Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου.
Είναι φορές που ο θεατής αναζητά τους λόγους για τους οποίους στήνεται μια παράσταση, τα μηνύματα που θέλει να επικοινωνήσει, τον αντίκτυπό της στο σήμερα κι όσο καλοπροαίρετα κι αν ψάξει, το μόνο που βρίσκει είναι το θεατρικό κενό του «τίποτα», μεταφρασμένο σε χάσιμο χρόνου και χρημάτων… Ιδιαίτερα λυπηρό όταν εμπλέκονται έμπειροι συντελεστές και σε παρόμοιες περιπτώσεις η απορία αν αντιλαμβάνονται ότι υποτιμούν τον θεατή ή όχι, ουδέποτε θα απαντηθεί «φωναχτά», μόνο η ψυχή τους το ξέρει και βέβαια πώς να το ομολογήσει… Σκέψεις και αισθήματα με πικρή γεύση που γέννησε η παράσταση «Το ανάκτορο στην Άνω Τούμπα» του Παναγιώτη Μέντη και σε σκηνοθεσία Αγγελικής Ξένου που υπομονετικά παρακολουθήσαμε στο Θέατρο Αυλαία, χάρη στη μικρή διάρκεια της μιας ώρας…
Πρόκειται για τον μονόλογο της κυρίας Αγάπης που αφηγείται τη ζωή της ξεκινώντας από τους πρόσφυγες παππούδες και περνώντας στους γονείς μετανάστες στη Γερμανία που άφησαν πίσω τα παιδιά για να φτιάξουν γερό κομπόδεμα στην ξενιτιά κι όταν επιστρέψουν να στήσουν το δικό τους σπιτικό – ανάκτορο στα μάτια της μικρής Αγάπης, με «όλα τα κομφόρ»… ένα αγορασμένο οικόπεδο στην Άνω Τούμπα θα φιλοξενήσει μετά μεγάλων κόπων και βασάνων το όνειρο, ενώ στο μεταξύ θα ξενιτευτούν και τα ενήλικα πλέον παιδιά- η Αγάπη κι ο αδελφός της- για μια καλύτερη προοπτική και θα φτιάξουν οικογένεια στη Γερμανία… τα απρόοπτα της ζωής θα τους φέρουν περιστασιακά πίσω στο «ανάκτορο της Άνω Τούμπας», για να ακολουθήσει η τρίτη γενιά της σύγχρονης μετανάστευσης, τα σημερινά παιδιά των παιδιών, που θα καταφύγουν κι αυτά «έξω» για ένα καλύτερο μέλλον, καθώς η χώρα τους αποδεικνύεται τραγικά αφιλόξενη και το «ανάκτορο» στερημένο από οικογενειακές χαρές…
Ένα επίπεδο και φλύαρο κείμενο (-) που ενώ η θεματική του περί μετανάστευσης θα μπορούσε να αγγίξει βαθιά, τόσο τους παλιότερους με τις πονεμένες μνήμες όσο και τους νεώτερους με αντίστοιχα σημερινά βιώματα, εντούτοις έμεινε εγκλωβισμένο σε μια στείρα γραμμική αφήγηση, μια επιδερμική περιγραφή, χωρίς βαθύτερη ουσία ούτε καν αυθεντικό συναίσθημα, παρακολουθώντας με ανία το μπλεγμένο κουβάρι μιας οικογενειακής ιστορίας με ανούσια μπερδέματα – ερωτικά, οικονομικά, κληρονομικά κλπ με μια επίπεδη φλυαρία, σαν να ακούς στωικά την κουραστική συνυφάδα να σου αραδιάζει ιστορίες για πρόσωπα και καταστάσεις που ουδόλως σε αφορούν και εύχεσαι να σταματήσει πριν τον πονοκέφαλο… Ένα κείμενο που έπασχε σοβαρά στη δομή του, εντελώς αδιάφορο έως κουραστικό στον τρόπο ανάπτυξης, με παλιακά κλισέ- περιλαμβανομένων και κάποιων διδακτικών μηνυμάτων για το περιβάλλον και τα αυθαίρετα κτίσματα, με συνεχείς αναφορές στα αυτονόητα, με προβλέψιμο υποτυπώδες χιούμορ, με αδύνατο λογικό ειρμό στην αφήγηση που έμπλεξε χίλια δυο σχετικά και άσχετα… Ειλικρινά κρίμα για ένα θέμα που προσφέρεται εξαιρετικά και μια έξυπνη ιδέα όσον αφορά το σπίτι- επίκεντρο με τον βαθύ συμβολισμό του, που καταδικάστηκαν στην ανουσιότητα…
Ωστόσο το επόμενο μεγάλο ατόπημα αφορά στη σκηνοθεσία από την Αγγελική Ξένου, που διαβάζουμε έκπληκτοι ότι είχε και… βοηθό, αδυνατώντας να καταλάβουμε κατόπιν της θέασης, σε τι ακριβώς χρειάστηκαν δύο άνθρωποι, όταν ακόμη και η συμβολή του ενός αμφισβητείται σοβαρά, μοιάζοντας ανύπαρκτη ή αόρατη! Διότι αν τα άσκοπα πηγαινέλα εν μέσω παρατεταμένης ακινησίας, βάζοντας την ηρωίδα για ένα-δυο λεπτά διαδοχικά να σκουπίζει, να καρικώνει, να… αλείφει με φάρμακο τα ψεύτικα φυτά, να σκαλίζει τις γλάστρες, να διπλώνει τα ρούχα, θεωρούνται ευφάνταστα «ευρήματα» που απαιτούν τη συνεργασία δύο ανθρώπων για να επιτευχθούν, τί να πούμε κι εμείς…. Ή μάλλον θα πούμε ότι σπάνια έχουμε συναντήσει τόσο ψεύτικά, άτεχνα, στημένα «γεμίσματα», καθαρά ως «απορία ψάλτου βηξ» για το σπάσιμο της μονοτονίας, που δεν έπειθαν ούτε τον πιο ανεκτικό θεατή και εκεί είναι που νιώθεις απροκάλυπτα την υποτίμηση, με επιλογές που παραπέμπουν σε κακοστημένη σχολική παράσταση… Είναι δυνατόν να βρήκατε έστω και ψήγμα φυσικότητας στην εικόνα μιας γυναίκας- ρομπότ να εκτελεί μηχανικά το ένα μετά το άλλο όλα αυτά τα «νοικοκυρίσια» λες και της πατούσες κουμπί;;;

.
