Για εκείνη προτεραιότητα έχει ο αδελφός της που είναι όλη της η οικογένεια. Για εκείνον πάλι προτεραιότητα έχει η #αγάπη που της έχει.
Γράφει η Νέλη Βυζαντιάδου για την Κουλτουρόσουπα.
Το ζέσταμα
Με το που διάβασα την υπόθεση του έργου, αποφάσισα χωρίς δεύτερη σκέψη ότι ήθελα να το δω. Με προσελκύει κάθε ιστορία που αναφέρεται σε οικογενειακές σχέσεις. Κάθε ιστορία που περιλαμβάνει δυσλειτουργικές οικογενειακές σχέσεις. Κάθε ιστορία που ξεκινά με έναν τρόπο και καταλήγει με διαφορετικό. Ήμουν λοιπόν έτοιμη να καλωσορίσω δυναμικές άλλης μιας οικογένειας και αυτή τη φορά εκτός του γραφείου μου.
Όσο περίμενα να ακούσω το τρίτο κουδούνι παρατηρούσα, όπως πάντα, τα σκηνικά. Ένα τραπέζι με δύο καρέκλες και πέντε καθρέφτες. Δεν είχα ιδέα για το πώς και αν θα αξιοποιόντουσαν οι καθρέφτες αλλά είχα ήδη αρχίσει να φαντάζομαι τι θα μπορούσαν να συμβολίζουν. Ένας καθρέφτης δείχνει αυτό που υπάρχει χωρίς να λέει κάτι. Κι αυτός που καθρεφτίζεται μέσα στον καθρέφτη έχει τη δυνατότητα να δει τον εαυτό του και να αποκτήσει μία πλήρη εικόνα χωρίς να χρειαστεί να προσπαθήσει ιδιαίτερα για αυτό. Θα ήταν άραγε ο ένας πρωταγωνιστής καθρέφτης για τον άλλον πάνω στη σκηνή; Θα ήταν όλοι τους καθρέφτες για εμάς τους θεατές που θα βλέπαμε κομμάτια των εαυτών μας ή ακόμα και ιστορίες μας σε αυτούς; Και τι θα είχαμε να καθρεφτίσουμε στους συντελεστές της παράστασης με το που θα έσβηναν τα φώτα και θα ακουγόταν το τελευταίο χειροκρότημα;
Η δράση
Ο Ντάνι και η Έλεν είναι ένα ζευγάρι που ετοιμάζεται να δειπνήσει, δηλαδή να μοιραστεί χρόνο στον προσωπικό τους χώρο, τη στιγμή που εισβάλλει χωρίς προειδοποίηση ο αδελφός της, ο Λίαμ. Αξιοσημείωτη λεπτομέρεια: μπαίνει στο διαμέρισμα του ζευγαριού με κλειδί. Αυτό από μόνο του θα μπορούσε να αποτελεί θέμα πολλών άρθρων και ακόμα περισσότερων συζητήσεων. Μα κανείς δεν έμαθε σε αυτά τα δυο αδέλφια την αξία των ορίων; Κανείς δεν εξήγησε σε αυτή τη γυναίκα ότι το σπίτι αυτό δεν είναι μόνο δικό της αλλά και του συζύγου της; Κανείς δεν είπε στον αδελφό της ότι ακόμα κι αν εκείνη έκανε το λάθος να του δώσει το κλειδί του σπιτιού, αυτός δεν θα έπρεπε να το εκμεταλλευτεί παραβιάζοντας τα όρια του ζευγαριού; Ο Λίαμβέβαια είχε την ακριβώς αντίθετη άποψη. Αν και ζητούσε συγνώμη, χωρίς ασφαλώς να το εννοεί, που διέκοψε τη βραδιά των δυο συντρόφων και που ενοχλούσε, συνέχιζε να το κάνει χωρίς τύψεις. Αυτό κάνουν τα κακομαθημένα αδέλφια, σκέφτηκα τη στιγμή εκείνη. Αυτό κάνουν οι κακομαθημένοι άνθρωποι, συμπλήρωσα στη σκέψη μου.
