μήπως και δει τα λάθη…
ʼμα δεν νοιώθεις, μη μιλάς…Σώπα και μη δικάζεις…
Χίλια κεφάλια πέφτουνε, όταν εσύ δειλιάζεις…
Αν δεν πιστεύεις μη ρωτάς, κι αν δεν ακούς μη με κοιτάς…
Αν δε φαντάζεσαι φωτιές, με κάρβουνα μην παίζεις…
Στίχοι: Δανάη Παναγιωτοπούλου
Μουσική: Δανάη Παναγιωτοπούλου
Πρώτη εκτέλεση: Μιλτιάδης Πασχαλίδης
Φωτογραφικό υλικό