Μα τι γίνεται τελικά με αυτό “Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα”; Μοιάζει με το δικό μας; Μοιάζει με του γείτονα ή για να ακριβολογούμε με της γειτόνισσας; Μοιάζει με των συγγενών και φίλων μας; Τι έχει τέλος πάντων αυτό το σπίτι και οι σκηνοθέτες της Θεσσαλονίκης εμπνέονται από αυτό;
Η απάντηση είναι απλή. Έχει Λόρκα. Έχει τη δύναμη του λόγου του, της γραφής του. Έχει ποίηση. Έχει νόημα. Έχει κλασικότητα και διαχρονικότητα. Είναι πέρα από το χρόνο, πέρα από την αισθητική, πέρα από το ίδιο το θέατρο.
Είναι η επιτομή του θεατρικού έργου, της θεατρικής γραφής. Και μοιάζει πιο επίκαιρο από ποτέ, όχι μόνο λόγω της διαχρονικότητάς του, αλλά κι επειδή ο Λόρκα όσο περνούν τα χρόνια μετουσιώνεται σε “Προφήτη” του Θεάτρου.
Επισήμως το Θέατρο του Άλλοτε και η σκηνοθέτης Βαρβάρα Δουμανίδου προανήγγειλαν ήδη την επιστροφή της παράστασης τον ερχόμενο Μάιο.
Ανεπισήμως το προανήγγειλε μέσω φωτογραφικού υλικού στα social media το εργαστήρι θεάτρου “Ο κύκλος της Μελπομένης” και η σκηνοθέτης Αννέτα Κορτσαρίδου για τουλάχιστον μία παράσταση κάπου στις αρχές Ιουνίου.
Είναι βέβαια φυσικό το συγκεκριμένο έργο να εμπνέει πρώτα και κύρια τις γυναίκες δημιουργούς, διότι σε πρώτο επίπεδο αφορά τη μητριαρχική οικογένεια και τις γυναίκες ως μάνες και κόρες. Υπάρχουν όμως πολλαπλά επίπεδα στο συγκεκριμένο έργο του Λόρκα και εν τέλει αφορά τους πάντες, γυναίκες και άνδρες, και τα πάντα.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες της στήλης τουλάχιστον δύο δραματικές σχολές στη Θεσσαλονίκη και άλλη μία στην Αθήνα μοίρασαν τους ρόλους του έργου στις σπουδάστριές τους, ώστε να δώσουν εξετάσεις και σε αυτό το κείμενο.
Ειδικά φέτος, και ακόμη πιο ειδικά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο που διανύουμε. Χρονική σύμπτωση-συνάντηση, ή απότοκος των όσων συμβαίνουν γύρω μας και πολλά από αυτά αφορούν το ίδιο το σπίτι μας;
“Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα” είναι το τελευταίο έργο που έγραψε ο Λόρκα το 1936 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1945. Μαζί με τη “Γέρμα” και το “Ματωμένο Γάμο” αποτελούν την τριλογία της “ισπανικής υπαίθρου” του συγγραφέα. Το έργο περιγράφει τα γεγονότα κατά την περίοδο πένθους σε ένα σπίτι στην Ανδαλουσία, όπου η 60χρονη Μπερνάρντα Άλμπα κατέχει τον απόλυτο έλεγχο πάνω στις κόρες της: Αγκούστιας, Μαγκνταλένα, Αμέλια, Μαρτίριο και Αδέλα. Στο σπίτι ζουν επίσης η Πόνθια, η οικονόμος, κι η Μαρία Χοσέφα, μητέρα της Μπερνάρντα. Στο έργο δεν εμφανίζεται επί σκηνής κανένας ανδρικός χαρακτήρας. Ακόμα κι ο Πέπε Ρομάνο, το αντικείμενο του πόθου για τις κόρες της Μπερνάρντα και μνηστήρας της Αγκούστιας, δεν εμφανίζεται ποτέ.
Σύμφωνα με την βικιπαιδεία, το έργο επικεντρώνεται στα ζητήματα της καταπίεσης, του συμβιβασμού και του πάθους και την επιρροή των ανδρών στις γυναίκες. Η τυραννία της Μπερνάρντα απέναντι στις κόρες της προμηνύει τη φύση του φασιστικού καθεστώτος του Φράνκο στην Ισπανία, λίγο μετά το τελείωμα του έργου του Λόρκα.
Μετά το θάνατο του δεύτερου συζύγου της, η Μπερνάρντα Άλμπα γίνεται τυραννική με τις πέντε κόρες της, που σπάνια είχαν οποιαδήποτε επαφή με το άλλο φύλο. Επιβάλλει πένθος 8 χρόνων και τον εγκλεισμό τους μέσα στο σπίτι, καθώς η ανώτερη τάξη τους δεν τους επιτρέπει να “ανακατεύονται” με τους απλούς χωρικούς. Η Ανγκούστιας, η μεγαλύτερη κόρη της Μπερνάρντα από τον πρώτο της γάμο, κληρονομεί την περιουσία του πατέρα της κι έτσι προσελκύει το ενδιαφέρον ενός μνηστήρα, του Πέπε Ρομάνο. Τον Πέπε όμως ποθούν κι η Αδέλα, η μικρότερη κόρη, που αρνείται να υποταχθεί στη μητέρα της και συνάπτει ερωτική σχέση μαζί του, αλλά κι η Μαρτίριο, που τη ζηλεύει για κάτι που η ίδια δεν μπορεί να αποκτήσει, λόγω του παρουσιαστικού της. Η ζήλια της Μαρτίριο θα οδηγήσει στο τραγικό τέλος της Αδέλα και στη διατήρηση του πένθους στο σπίτι. Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στις 18 Νοεμβρίου 1954 στο Θέατρο Κοτοπούλη σε μετάφραση Νίκου Γκάτσου, σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή με τη μεγάλη Κατίνα Παξινού να ερμηνεύει τη “Μπερνάρντα Άλμπα”.
Μεγάλο ενδιαφέρον στο κείμενο του Λόρκα έχει δείξει εδώ και χρόνια και ο σπουδαίος Ισπανός σκηνοθέτης Πέδρο Αλμοδόβαρ. Αν και σπάνια καταπιάνεται με θεατρικά έργα και μυθιστορήματα, δεν αποκλείεται σύντομα να επιχειρήσει με το δικό του τρόπο να το μεταφέρει στον κινηματογράφο.
Εμείς προς το παρόν αναμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον το ανέβασμα του σταθμού αυτού της Παγκόσμιας δραματουργίας το Μάιο και τον Ιούνιο στη Θεσσαλονίκη.
Φωτογραφικό υλικό