Το κακό όμως συνεχίστηκε καθώς ο αδιάκριτος και ενοχλητικός αδελφός τρύπωσε κυριολεκτικά ανάμεσα στους δύο μονοπωλώντας το χρόνο και την προσοχή και των δυο τους και κυρίως της αδελφής του. Εκείνη πάλι ούτε που σκέφτηκε τι έμεινε στη μέση και δεν αναφέρομαι μόνο στο δείπνο που δεν πρόλαβαν να απολαύσουν. Για εκείνη προτεραιότητα είχε σαφώς ο αδελφός της. Ο μικρός, κακομαθημένος και ανώριμος αδελφός της τον οποίο υποστήριζε με όλη της τη δύναμη. Ο μικρός, κακομαθημένος και ανώριμος αδελφός της του οποίου τις συμπεριφορές δικαιολογούσε ακόμα κι όταν ήταν ηλίου φαεινότερο ότι δεν υπήρχε δικαιολογία. Εκείνη όμως επέμενε να βλέπει το φως πάνω του ενώ όλοι οι υπόλοιποι βλέπαμε το σκοτάδι. Εκείνη επέμενε να κρατά το ρόλο του προστάτη του ενώ ο ίδιος γινόταν ο θύτης της. Εκείνη επέμενε να θέτει σε κίνδυνο το γάμο της ενώ ο αδελφός της έθετε σε κίνδυνο τις ζωές όλων. Άσχημο πράγμα η άρνηση, συλλογίστηκα. Να σου λένε όλοι πως έχεις άδικο κι εσύ να μην το δέχεσαι. Να σου λένε όλοι πως ευνοείς υπερβολικά έναν άνθρωπο κι εσύ να μην το πιστεύεις. Να σου λένε όλοι πως τώρα πια οικογένειά σου είναι ο άντρας που παντρεύτηκες κι εσύ να εξακολουθείς να θεωρείς οικογένεια την οικογένεια στην οποία γεννήθηκες και μεγάλωσες.
Κι όσο έβλεπα το Ντάνι να ανέχεται αυτήν την τοξική και οριακά αρρωστημένη σχέση της Έλεν με τον αδελφό της, αναρωτιόμουν τι να ήταν αυτό που τον έκανε τόσο ελαστικό, τόσο υποχωρητικό, τόσο δεκτικό. Τι ήταν αυτό που τον έκανε να δέχεται τόσο εύκολα, παρόλο που φαινόταν ότι υπέφερε, αυτή την τοξική συμμαχία; Κι αν υπέφερε, γιατί δε μιλούσε; Γιατί δεν έλεγε την αλήθειά του; Γιατί δεν έβαζε λόγια στις ανάγκες του; Γιατί παρέμενε τόσο ευγενικός και τόσο υπομονετικός ενώ μέσα του έβραζε; Μήπως φοβόταν τη σύγκρουση που θα ακολουθούσε με την Έλεν; Και με τη σύγκρουση μέσα του τι γινόταν; Γιατί την αγνοούσε; Μου ερχόταν να του φωνάξω από κάτω ‘Ξύπνα. Έχεις κι εσύ δικαιώματα σε αυτό το σπίτι. Έχεις κι εσύ δικαιώματα σε αυτό το γάμο. Πες τι δεν σου αρέσει. Πες τι σε ενοχλεί. Πες τι νιώθεις για αυτό που βλέπεις να διαδραματίζεται μπροστά σου’. Δεν το έκανα όμως. Δεν θα μπορούσα να το κάνω έτσι κι αλλιώς από τη στιγμή που ήμουν σε μια αίθουσα θεάτρου και όχι στο γραφείο μου με ένα θεραπευόμενό μου. Ακόμα όμως κι αν μπορούσα να το κάνω, ίσως και να έμενα κι εγώ σιωπηλή όπως ο Ντάνι. Μέχρι τη στιγμή που δεν θα άντεχε άλλο αυτήν τη σιωπή. Τη σιωπή που έκανε τόσο θόρυβο.
