Αυτή ενδεχομένως να ήταν η χρονιά της Μπερνάρντα Άλμπα και του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα εάν αναλογιστεί κανείς ότι το συγκεκριμένο έργο ανέβηκε φέτος εις διπλούν στη Θεσσαλονίκη. Επαγγελματικά και…αντιφασιστικά (κοινωνικοπολιτικά) από το Θέατρο του Άλλοτε και τη Βαρβάρα Δουμανίδου με την πάντα εξαίρετη Όλγα Καλαμάρα στον ομώνυμο ρόλο στο Θέατρο Αυλαία και εργαστηριακά ποιητικά και σύγχρονα ενδυματολογικά και σκηνικά από τον “Κύκλο της Μελπομένης” της Αννέτας Κορτσαρίδου στο Φουαγιέ του Μ2 στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.
Το θεατρικό εργαστήρι της Αννέτας Κορτσαρίδου έκανε μία σαφώς πολύ καλή και ενδιαφέρουσα δουλειά εάν λάβει κανείς υπόψη του ότι ουδεμία δεν είναι επαγγελματίας του χώρου, ανεξάρτητα από το εάν θελήσουν μπορούν να κάνουν το βήμα, ειδικά η Δανάη Σπανιά, που εμφανίστηκε ως Αντέλα της 3ης πράξης.
Η Κορτσαρίδου που έκανε τη διδασκαλία και τη σκηνοθεσία , αξιοποίησε όλο το θηλυκό δυναμικό του εργαστηρίου της σε ότι αφορά στο τμήμα ενηλίκων. Εκτός από τέσσερις κοπέλες που κρατούσαν σταθερά τους ρόλους τους και στις 3 πράξεις, όλοι οι άλλοι χαρακτήρες ενσαρκώθηκαν από διαφορετικές ερμηνεύτριες σε κάθε πράξη, ιδίως η Μπερνάρντα Άλμπα.
Τρεις ήταν οι Μπερνάρντες, μία για κάθε πράξη, μία για κάθε μήνυμα. Η πρώτη η δεσποτική, η δεύτερη η “Γερμανίδα” και η τρίτη η “α-συναισθηματική”.
Το σκηνικό και οι φωτισμοί λιτοί, απέριττοι και μεταμοντέρνοι, ενώ το εύρημα – αναφορά στο μεταφραστή του έργου και σπουδαίο ποιητή Νίκο Γκάτσο με τραγούδια (μόνο φωνή όχι μουσική) σε στίχους δικούς του ήταν μία άσκηση όχι μόνο για τις ερμηνεύτριες αλλά και για τους θεατές.
Η παράσταση αν και εργαστηριακή, δεν ήταν διόλου ερασιτεχνική. Ήταν πειραματική, ασκησιολογική και σε ένα φουλ από κόσμο χώρο έπαιρνε άλλη διάσταση.
Και έδωσε το στίγμα. Να στηρίζουμε ως θεατές και αυτές τις παραστάσεις. Όχι μόνον τις αμιγώς εμπορικοεπαγγελματικές.
Γιατί πολλές φορές τα εργαστήρια, είτε οι σπουδαστές τους γίνουν επαγγελματίες του χώρου, είτε όχι, δίνουν τροφή στο κοινό και μάλιστα θρεπτική και πλούσια σε καλλιτεχνικές βιταμίνες.
Άξια η δουλειά της Αννέτας Κορτσαρίδου και των κοριτσιών της απέσπασε πολύ θερμό χειροκρότημα. Η ενασχόληση άλλωστε της πρώτης με τη μαραθώνια κολύμβηση της έδωσε το καίριο πλεονέκτημα να “ασκήσει”να “προπονήσει” τις σπουδάστριές της γιατί το θέατρο είτε είναι πρωταθλητισμός, είτε απλά αθλητισμός, άρα επίμονο, επίπονο και πολλές φορές επώδυνο, αλλά πάντα λυτρωτικό, εκτονωτικό και δημιουργικό.
Θυμίζουμε ότι είναι το τελευταίο έργο που έγραψε ο Λόρκα, το 1936, και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1945. Μαζί με τη “Γέρμα” και το “Ματωμένο Γάμο” αποτελούν την τριλογία της “ισπανικής υπαίθρου” του συγγραφέα.
Το έργο περιγράφει τα γεγονότα κατά την περίοδο πένθους σε ένα σπίτι στην Ανδαλουσία, όπου η 60χρονη Μπερνάρντα Άλμπα κατέχει τον απόλυτο έλεγχο πάνω στις κόρες της: Αγκούστιας, Μαγκνταλένα, Αμέλια, Μαρτίριο και Αδέλα. Στο σπίτι ζουν επίσης η Πόνθια, η οικονόμος, κι η Μαρία Χοσέφα, μητέρα της Μπερνάρντα. Στο έργο δεν εμφανίζεται επί σκηνής κανένας ανδρικός χαρακτήρας. Ακόμα κι ο Πέπε Ρομάνο, το αντικείμενο του πόθου για τις κόρες της Μπερνάρντα και μνηστήρας της Ανγκούστιας, δεν εμφανίζεται ποτέ.
Το έργο επικεντρώνεται στα ζητήματα της καταπίεσης, του συμβιβασμού και του πάθους και την επιρροή των ανδρών στις γυναίκες. Η τυραννία της Μπερνάρντα απέναντι στις κόρες της προμηνύει τη φύση του φασιστικού καθεστώτος του Φράνκο στην Ισπανία, λίγο αφού τελειώσει το έργο του ο Λόρκα.
Οι φήμες λένε πως ακόμη και ο μεγάλος Ισπανός κινηματογραφιστής και σκηνοθέτης Πέδρο Αλμοδόβαρ ενδιαφέρεται να το διασκευάσει για τον κινηματογράφο με το δικό του χαρακτηριστικό τρόπο.
Φωτογραφικό υλικό