«Σςςςςςςς!». Από τη θεατρική στήλη «Σωφέρ» της Ζωής Ταυλαρίδου.
Η Σιωπή είναι χρυσός. Ακούγεται με το θρόισμα των φύλλων αρχές φθινοπώρου. Μοιάζει με υγρή άμμο κολλημένη στην πατούσα μου το καλοκαίρι. Μυρίζει νοσταλγία κι ελπίδα η σιωπή της άνοιξης. Και τον χειμώνα το κρύο της σιωπής καίει την επιδερμίδα μου. Η ενός λεπτού σιγή αποτελεί απόδοση σεβασμού και θαυμασμού. Τι γίνεται όμως, όταν επιλέγω τη σιγή σε ένα χωρόχρονο αμείλικτης έντασης και άβουλης επιλογής; Η σιωπή μου είναι αγκυλωμένη σε μια ξύλινη καρέκλα, που κουνιέται πέρα δώθε, για να ξυπνήσω. Η μητέρα μου ωστόσο με εγκατέλειπε σε ένα διαρκές κούνια μπέλα, για να “ηρεμήσω”, να μην σπαρταράω στο κλάμα, να “κοιμάμαι”, να σιωπώ. Το καλύτερο μωρό του κόσμου είναι αυτό που σιωπά. Ο πιο καλοπροαίρετος άνθρωπος του κόσμου είναι αυτός που σιωπά. Η ιδανική γυναίκα για γάμο είναι αυτή που σιωπά. Η Σιωπή -το’ παμε- είναι χρυσός.
Στην πραγματικότητα τη δική μου, η σιωπή παρασέρνει και τα πιο ατίθασα μυαλά. Μυαλό κουρασμένο, λυπημένο, αγανακτισμένο, αποσυρμένο, θλιμμένο, ερωτευμένο, μελαγχολικό είναι η σιωπή. Τι άλλο μπορεί να εκφράσει ηχηρά το ρημάδι το μυαλό; Ο έλλογος νους πρέπει όλα να τα σκέφτεται, να υπολογίζει, να εκτιμά, να προνοεί, να φροντίζει, να συμβουλεύει, να προτείνει, να βοηθά, να προετοιμάζει και να ολοκληρώνει. Κι εκεί βρίσκεται η σιωπή, που ταράσσει τα λιμνάζοντα νερά με τη δύναμή της. Δεν επενδύω τη φωνή μου στο βαλσάμωμα και τον καθωσπρεπισμό μιας ανίκανης να εξελιχθεί ανθρώπινα κοινωνίας. Ο εθισμός μου στο να μιλώ χρειάζεται αντιμετώπιση επι τέλους. Διακόπτω επι τέλους την επικοινωνία και γυρνώ επι τέλους την πλάτη στην ανυπομονησία της κριτικής και της απόρριψης. Δεν έχεις δύναμη επάνω μου. Δεν μπορείς να με αλλάξεις. Δεν μπορείς να με πληγώσεις. Δεν μπορείς να εισχωρήσεις κάτω από το δέρμα μου. Η σιωπή μου ως υποδόρια ύπαρξη και αιθέρια επιλογή είναι η καλύτερη άμυνα κι επίθεση που έχω σκεφτεί. Δε θα σκεφτώ άλλο. Δε θα προνοήσω. Δε θα φροντίσω. Δε θα συμβάλλω πια σε οποιαδήποτε τάση σου να με εγκλωβίσεις στις ενοχές και τα κόμπλεξ μιας άλλοτε μητέρας Τερέζας, το πρότυπο της οποίας, μεγαλώνοντας εγώ σύμφωνα με τις επιταγές μιας ηθικής, ασπάστηκα ως ολοκλήρωση ενός ιδανικού.