Η σκηνή που με προβλημάτισε ήταν η σκηνή στην οποία η Έλεν, αναφερόμενη στον αδελφό της, είπε στο Ντάνι ‘Μα αυτός είναι η οικογένειά μου’. Αυτό το σφιχτό δέσιμο ήταν μια παθολογική σχέση εξάρτησης – συνεξάρτησης από την οποία δεν θα έμενε κανείς αλώβητος. Ο Λίαμ ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος που φερόταν εξαιρετικά ανώριμα και ανεύθυνα κάνοντας ανούσια ξεσπάσματα και καταφέρνοντας με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να χειραγωγήσει τους γύρω του. Από τη μια εμφανιζόταν αδύναμος και εύθραυστος και από την άλλη αποκάλυπτε τη φθονερή του πλευρά. Από τη μια έλεγε πόσο πολύ θαύμαζε το Ντάνι και από την άλλη τον απαξίωνε προκλητικά λέγοντας πως τα βρήκε όλα έτοιμα και εύκολα στη ζωή του σε αντίθεση με τον ίδιο που ήταν ένα θύμα. Και φυσικά ο Λίαμ ήταν στο ρόλο του εξαρτημένου στη σχέση εξάρτησης – συνεξάρτησης που μοιραζόταν με την αδελφή του. Δημιουργούσε διαρκώς χάος στη ζωή της χωρίς να τον ενδιαφέρει και δεν δίσταζε να ζητήσει βοήθεια θεωρώντας αυτονόητο και δεδομένο ότι θα του την έδιναν στο όνομα της αγάπης. Η Έλεν είχε αναλάβει το ρόλο της διασώστριας του αδελφού της και φυσικά του συνεξαρτημένου ατόμου σε αυτήν την ασφυκτική σχέση. Έκανε τα πάντα για να ανακουφίσει τον πόνο του αδελφού της και να τον γλυτώσει από τους μπελάδες στους οποίους ο ίδιος έμπλεκε συστηματικά. Δικαιολογούσε διαρκώς τα λάθη του απαιτώντας από τον άντρα της να κάνει το ίδιο στο όνομα της οικογενειακής συνοχής. ‘Είμαστε ή δεν είμαστε οικογένεια;’, ρωτούσε με καθαρά χειριστικό ύφος.
Η σκηνή που ξεχώρισα ήταν αυτή στην οποία ο Ντάνι αποκάλυψε στην Έλεν τι έκανε προκειμένου να βοηθήσει τον αδελφό της. Κι ήταν τόσο μακριά από τον ίδιο και την κοσμοθεωρία του αυτό που επέλεξε να κάνει για να αποδείξει στην αγαπημένη του ότι ήταν οικογένεια. Χρειάστηκε να έρθει σε επαφή με τη χειρότερη εκδοχή του εαυτού του. Χρειάστηκε να γίνει η χειρότερη εκδοχή του εαυτού του κι αυτό ήταν η αρχή της αντίστροφης μέτρησης μέσα του. Μέχρι πού φτάνει κανείς για να προστατεύσει την οικογένειά του, έγραφε το ενημερωτικό σημείωμα της παράστασης. Κι εγώ αναρωτιόμουν μέχρι πού φτάνει κανείς για να αποδείξει την αγάπη του στον άλλον; Μέχρι πού φτάνει κανείς για να μην τον απορρίψουν; Μέχρι πού φτάνει κανείς για να γίνει αρεστός και αγαπητός; Μα δεν σκέφτηκε αυτός ο άνθρωπος ότι όσο περισσότερο αγγίζει τη χειρότερη εκδοχή του, τόσο πιο απογοητευμένος θα νιώθει με τον εαυτό του; Όσο περισσότερο θα ανέχεται συμπεριφορές που του προξενούν πόνο, τόσο περισσότερο θα ενισχύει αυτές τις συμπεριφορές από όπου κι αν προέρχονται;
Κι ήταν εκείνο το σημείο της παράστασης στο οποίο δικαιώθηκα μέσα μου. Ήταν το σημείο στο οποίο ένιωσα κάθαρση. Φαντάζομαι πως και οι υπόλοιποι θεατές ένιωσαν κάτι ανάλογο. Ήταν το σημείο στο οποίο άκουσα επιτέλους το Ντάνι να μιλάει. Να μιλάει με αλήθεια. Να μιλάει μέσα από την καρδιά του. Να σπάει τη σιωπή του και να βάζει σε λόγια τις σκέψεις του. Ήταν η στιγμή που καλωσόρισε τον ενήλικο εαυτό του μη επιτρέποντας άλλο να παίζουν με τα όρια του, να παραβιάζουν τα όρια του, να αποφασίζουν για τον ίδιο. Η ατάκα που θα θυμάμαι ήτανη εξής: ‘Δεν τον θέλω άλλο στο σπίτι μου’, είπε ο Ντάνι χωρίς δισταγμό. Ήθελα να ακούσω ξανά και ξανά αυτές τις λέξεις. Ήταν οι λέξεις που έλεγα μέσα μου από την πρώτη κιόλας σκηνή του έργου. Ήταν οι λέξεις που θα έπρεπε να είχε πει πολύ καιρό πριν. Ήταν οι λέξεις που καλό θα ήταν να είχε πει η Έλεν χωρίς να φέρει σε δύσκολη θέση τον άνθρωπο που αγαπούσε. Ποτέ δεν είναι αργά. Ακόμα κι αν είναι αργά, δεν είναι ανώφελο.
