Με αφοπλιστική ειλικρίνεια, απλοϊκός και βαθύτατα στωικός ο Αργύρης Μπακιρτζής των Χειμερινών Κολυμβητών, μας μεταφέρει στο δικό του σύμπαν μέσα από το έργο του Σταύρου Τσιώλη «Η Δημοπρασία».
Συνέντευξη του πολυτάλαντου καλλιτέχνη στην Ελπίδα Παπαδανιήλ για την Κουλτουρόσουπα
Αρχιτέκτονας και εργαζόμενος επί 35ετία στην Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Καβάλας. Ιδρυτικό μέλος, το 1965, του πυρήνα του μουσικού σχήματος “Χειμερινοί κολυμβητές”, συμμετέχει σ’ αυτό μέχρι σήμερα ως εμψυχωτής, στιχουργός, συνθέτης και τραγουδιστής.
Με την τελευταία ιδιότητα έχει συμμετάσχει σε ποικίλες δισκογραφικές παραγωγές και συναυλίες. ΄Εχει πρωταγωνιστήσει στις ταινίες του Σταύρου Τσιώλη “΄Ερωτας στη χουρμαδιά”, “Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε”, “Ο χαμένος θησαυρός του Χουρσίτ πασά” και “Ας περιμένουν οι γυναίκες”. ΄Εχει συμμετάσχει ως ηθοποιός και μουσικός στην ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου Μ’ αγαπάς; και ως ηθοποιός στις ταινίες του Ροβήρου Μανθούλη Lilly ‘s story, του Σταύρου Τσιώλη Φτάσαμε…, του Σωτήρη Γκορίτσα Εκεί που ζούμε, του Γιάννη Καρπούζη Πρώτο τραπέζι και στη σειρά του Βασίλη Κεκάτου Milky Way.
Με την ΄Ολια Λαζαρίδου ερμήνευσαν τους ρόλους του φαντάσματος και του καλόγερου στο θεατρικό έργο του Ζεάμι Το φιλιατρό του πηγαδιού σε σκηνοθεσία του Βίκου Ναχμία. Έχει παίξει ακόμη σε παραγωγή του Θεάτρου Τέχνης στο θεατρικό έργο του Σταύρου Τσιώλη Ταξιδεύοντας με τον ΠΑΟΚ, στο έργο Η ζωή εφάμιλλη, βασισμένο σε αφηγήσεις καπνεργατών, του οποίου επιμελήθηκε και τη μουσική, με τον Γιώργο Μοσχίδη και τη Λυδία Φωτοπούλου, σε σκηνοθεσία του Θοδωρή Γκόνη, και στο έργο «Ο Τζουάνες στο Μεγάλο Κάστρο» ερμήνευσε τον ομώνυμο ήρωα σε σκηνοθεσία της Έρσης Βασιλικιώτη.
Έχει ερμηνεύσει τους ρόλους του Κάδμου και του Δαρείου στις Βάκχες και τους Πέρσες σε σκηνοθεσία της Μάρθας Φριτζήλα, καθώς και, στον αρχαιολογικό χώρο της Σαμοθράκης, τον ρόλο του Προμηθέα στο έργο Η Ιώ στο Μικρό Βουνί, την ιστορία της Ιούς στον Προμηθέα δεσμώτη σε σκηνοθεσία του Γιώργου Μπουρδαμή.
Ε.Π.: Πείτε μας λίγα λόγια για το έργο…
Α.Μ.: Πρόκειται για αναπαράσταση μιας τηλεοπτικής δημοπρασίας, στην οποία ένας δύσμοιρος ηλικιωμένος δημοπράτης πασχίζει να πουλήσει την πραμάτεια του και δεν τα καταφέρνει. Σε ένα Δελτίο Τύπου, έγραψα τα παρακάτω: «Όταν ο Σταύρος μου έστειλε το έργο και το διάβασα, του απάντησα ότι μου άρεσε πάρα πολύ, αισθάνθηκα πως με αφορούσε άμεσα, ταυτίστηκα αμέσως με τον ήρωα -όπως μου συνέβαινε με όλους τους χαρακτήρες σε όλα τα έργα του- και θα αρχίσω να μαθαίνω το κείμενο. Το έκανα, όμως το κείμενο αποδείχθηκε δύσκολος αντίπαλος. Μάθαινα, ξεχνούσα, πήγαινα μπρος-πίσω, δεν υπάρχει δεύτερος ρόλος, προηγούνταν και «Το χιόνι», για το οποίο σκεφτόμασταν να προτείνουμε στην Όλια Λαζαρίδου τον βασικό γυναικείο ρόλο, με σενάριο δραματικό και για τον εαυτό μου ονειρεύομαι δραματικούς ρόλους και ως τέτοιους ερμηνεύω τους ρόλους μου στις ταινίες του Τσιώλη, που, όμως, ενώ τους ερμηνεύω δραματικά, καταλήγουν κωμικοί.