Κατόπιν τούτων ήταν λογικό να απογοητεύσει η ερμηνεία της Ελένης Γερασιμίδου, μιας έμπειρης και καλής ηθοποιού που έπεσε θύμα μιας επιεικώς απαράδεκτης σκηνοθεσίας, αφήνοντάς την εντελώς εκτεθειμένη να εκτελεί αφύσικα και ψεύτικα τις «δουλειές» σαν προγραμματισμένο μηχάνημα και να εκφέρει τον λόγο στο μεγαλύτερο μέρος του άνευρα, επίπεδα, σαν καλή μαθήτρια που απαγγέλει το μάθημα συχνά σε στάση προσοχής με σταυρωμένα χέρια κι ένα-δυο σκόρπιες ξαφνικές εντάσεις χωρίς την παραμικρή κορύφωση και πειστικότητα, εκτελώντας θαρρείς εντολές χωρίς καμία θέρμη… Χίλιες φορές κρίμα για την καταξιωμένη ηθοποιό, που σε ελάχιστες φευγαλέες στιγμές άφησε να φανεί σε βλέμματα, αδιόρατες κινήσεις, αποστροφή του λόγου, το «καταπλακωμένο» ταλέντο που υπό άλλες συνθήκες και στον συγκεκριμένο ρόλο που της ταίριαζε γάντι, θα μπορούσε να «κεντήσει»…
Και σαν μην έφταναν όλα τούτα, ήρθε να συνδράμει στην… κατάρρευση του ανακτόρου η παντελώς αψυχολόγητη μουσική επένδυση της παράστασης, με ό,τι πιο άτοπο, άκαιρο, ακατάλληλο μπορούσε να βρεθεί! Μοντέρνα, «προχωρημένα» υποτίθεται ακούσματα χωρίς καθαρό στίγμα, ρυθμό και μελωδία, γέμισαν τα κενά μεταξύ των αφηγήσεων, όπου αίφνης διακόπτονταν αυθαίρετα σε άσχετα σημεία, σκοτείνιαζε κι έπεφτε η αψυχολόγητη μουσική, εκεί που ο καθένας θα περίμενε αυτονόητα, λαϊκές νοσταλγικές μουσικές που υπάρχουν σε εξαιρετικές σύγχρονες διασκευές… Μια τόσο άστοχη νότα «μοντερνιάς», που η αντίθεση με το άκρως ρεαλιστικό και αυθεντικά λαϊκό περιεχόμενο, όχι μόνο κλωτσούσε αλλά έφτανε να ενοχλεί ουσιαστικά. Σε σχέση με το σκηνικό, βρήκαμε εύστοχη την ιδέα με την κάτοψη του σπιτιού ως δεσπόζον φόντο, ωστόσο η απομίμηση βεράντας σε πρώτο πλάνο με μαρμάρινο τοιχείο, δυο ψεύτικες γλάστρες, ένα τραπεζάκι και μια καρέκλα στερούνταν αληθοφάνειας κι από έμπνευση ας μη το συζητάμε…
Καταλήγοντας (=) και εν μέσω πλήρους απογοήτευσης για μια παράσταση που μπορούσε να έχει εντελώς διαφορετική δυναμική, συναίσθημα, στόχο, σημερινή κοινωνική απεύθυνση, ειλικρινά δεν ξέρουμε τί να υποθέσουμε… Πρόκειται για συνειδητή επιλογή ξεπέτας; Για μη αντίληψη των τρομερών αδυναμιών; Για ανεπάρκεια των συντελεστών να τις προλάβουν ή απαλείψουν; Το μόνο σίγουρο είναι ότι πληρώνει πάντα τα σπασμένα ο ανυποψίαστος θεατής, εισπράττοντας απαράδεκτη υποτίμηση της νοημοσύνης και αισθητικής του. ΚΡΙΜΑ!
,
Βαθμολογία
2,1 στα 10
.
ΑΥΛΑΙΑ
«ΤΟ ΑΝΑΚΤΟΡΟ ΣΤΗΝ ΆΝΩ ΤΟΥΜΠΑ» του Παναγιώτη Μέντη.

Ένα έργο για τους μετανάστες, οι οποίοι –με οδηγό την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο– επενδύουν τα πάντα στο νέο τόπο διαμονής τους.
.
Σκηνοθεσία: Αγγελική Ξένου.
Ερμηνεύει: Ελ. Γερασιμίδου.
Ήμερες και ώρες παραστάσεων: 14 και 15 Οκτωβρίου στις 21:00
.
————————
——————–
—————-
.
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν από 15/5/2019 έως 14/05/2020 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 10α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2020. Πληροφορίες για τα ΘΒΘ θα βρείτε ΕΔΩ – FΒ ΕΔΩ
.
Δείτε & αυτά:
Φωτογραφικό υλικό