.
.
Το «Τζόρνταν» αποτελεί έναν εμβληματικό μονόλογο των Άννα Ρέινολντς και Μόιρα Μπουφίνι, ο οποίος αναφέρεται στη Σίρλεϊ Τζόουνς και την ιστορία της, που συντάραξε την κοινή γνώμη της Βρετανίας τη δεκαετία του 1980. Η ίδια, ζώντας σε ένα τοξικό περιβάλλον, τόσο ως παιδί, όσο και ως ενήλικη, προβαίνει στην αποτρόπαια πράξη της παιδοκτονίας, ενώ επιχειρεί να τερματίσει ξανά και ξανά τη ζωή της.
Η απόπειρα να μεταφερθεί αυτό το κείμενο στην ελληνική θεατρική σκηνή έγινε πρωταρχικά από την Κάτια Δανδουλάκη και στη συνέχεια από την Μαρίνα Ασλάνογλου. Αυτήν την φορά το δίδυμο Αϊβάζης-Κορινθίου ανέβασαν αυτό το πολυσήμαντο έργο για δεύτερη χρονιά στην Αθήνα, με το θέατρο «Αυλαία» να φιλοξενεί ορισμένες παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη. Η προσπάθεια φάνηκε να επικροτείται από το κοινό ως προς την προσέλευση, δεδομένου μάλιστα, πως αποτέλεσε μία εκ των πρώτων παραστάσεων, που έλαβαν χώρα με το άνοιγμα και πάλι των θεατρικών σκηνών για τη -δύσκολη- φετινή χειμερινή περίοδο. (σημ: οι παραστάσεις της τρέχουσας εβδομάδας αναβλήθηκαν).
Ξεκινώντας από τα θετικά στοιχεία (+) της παράστασης, θα πρέπει να αναφερθούμε στο κείμενο. Πράγματι ο συγκεκριμένος μονόλογος σε μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη, αποτελεί ένα συμπαγές και καλοδουλεμένο κείμενο, το οποίο κινείται σε δραματικά πλαίσια, με έντονο το αστυνομικό στοιχείο, ενώ μοιάζει να αποπειράται να προσδώσει τις πτυχές μίας σύγχρονης τραγωδίας. Δεν αποτελεί εξιστόρηση μίας απλής ιστορίας ενός φόνου, αλλά η αναζήτηση των αιτίων και των αφορμών, ανοίγει έναν δίαυλο στο να αναφερθούν κρίσιμα ζητήματα, όπως η ενδοοικογενειακή βία, η βλαπτική υπερβολική αγάπη, η κοινωνική θέση των γυναικών, κ.ά. Η ύπαρξη φλας μπακ, αρκετών κοφτών σημείων, κρίσιμων παύσεων και ανατροπών ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο το περιεχόμενο του κειμένου. Όλα αυτά τα στοιχεία καθιστούν το κείμενο ένα δύσκολο μονόλογο, που χρειάζεται εξίσου προσεγμένη σύνθεση των λοιπών στοιχείων της παράστασης, κάτι, που δυστυχώς εδώ δεν φαίνεται να συμβαίνει.
Ένα ακόμη θετικό γνώρισμα αποτελεί η μουσική του Δημήτρη Ίσαρη, η οποία δίνει μία καταθλιπτική αίσθηση, τονίζοντας την δραματική υπόσταση και βάση του κειμένου, υπογραμμίζοντας τις σιωπές, οι οποίες είναι αρκετά συχνές και αναγκαίες.
Η πρωταγωνίστρια Μαρία Κορινθίου σε έναν ρόλο έξω από τα νερά της και από όσα μας έχει συνηθίσει, φάνηκε, πως προσπάθησε να αποδώσει τα μέγιστα, χωρίς όμως να το καταφέρνει. Σε ορισμένα σημεία ήταν πράγματι αρκετά καλή και έβγαλε συναίσθημα, όμως στα υπόλοιπα δεν φάνηκε να πείθει με το κείμενο να την καταπίνει. Οι πολλές φωνές, με στόχο να βγάλουν ένταση και συναισθηματική φόρτιση κούρασαν και φάνηκαν περιττές. Δυστυχώς, η προσπάθειά της «πνίγηκε» από μία σκηνοθεσία, που την άφησε εκτεθειμένη, χωρίς να μπορέσει να την προστατέψει.
