Το σπίτι αυτό θα μπορούσε να είναι άνετα μια σχέση, ένας γάμος, μια δουλειά. Μια κατάσταση που έχει μείνει παραμελημένη για καιρό και βρίσκουν την ευκαιρία κάποιοι τρίτοι να μπουν και να την εκμεταλλευτούν προς δικό τους όφελος.
Γράφει η Νέλη Βυζαντιάδου για την Κουλτουρόσουπα.
Το ζέσταμα
Έχοντας διαβάσει την υπόθεση του έργου που επρόκειτο να δω, ήμουν ήδη αρκετά ζεσταμένη μέσα μου για να προβληματιστώ γόνιμα γύρω από τις διαπροσωπικές σχέσεις που απασχολούν όλους μας λιγότερο ή περισσότερο σε κάποια τουλάχιστον φάση της ζωής μας.
Φανταζόμουν να δω λοιπόν ένα έργο στο οποίο η έμφαση θα δινόταν τόσο στις εσωτερικές όσο και στις διαπροσωπικές συγκρούσεις με αφορμή ένα σπίτι καθώς όλα θα διαδραματιζόντουσαν σε ένα σπίτι. Κι αναρωτιόμουν αν αυτά που θα έβλεπα θα επιβεβαίωναν τα λόγια του Τζέιμς Μπάλντουιν: ‘Ίσως το σπίτι δεν είναι ένα μέρος αλλά απλά μια αμετάκλητη κατάσταση’.
Η δράση
Από τα πρώτα κιόλας λεπτά το σπίτι απέκτησε μια διαφορετική υπόσταση θυμίζοντας μου αυτό που είχε γράψει ο Άρθουρ Μίλλερ: ‘Δουλεύεις μια ζωή να ξεπληρώσεις ένα σπίτι. Στο τέλος είναι δικό σου και δεν υπάρχει κανένας να ζήσει σε αυτό’. Σε αυτήν την περίπτωση ούτε το σπίτι ήταν της πρωταγωνίστριας, ούτε άδειο ήταν. Το σπίτι αυτό ήταν του αδελφού της ο οποίος έλειπε και είχε αναλάβει αυτή την ευθύνη να το επιβλέπει. Στο σπίτι αυτό όμως είχαν ‘εισβάλλει’ δύο άγνωστοι με την οικογένειά τους και είχαν οικειοποιηθεί έναν ξένο χώρο χωρίς να δείχνουν τον παραμικρό φόβο. Άλλωστε είχαν όλο το χωριό με το μέρος τους, όπως έσπευσαν να δηλώσουν από την αρχή στην τρομαγμένη και αργότερα θυμωμένη πρωταγωνίστρια.
Κι όσο έβλεπα τις συναισθηματικές διακυμάνσεις της, τόσο σκεφτόμουν τα διαφορετικά συναισθηματικά στάδια από τα οποία περνά κάθε άνθρωπος όταν παραβιάζεται η προσωπική του ζωή, ο προσωπικός του χώρος και οτιδήποτε άλλο είναι δικό του. Στην αρχή τρομάζει και ενδεχομένως να μην ξέρει πώς να σταθεί απέναντι σε αυτόν που κάνει την παραβίαση. Αργότερα θυμώνει γιατί διαπιστώνει πως όλο αυτό είναι παράλογο και άδικο και τέλος αποφασίζει να κάνει κάτι για να διεκδικήσει πίσω αυτό που του ανήκει. Όλα αυτά συμβαίνουν όταν κάποιος είναι και νιώθει δεμένος με κάτι. Όταν αντιλαμβάνεται την παραβίαση των προσωπικών του ορίων και συνειδητοποιεί ότι πρέπει να αντιδράσει προκειμένου να περιορίσει τη ζημιά που γίνεται.
Το σπίτι αυτό θα μπορούσε να είναι άνετα μια σχέση, ένας γάμος, μια δουλειά. Μια κατάσταση που έχει μείνει παραμελημένη για καιρό και βρίσκουν την ευκαιρία κάποιοι τρίτοι να μπουν και να την εκμεταλλευτούν προς δικό τους όφελος. Έτσι γίνεται κάθε φορά που σταματάμε να ασχολούμαστε με κάτι. Έτσι γίνεται κάθε φορά που σταματάμε να φροντίζουμε κάτι που απαιτεί φροντίδα. Κι αυτό το σπίτι, το σπίτι του έργου, είχε μείνει άδειο για καιρό. Άδειο και ξεχασμένο. Άδειο, ξεχασμένο και ανεκμετάλλευτο. Μέχρι που βρέθηκε ένα ζευγάρι με τα παιδιά του και το σπίτι πήρε ζωή. Γέμισε φωνές, μυρωδιές και εικόνες. Το σπίτι πήρε ζωή κι ας μην ανήκε σε αυτούς. Με τον καιρό άρχισε να γίνεται δικό τους. Να το νιώθουν δικό τους παρόλο που τυπικά δεν ήταν δικό τους. Κι όμως αυτοί οι άγνωστοι ‘εισβολείς’ διόρθωσαν τις ζημιές, φρόντισαν τους χώρους του και το ένιωσαν δικό τους.