Η τελευταία ταινία που γύρισε ο Σταύρος, η απόσταση της Αθήνας απ’ την Καβάλα, όπου ζω, διάφορα γεγονότα της ζωής που μεσολάβησαν, καθώς και η σταδιακή επιδείνωση της υγείας του, δεν επέτρεψαν την υλοποίηση της σκέψης για το ανέβασμα της ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑΣ.
Πέρασαν τα χρόνια, σχέδια υλοποιούνται, σχέδια εγκαταλείπονται, νέα εμφανίζονται. Χωρίς να το καταλάβω, Η ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑ επανήλθε στη σκέψη μου, κυρίως προσπαθώντας να κοιμηθώ ή περπατώντας στις λεωφόρους του μπαϊπάς, που ευτυχώς ακόμη δεν χρειάστηκε να κάνω. Είχε έρθει η ώρα της. Έτσι αποφάσισα να το τολμήσω. Eίπα ας το κάνω τώρα που νομίζω πως είμαι έτοιμος. Δεν έχω δοκιμαστεί σε κάτι τέτοιο και πολλά μπορούν να συμβούν αφού απ’ τη μικρή εμπειρία μου στο θέατρο ξέρω ότι η κάθε παράσταση είναι μοναδική. Στις ταινίες του Τσιώλη έχουμε διαδοχικούς αποχαιρετισμούς και σαν τέτοιον βλέπω το ανέβασμα της ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑΣ».
Ε.Π.: Είπατε ότι όταν το πρωτοδιαβάσατε το έργο αισθανθήκατε ότι σας αφορούσε άμεσα, σε ποια σημεία νιώσατε να ταυτίζεστε με τον ήρωα;
Α.Μ.: Αυτό το έχω πει για όλους τους ρόλους όλων των έργων του, εννοώντας ότι ο τρόπος που γράφει ανταποκρίνεται στην ψυχοσύνθεσή μου ή, αλλιώς, μου ταιριάζει ιδιοσυγκρασιακά.
Ε.Π.: Πόσο επίκαιρο είναι στις μέρες μας ένα τέτοιο κείμενο; Μήπως τελικά ζούμε σε μια “δημοπρατημένη” καθημερινότητα;
Α.Μ.: Πολύ εύστοχη η ερώτησή σας. Ζούμε σε μια σχεδόν απόλυτα «δημοπρατημένη» καθημερινότητα.
Ε.Π.: Η παράσταση δεν έχει σκηνοθετική υπογραφή, πώς καταλήξατε σε αυτή την απόφαση;
Α.Μ.: Δεν θα με ενδιέφερε να ακολουθήσω τις οδηγίες άλλου σκηνοθέτη που θεωρώ ότι θα ερμήνευε με τον δικό του τρόπο το έργο και θα έβαζε τη δική του σφραγίδα στην παράσταση. Σε όλες τις ταινίες του Τσιώλη, έχοντας μάθει πολύ καλά τα λόγια, ήμουν ηθοποιός της πρώτης λήψης, χωρίς ή με μισή πρόβα. Και στη «Δημοπρασία», είμαι σχεδόν σίγουρος πως με είχε στον νου του όταν την έγραφε. Στην Αθήνα, σε μια παράσταση του έργου, είχαν έρθει αρκετοί σκηνοθέτες και μετά το σχολίασαν και γελούσαμε που είχαν έρθει τόσοι σκηνοθέτες σε μια παράσταση χωρίς σκηνοθέτη.
Σημειώνω βέβαια ότι την όλη επιμέλεια της παράστασης, σκηνικά, ήχο, φώτα, μεταφορές, είχε ο άξιος βοηθός του σε τρεις ταινίες, -αλλά και έκτακτος βοηθός για λίγες μέρες όταν για διάφορους λόγους κολλούσε το γύρισμα-, Χάρης Μιχαλογιαννάκης, που δεν χρειάστηκε να με καθοδηγήσει, όμως, και συζητούσαμε και παρατηρήσεις έκανε.
Στις ταινίες του Σταύρου συμπλήρωνε μάλιστα διάφορα κενά, κάνοντας π.χ. στο «Παρακαλώ, γυναίκες μην κλαίτε» το φάντασμα της μητέρας του Θοδωράκη Κολοκοτρώνη, τον ερωτευμένο φαντάρο αλλά και τον Μητροπολίτη από πίσω.