Ο ρόλος που με συγκίνησε ήταν ξεκάθαρα ο ρόλος του Ντάνι. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ένας ήρωας. Ένας ήρωας που σήκωσε στους ώμους του βάρη που δεν ήταν δικά του. Ένας ήρωας που άντεχε να ζει σκηνικά που δεν ήθελε να ζει. Ένας ήρωας που υποστήριζε τη γυναίκα του παρά τις αντιρρήσεις του. Ένας ήρωας που δάνειζε το κίτρινο μπλουζάκι του στον αδελφό της ακόμα κι αν δεν θα ήθελε να είχε καμία απολύτως σχέση μαζί του. Ένας ήρωας που προσπάθησε να εξηγήσει μέσα του τα ανεξήγητα. Ένας ήρωας που αποφάσισε πως είχε φτάσει η ώρα να μιλήσει, να τραβήξει κόκκινες γραμμές, να διαχωρίσει τη θέση του, να ρισκάρει. Γιατί αυτό κάνει ένας ήρωας. Ρισκάρει.
Όσο για εκείνη θα έπρεπε να νιώθει ευγνωμοσύνη για τον ήρωα που είχε στη ζωή της. Ευγνωμοσύνη γιατί της θύμιζε πως για έναν ενήλικα οικογένεια είναι αυτή που δημιουργεί με τον άνθρωπο που αγαπά και επιλέγει να έχει δίπλα του και όχι αυτή στην οποία έτυχε να γεννηθεί και να μεγαλώσει. Αυτή είναι η οικογένεια καταγωγής που ανήκει στο χθες. Η άλλη είναι η οικογένεια που ανήκει στο σήμερα και είναι το αύριο. Μόνο αν αναγνώριζε την ευγνωμοσύνη απέναντι στο Ντάνι θα μπορούσε να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο γάμο τους και την οικογένειά τους χωρίς να νιώθει ότι προδίδει τον αδελφό της. Έναν αδελφό που την είχε προδώσει πολλές φορές ως τότε.
Το κλείσιμο
Χειροκρότησα με όλη μου την καρδιά. Άξιζαν το χειροκρότημά μου. Αυτό που είδα μου είχε δώσει πολλή και κυρίως καλή τροφή για σκέψη. Τροφή που θα χώνευα περπατώντας προς το σπίτι μου. Παρά το κρύο που είχε αυτό το χειμωνιάτικο βράδυ, ο αέρας ήταν καθαρός. Καθαρός και χωρίς μικρόβια όπως οφείλει να είναι ο αέρας κάθε γάμου. Καθαρός από επιρροές τρίτων και χωρίς μικρόβια τοξικών συμπεριφορών. Και δυστυχώς αυτό είναι αρκετά δύσκολο στη χώρα μας που κατά τα άλλα όλα γίνονται στο όνομα της ‘οικογενειακής αγάπης’. Ακόμα και τα εγκλήματα.
Η αίσθηση με την οποία έμεινα ήταν ότι δεν είναι ποτέ αργά να βρει κανείς τη φωνή του και να βάλει σε λέξεις αυτά που νιώθει, αυτά που σκέφτεται, αυτά που τον πνίγουν. Και τελικά οι καθρέφτες αποδείχθηκαν πολύτιμοι. Έδειξαν πολλά. Είδαν πολλά. Καθρέφτισαν πολλά.