Η σκηνή που ξεχώρισα ήταν η σκηνή στην οποία η πρωταγωνίστρια δοκιμάζει να διαχωρίσει τη δική της παρουσία από την παρουσία των ‘εισβολέων’ βάζοντας όρια και ξεχωρίζοντας τους χώρους του σπιτιού. Μια λευκή ταινία στο πάτωμα ήταν αρκετή για να συμβολίσει τα όρια. Γιατί χωρίς όρια δεν υπάρχει ασφάλεια. Γιατί χωρίς όρια δεν υπάρχει σταθερότητα και προβλεψιμότητα. Τα όρια δεν είναι τιμωρία ή εκδίκηση και αυτή δεν ήθελε να τους τιμωρήσει. Να προστατευτεί ήθελε και να κρατήσει για την ίδια κάτι δικό της. Ήταν σημαντικό να έχει την αίσθηση ότι υπήρχε ακόμη κάτι δικό της παρά τους ‘εισβολείς’ με τους οποίους υποχρεώθηκε στην αρχή και επέλεξε αργότερα να ζήσει μαζί.
Η σκηνή που με προβλημάτισε ήταν η σκηνή στην οποία η πρωταγωνίστρια ικέτευε τον ‘εισβολέα’ να μη φύγει από το σπίτι. Ξεκολλούσε με μανία τη λευκή ταινία από το πάτωμα δείχνοντας την πρόθεσή της να πάρει πίσω όλα όσα είχε προσπαθήσει να κατακτήσει αρκεί να μην την εγκατέλειπαν. Δεν την ένοιαζαν άλλο πια τα όρια. Θα έκανε ό,τι της ζητούσε αυτός ο άντρας για να μη μείνει μόνη. Εκλιπαρούσε μια αγκαλιά του. Λαχταρούσε ένα φιλί του. Μα πάνω από όλα ικέτευε την παρέα του για να μη μείνει μόνη. Κι ήταν έτοιμη να κάνει τα πάντα, ακόμα και τα πιο απαξιωτικά, για να μη μείνει μόνη. Κι όσο την έβλεπα πεσμένη στο πάτωμα χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας, τόσο θυμόμουν το Μιγκέλ Θερβάντες σύμφωνα με τον οποίο δεν υπάρχει μεγαλύτερη τρέλα που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος από το να απελπιστεί. Κι αυτή η γυναίκα ήταν πολύ απελπισμένη.
Ο ρόλος που με συγκίνησε ήταν ασφαλώς ο δικός της. Ο ρόλος της γυναίκας που πέφτει όσο πιο χαμηλά μπορεί να πέσει γιατί τελικά δεν είχε ποτέ σηκωθεί ψηλά. Της γυναίκας που σέρνεται γιατί δεν ξέρει να πατάει στα πόδια της. Της γυναίκας που αδυνατεί να διαχειριστεί το τραύμα της απόρριψης και της εγκατάλειψης γιατί δεν φροντίστηκε ποτέ σωστά και ολοκληρωμένα στη ζωή της. Της γυναίκας που δεν έμαθε να σέβεται τον εαυτό της με συνέπεια να μη τη σέβονται και οι άλλοι. Της γυναίκας που δε δίσταζε να υποταχθεί για να μη βιώσει τον πόνο της μοναξιάς. Άλλωστε η απελπισία, σύμφωνα με το Ρομαίν Γκάρυ, είναι πάντοτε υποταγή.
Το κλείσιμο
Βγήκα από το θέατρο Αμαλία με έντονη επιθυμία να περπατήσω. Παρόλο που είχε πολύ κρύο, ήθελα να αφήσω τον αέρα να καθαρίσει τις σκέψεις μου και το περπάτημα θα βοηθούσε σίγουρα σε αυτό.
Η αίσθηση με την οποία έμεινα είχε κάτι από θλίψη. Όσο κι αν ήθελα, δυσκολευόμουν να ξεχάσω την εικόνα της πρωταγωνίστριας στο πάτωμα με τα ξηλωμένα και τσαλακωμένα όρια στα χέρια της. Κι ήταν τότε που σκέφτηκα πολλούς θεραπευόμενούς μου. Ανθρώπους που μαζεύουν όπως όπως τα όρια που βάζουν για να μη δυσαρεστήσουν τους γύρω τους. Ανθρώπους που προτιμούν να ζουν όπως προστάζουν οι άλλοι αντί να ορίσουν μόνοι τους τη ζωή που θα έχουν. Αυτή η γυναίκα, η πρωταγωνίστρια του έργου που είχα δει, πονούσε βαθιά. Πονούσε και φοβόταν. Φοβόταν και πονούσε. Όπως και πολλοί άλλοι. Κι όλοι αυτοί νιώθουν μόνοι γιατί στη χώρα του πόνου, όπως ισχυρίζεται η Μέυ Σάρτον, κάθε ένας μας είναι μόνος.