Ερχόμενος τώρα στα αρνητικά σημεία (-) της παράστασης, που είναι πολλαπλά, πρέπει να επισημανθεί το κύριο σημείο, που φάνηκε να οδηγεί σε ναυάγιο την παράσταση και να συμπαρασύρει μαζί του και τα υπόλοιπα στοιχεία αυτής. Αυτό δεν ήταν άλλο από την σκηνοθεσία του Γιάννη Αϊβάζη. Σε έναν μονόλογο, όπου ένας μόνο ηθοποιός εκτίθεται πάνω στην σκηνή εκτός από το δυνατό κείμενο, χρειάζεται μία δυναμική σκηνοθεσία, που θα μπορέσει να φωτίσει τα σημεία αυτού και να αναδείξει τις δυνατότητες του/της εκάστοτε ηθοποιού. Στην περίπτωσή μας μιλάμε για μία άκρως συμβατική και κενού περιεχομένου σκηνοθεσία. Ελάχιστα ευρήματα (3 στο σύνολο) προσπάθησαν να δώσουν μία πνοή σε μία ασφυκτικά φτωχή, υποτονική και άκρως διεκπεραιωτική σκηνοθεσία. Σε ένα τέτοιο έργο, προσφέρονται πολλαπλές δυνατότητες για έναν σκηνοθέτη, που δυστυχώς εδώ δεν φάνηκε να αξιοποιούνται ούτε στο ελάχιστο. Ίσως ο μονόλογος να αποτελεί το δυσκολότερο θεατρικό είδος, καθώς πρέπει να κρατήσεις το ενδιαφέρον του κοινού καθόλη τη διάρκεια. Και αυτό καλώς ή κακώς δεν κερδίζεται με κραυγές ή κρότους…
Εξίσου αδύναμο σημείο αποτέλεσαν οι φωτισμοί του Νίκου Βούλγαρη, οι οποίοι πραγματικά κούρασαν. Χωρίς εναλλαγές και με σταθερά χρώματα δημιούργησαν ένα πολύ ψυχρό αποτέλεσμα, που όχι μόνο δεν φώτισε το κείμενο, αλλά αντίθετα φάνηκε να δημιουργεί κόπωση στα μάτια, με τις πιο «σκούρες» στιγμές να είναι πολύ καλύτερες μπροστά στις βαρετά φωτεινές.
Το σκηνικό της παράστασης, της Μαρίας Φιλίππου κινήθηκε σε μέτρια επίπεδα, χωρίς να εντυπωσιάζει. Συγκεκριμένα, αποτελούνταν από ένα σχηματισμένο κελί με τα κάγκελα της φυλακής (στοιχείο, που αποτέλεσε ένα ωραίο εύρημα, που δημιουργούσε μία πιο ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα), έναν καναπέ (που υπήρχε χωρίς λόγο για να κάθεται η πρωταγωνίστρια με την παράσταση να έχει μία στατική σύλληψη σε πολλά σημεία), και τέλος ένα κρεβάτι (που σχεδόν δεν χρησιμοποιήθηκε καθόλου από την σκηνοθεσία).
Συνολικά (=), θα λέγαμε, πως δυστυχώς το πολύ προσεγμένο κείμενο με τα πολλαπλά νοήματα υποβαθμίστηκε από τα υπόλοιπα στοιχεία της παράστασης, με την πρωταγωνίστρια να προσπαθεί να αποδώσει, αλλά να καταλήγει εγκλωβισμένη από μία υποτονική σκηνοθεσία, χωρίς βάθος και δυναμική.
Βαθμολογία:
5,2/10
-k-
ΑΥΛΑΙΑ
«ΤΖΟΡΝΤΑΝ» των Ρέϋνολντς & Μπουφίνι.
ΑΝΑΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ
.
.
Η Σίρλεϋ, μεγάλωσε σε μια φτωχή οικογένεια με ένα πατέρα βάναυσο που κακοποιούσε τη μητέρα της. Λίγο μετά την εφηβεία της, βρίσκει τον έρωτα και μαζί μια δίοδο διαφυγής στο πρόσωπο ενός μηχανόβιου εραστή. Η Σίρλεϋ μένει έγκυος κι αυτός δεν αργεί να πατήσει στα μονοπάτια του πατέρα της και να γίνει βίαιος, χτυπώντας την, εξευτελίζοντάς την και φέρνοντας ακόμη και μέσα στο ίδιο τους το σπίτι άλλες γυναίκες για να του προσφέρουν ηδονή.
Σκηνοθεσία: Γιάννης Αϊβάζης.
Ερμηνεύουν: Μαρία Κορινθίου.
.
Ήμερες και ώρες παραστάσεων: ΝΕΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ: Από Πέμπτη 22 έως την Κυριακή 25 Οκτωβρίου στις 21:00.
.
-k-
.
Δείτε & αυτά:
.
& αυτά:
Φωτογραφικό υλικό