Ε.Π.: Σταύρος Τσιώλης, μια σχέση φιλίας, μια δυνατή συνεργασία.. τι θυμάστε πιο έντονα από την κοινή σας πορεία;
Α.Μ.: Τις 10ωρες συνήθως συναντήσεις μας σε καφενείο του Χαλανδρίου όπου ως επιτελείο σχεδιάζαμε επόμενες κινήσεις, τον μαγικό τρόπο με τον οποίο σε παράσερνε στα οράματά του και το «πάμε» που έλεγε στο γύρισμα και σε έστελνε σε μια ζωή που την βίωνα σαν μια ζωή πιο αληθινή από αυτήν της καθημερινότητας.
Ε.Π.: Ο λόγος στα τραγούδια σας έχει μια ποιητική διάσταση. Τι είναι για εσάς η ποίηση;
Α.Μ.: Θα σας απαντήσω με ένα στίχο της Μάτσης Χατζηλαζάρου που επικαλείται συχνά η γυναίκα μου: «Η ποίησή μας είναι η ζωή».
Ε.Π.: Τι σας εμπνέει περισσότερο: οι άνθρωποι, οι τόποι, οι στιγμές; Και ο έρωτας, πόσο επηρεάζει τις δημιουργίες σας; Γράφετε και τραγουδάτε με απλότητα. Είναι συνειδητή επιλογή ή απλώς τρόπος ζωής;
Α.Μ.:Δεν υπάρχει συνειδητή επιλογή, κάνω αυτό που μου βγαίνει φυσικά ή καλύτερα αυτό που μπορώ να κάνω. Θυμήθηκα ένα μικρό μέρος απ’ τον μονόλογο του Άμλετ σε μετάφραση του Βασίλη Ρώτα: «… έτσι η συνείδηση μας κάνει όλους δειλούς κι έτσι το χρώμα της απόφασης το γνήσιο απ’ την ωχρή μπογιά της σκέψης ξεθωριάζει». Το θυμήθηκα παρεμπιπτόντως σε σχέση με την ερώτησή σας και παρακαλώ να μην θεωρήσετε ότι υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, κάτι που,όσο δύσκολο κι αν είναι, πασχίζω να αποφεύγω.
Ε.Π.: Υπάρχει κάποιο τραγούδι σας που το νιώθετε πιο κοντά σας σήμερα απ’ ό,τι όταν το γράψατε;
Α.Μ.:Τα τραγούδια μου είναι βιωματικά και τα γεγονότα είναι γεγονότα, δεν ασκώ κριτική, άλλοτε είμαι μελαγχολικός, άλλοτε με πιάνει η Άνοιξη ή τρελαίνομαι με το κολύμπι, άλλοτε είμαι χαρούμενος κι άλλοτε εξοργισμένος με την κατάντια της πατρίδας μας, έτσι άλλα τα λέω πιο συχνά, άλλα επανέρχονται κατά καιρούς, το «Κάθε στιγμή η σκέψη μου», η καντάδα μας, είναι στην πρώτη γραμμή, έχω δυο τραγούδια που μ΄ αρέσουν πάρα πολύ όμως δεν έχω τραγουδήσει ποτέ, τον «Θάνατό μου» απ’ το «Από το πάρκο στη Μυροβόλο» και το «Καρδιά μου» απ’ τους «Δακοκτόνους».
Ε.Π.: Να μιλήσουμε και για τους Χειμερινούς Κολυμβητές;
Α.Μ.: Νομίζω πως ακόμη βελτιωνόμαστε. Θεωρώ μεγάλη εύνοια της τύχης και τιμή να βρίσκομαι μ’ αυτούς τους μουσικούς, τους οποίους απολαμβάνω απίστευτα να ακούω δίπλα μου. Δεν εξαιρώ όσους δεν είναι ακόμη μαζί μας. Έχω κι ένα σλόγκαν για εμάς: «Υπάρχουμε γιατί δεν υπάρχουμε.
