ΚΕΙΜΕΝΑ
(Μετ. Αικατ. Τσοτάκου – Καρβέλη)
(Μετ. Ελ. Δαμιανού – Χαραλαμποπούλου).
(Μετ. Νίκος Χ. Χουρμουζιάδης)
Παρακολουθώντας το έργο, θυμηθείτε άλλα γεγονότα όμοια μ’ αυτά που έχουνε συμβεί σε παρελθόν πιο κοντινό μας —ή και την απουσία τέτοιων γεγονότων…. Και τώρα θα μας δείτε, με τη σειρά, να μπαίνουμε στο στίβο αυτό της δράσης. Και φανταστείτε πως αυτός ο στίβος είναι ο ίδιος που είδε να ορθώνεται η ανθρωπότητα, μέσα στη νύχτα των αιώνων, περήφανη και δυνατή.
Και το κατάρτι τρίζει, κι ο άνεμος ουρλιάζει, και τα πανιά θα ξεσκιστούν, κι όλα τούτα τα κτήνη θα ψοφήσουν όλα μαζί, επειδή δε σκέφτονται παρά το τομάρι τους το πολύτιμο τομάρι τους και τις μικροδουλίτσες τους. Νομίζεις, λοιπόν, πώς, τέτοιες ώρες, έχεις καιρό να κάνεις το δύσκολο, να λογαριάσεις αν πρέπει να πεις «ναι» ή «όχι», ν’ αναρωτηθείς μην τυχόν και το πληρώσεις πολύ ακριβά κάποια μέρα, κι αν θα μπορείς να είσαι άνθρωπος έπειτα; Αρπάζεις το τιμόνι, ορθώνεσαι μπροστά στο θεόρατο κύμα, και πυροβολείς στο σωρό, τον πρώτο που προχωρεί. Στο σωρό! Δεν έχει ονόματα εκεί! Σαν το κύμα που έρχεται και σπάει στη γέφυρα μπροστά σου. Ο άνεμος σου χαστουκίζει το πρόσωπο, κι «αυτό» που πέφτει δεν έχει όνομα. Μπορεί και νάταν εκείνος που σούδωσε χτες βράδυ, χαμογελώντας, τη φωτιά του. Δεν έχεις πια όνομα. Κι ούτε και συ, γαντζωμένος στο τιμόνι, έχεις όνομα. Μόνο το καράβι έχει όνομα και η τρικυμία. Το καταλαβαίνεις αυτό;
(Μετ. Νίκος Χ. Χουρμουζιάδης)
(Μετ. Βασίλη Δ. Ασημομύτη)
(Μετ. Λ. Ζενάκου)
(Μετ. Αγγέλα Βερυκοκάκη-Αρτέμη)
(απόδοση στην ελληνική Χ. Αλεξοπούλου)
(Μετ. Στέλλα Γεωργούδη)
Όταν θα φτάσουμε στην Τροία, το ξύλινο άλογο, που σούλεγα,
θάναι έτοιμο πια. Εκεί μέσα θα κρυφτώ μαζί με τα όπλα σου.
το προσωπείο το δικό μου, και των όπλων σου άλλωστε. Έτσι
τη νίκη θα κερδίσουμε. Αυτό θάναι
η νίκη μου,— κ’ η νίκη σου θέλω να πω. Θάναι η νίκη
όλων μαζί των Ελλήνων και των Θεών τους.— Τι να γίνει;
μονάχα τέτοιες νίκες υπάρχουν. Ας πηγαίνουμε.
Πέρασαν πια τα δέκα χρόνια. Πλησιάζει το τέλος.
Έλα να δεις ό,τι πρόβλεψες, να δεις με τι λαχτάρα
ανταλλάξαμε τόσους νεκρούς μας· με τις δικές μας εχθρότητες
ανταλλάξαμε τους παλιούς μας εχθρούς. Μέσα στα ερείπια,
που οι στήλες των καπνών θα υψώνονται κάθετα προς τον ήλιο,
ανάμεσα στους σκοτωμένους, τις πεσμένες ασπίδες, τους τροχούς
ανάμεσα στους γόους των νικημένων και των νικητών, το δικό σου
νοητικό, μειλίχιο χαμόγελο θα μας είναι ένα φέγγος,
η δική σου επιείκεια και σιωπή, μια πυξίδα.
…..
Γι’ αυτή την ώρα, τουλάχιστον, μείνε κοντά μας. Αυτό μας
περισσότερο ακόμη κι απ’ τα όπλα σου. Και το γνωρίζεις.
Ιδού το προσωπείο που σου έφερα. Φόρεσέ το. Πηγαίνουμε.
Φωτογραφικό υλικό