Σας παρακαλώ λοιπόν: “Σκάστε και μη μου μιλάτε!”. Οι γλώσσες σας σαν βατράχια με περικυκλώνουν και μου υψώνουν το δάχτυλο, για να κατεβάσω τα σημαιάκια από τους πύργους που έφτιαξα στην άμμο μικρή. Όμως, η σιωπή μου τότε, την οποία εγώ αγνοούσα ως δύναμη σταθερή και με ανοδική τάση, κολλούσε σαν υγρή άμμος στις πατούσες μου. Κι εγώ τσαλαβουτούσα σε αυτήν με περίεργη χαρά και γελαστά μάτια. Πού να φανταζόμουν το όπλο, πάνω στο οποίο πατούσα! Έκλεινα τα μάτια κι αφουγκραζόμουν τα δέντρα. Την άνοιξη μύριζα τον αέρα με τη γύρη να μου γαργαλάει τη μύτη. Και τον χειμώνα ντυνόμουν όσο πιο ελαφριά γίνεται, για να κρυώνω. Στην ουσία αγκάλιαζα τη δυναμική της σιωπής μου. Και, όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή, αγνόησα. Δεν έβλεπα πια τα προσωπεία των πιο κοντινών μου ανθρώπων, εκείνα τα προδοτικά βλέμματα αυτών που με δεδομένο τρόπο αγαπάνε. Δεν ένιωθα πια ούτε κρύο ούτε ζέστη. Δεν άκουγα πια τα τηλέφωνα να βουίζουν ως αγανακτισμένες σφήκες λόγω της κατεστραμμένης φωλιάς τους. Δεν γευόμουν πια το γλυκόπικρο της σχέσης του καφέ. Δεν εξέφραζα τα συναισθήματά μου παρά μόνο σε εμένα. Εγώ πλέον έγινα το κέντρο του σύμπαντός μου. Και παραμένω εδώ στην κουνιστή μου καρέκλα, μέχρι να αποδώσετε φόρο τιμής σε όσους ανθρώπους κραυγάζουν με όλο τους το είναι… με τη σιωπή της ύπαρξής τους.
Σας παρακαλώ λοιπόν: “Σκάστε και μη μου μιλάτε!”.
“Η Σιωπή της Άλκηστης”, ένα έργο της Τίνας Στεφανοπούλου σε συνεργασία με την Ομάδα Νέμεση και σε σκηνοθεσία της Τίνας Στεφανοπούλου, θίγει με τον πιο εύγλωττο τρόπο τη δύναμη της Σιωπής με φόντο ένα οικογενειακό ψυχόδραμα. Μια οικογένεια σμίγει για τις γιορτές των Χριστουγέννων και ξαφνικά η μητέρα “αποσύρεται”. Δεν επικοινωνεί πια. Και όλα τα πρόσωπα μπαίνουν σε μια διαδικασία ξεκαθαρίσματος και αυτογνωσίας. Υπό το ατμοσφαιρικό φως ενός αφαιρετικού σκηνικού, ντυμένου σε μαύρο και κόκκινο, αρχετυπικές γυναικείες μορφές αφαιρούν τα προσωπεία τους, προκειμένου να “σπάσουν” την επιβλητική σιωπή μιας δυναμικής φιγούρας, της μητέρας και κυρίας του σπιτιού. Η σιωπή της είναι αγκυλωμένη σε μια ξύλινη καρέκλα, που κουνιέται πέρα δώθε, για να ξυπνήσει. Η σιωπή δεν κάμπτεται. Απεναντίας, αφαιρεί πολύ απαλά την βελούδινη πανοπλία των γυναικών και τις εθίζει στην αποδοχή, ίσως και στην ταύτιση με το σιωπηλό βλέμμα της μήτρας. Η σχέση των γυναικείων αυτών μορφών αποκτά βαρύτητα μέσα από τις αποχρώσεις που λαμβάνουν η σιωπή και η κραυγή σε διαρκή σύνθεση. Με τις αναμνήσεις δεν χρωματίζεται επαρκώς η οικογενειακή ατμόσφαιρα. Ένα κολάζ παλιών φωτογραφιών και μια στοίβα βιβλίων είναι οι κινητήριες δυνάμεις στην επίλυση του προβλήματος της μήτρας: “Αφού κανείς δεν την χρειάζεται πια, γιατί να υπάρχει;” (https://www.facebook.com/Nemesigroup/)
Αντί Επιλόγου: Σας παραθέτω το τραγούδι “Σιωπή” των Ξύλινων Σπαθιών από το CD “ΞΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ” 1993. Και τα σχόλια δικά σας.
Ξύλινα Σπαθιά, “Σιωπή”
Στίχοι: Παύλος Παυλίδης
Μουσική: Ξύλινα Σπαθιά
Πρώτη εκτέλεση: Ξύλινα Σπαθιά
Παλιά φωτογραφία
στην άδεια παραλία
σιωπή
κοιτάζω απ’το μπαλκόνι
το δρόμο που θολώνει
η βροχή.
Λένε πως στη χώρα που ναυάγησες
βασιλεύουν οι μάγισσες
βουλιάζουνε στο βυθό και σε βγάζουνε
στον αφρό.
Λένε πως μας άφηνες στα κύματα
φυλαχτά και μηνύματα
τα βρήκανε τα παιδιά και χαθήκανε
ξαφνικά.
Η πόλη σαν καράβι
τα φώτα της ανάβει
γιορτή.
Θυμάμαι που γελούσες
να μείνω μου ζητούσες
παιδί.
Λένε πως στη χώρα που ναυάγησες
βασιλεύουν οι μάγισσες
βουλιάζουνε στο βυθό και σε βγάζουνε
στον αφρό.
Φωτογραφικό υλικό