Ε.Π.: Μπορεί ένα τραγούδι, μια θεατρική παράσταση ή μια ταινία να αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο;
Α.Μ.: Μου φαίνεται ευνόητο να μπορούν. Ο μακαρίτης αγαπημένος ηθοποιός Άλαν Ρίκμαν είχες πει: “Η αφήγηση ιστοριών είναι μια ανθρώπινη ανάγκη. Όσο περισσότερο εξουσιαζόμαστε από ηλίθιους και δεν έχουμε κανένα έλεγχο πάνω στη μοίρα μας, τόσο πιο αναγκαίο είναι να λέμε ιστορίες ο ένας στον άλλον για το ποιοι είμαστε, γιατί είμαστε, από πού ερχόμαστε και τι είναι δυνατόν… Μια ταινία, μια παράσταση, ένα μουσικό κομμάτι, ή ένα βιβλίο μπορεί να κάνει τη διαφορά. Μπορεί να αλλάξει τον κόσμο”.
Ε.Π.: Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα στις μέρες μας; Επικοινωνούν οι άνθρωποι, «βλέπουν» τον κόσμο ή απλά μένουν μόνο στην εικόνα;
Α.Μ.: Δύσκολοι καιροί, τα ΄χουμε όλα και δεν έχουμε τίποτα, η εικόνα οπωσδήποτε επικρατεί, ψάχνουμε για ρόλους, δεν προσπαθούμε, οι μετανάστες είναι πρότυπα γιατί αγωνίζονται, εμείς καφέ και κινητό, ένα τεράστιο ποσοστό δεν ψηφίζει θεωρώντας πως όλοι είναι ίδιοι ενώ έτσι στηρίζουν την εξουσία και τις επιλογές της, τα σχόλια στο google δείχνουν λαό αγράμματο και εξαιρετικά ανορθόγραφο, η Παιδεία, η Υγεία, όλα βουλιάζουν, μόνο ο τουρισμός νοιάζει τους κυβερνώντες, να γίνουμε όλοι σερβιτόροι, η ζωή είναι τόσο δύσκολη και ο κομφορμισμός περισσεύει καθώς πολλοί πιστεύουν πως ίσως έτσι γλείψουν κάνα κοκαλάκι, δεν θέλω να πω για την επικοινωνία αφού δεν είμαι στο facebook και σε άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όμως μου λεν πως πολλοί ανεβάζουν όλο φωτογραφίες τους. Στο Youtube έχω ένα σχετικό με την ερώτησή σας τραγουδάκι με ωραία εικονογράφηση του Γιώργου Ακοκκαλίδη, που το γράψαμε όλοι απ’ τα σπίτια μας κατά τον αποκλεισμό του covid, «Το Φεησμπούκ».
Ε.Π.: Αν έπρεπε να περιγράψετε τον εαυτό σας με τρεις λέξεις, ποιες θα ήταν;
Α.Μ.: Το είπα έμμεσα ξανά πιο πριν: «κανείς δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του». Κάπου το διάβασα, νομίζω στις «1001 νύχτες».
Ε.Π.: Αν γυρνούσατε το χρόνο πίσω, υπάρχει κάτι που θα κάνατε διαφορετικά;
Α.Μ.: Θα πρόσεχα τη συμφωνία με την ΛΥΡΑ που μας έβγαλε τους δίσκους μας απ’ τον τρίτο και μετά και για 15 χρόνια μας κοροϊδεύει ή καλύτερα δεν θα ήθελα να τους ξέρω, πλην του τότε ιδιοκτήτη, του Κώστα Γιαννίκου, που είχε ένα αυθεντικό πάθος για τη μουσική. Θα μάθαινα καλά τουλάχιστον μια ξένη γλώσσα. Θα επεξεργαζόμουν και θα δημοσίευα την έρευνά μου για το Οκτάγωνο Φιλίππων. Θα ήμουν πιο τολμηρός σε μερικές επιλογές μου, όπως π.χ. ίσως γινόμουν γιατρός όπως ήθελα από μικρός, -είχα περάσει 11ος-, θα μιλούσα, πολύ νέος ακόμη, σε τρεις κοπέλες που το ήθελα, μάλλον τον ήθελαν κι αυτές και δεν το έκανα κ.ά.
Ε.Π.: Τι θα θέλατε να κρατήσουν οι άνθρωποι από εσάς και το έργο σας;
Α.Μ.: Λίγα τραγούδια. Εγώ, θα ξεχαστώ.
Ευχαριστώ πολύ!
Πέμπτη 9/10 με Κυριακή 12/10 στο θέατρο Τεχνών
«Η Δημοπρασία» του Σταύρου Τσιώλη με τον Αργύρη Μπακιρτζή εγκαινιάζει το ολοκαίνουργιο Θέατρο Τεχνών
Δείτε και αυτό:
Η καλλιτεχνική σχέση του Αργύρη Μπακιρτζή με τον σκηνοθέτη Σταύρο Τσιώλη γέννησε την «Δημοπρασία»