Οι «τηλεκριτικές» που εγκαινίασε η Κουλτουρόσουπα, ένεκα ανυπαρξίας κάθε θεατρικής δραστηριότητας λόγω πανδημίας, σαφώς και δεν αποτελούν «φυσιολογικές» κριτικές (πως θα γινόταν άλλωστε καθώς το θέατρο αποτελεί ένα ζωντανό πυρήνα αλληλεπίδρασης), αλλά μια διαφορετική θεατρική οπτική. Με αυτά τα κριτήρια κρίνουμε και τις παραστάσεις που παρακολουθούμε από τον καναπέ όσο #Μένουμε_σπίτι
“Κ”
Το «Ύψωμα 731» αποτελεί μία μουσικοθεατρική παράσταση του Άρη Μπινιάρη, η οποία πραγματεύεται μία μάχη, η οποία διεξήχθη στο ύψωμα 731 το 1941, όπου ο ολιγάριθμος ελληνικός στρατός κατάφερε να νικήσει τα ιταλικά στρατεύματα. Η παράσταση αποτελεί μία αφήγηση εκείνων των γεγονότων μέσα από ένα κείμενο, που κατά κάποιον τρόπο μελοποιείται και αποκτά υπόσταση μέσω της μουσικής συνοδείας.
Αρχικά, στα θετικά (+) στοιχεία της παράστασης ανάγεται το σενάριο, το οποίο παρουσιάζεται με μορφή δραματοποιημένου ποιητικού λόγου. Αποτελείται από αφαιρετικό κατά κόρων λόγο, που χρησιμοποιεί ως όχημα την κρίσιμη αυτή μάχη, προκειμένου να αναχθεί στις συναισθηματικές διαβαθμίσεις και μεταπτώσεις, που βιώνουν οι Έλληνες μαχητές. Το κείμενο πασχίζει να μεταδώσει πολλαπλά μηνύματα, όπως τη ματαιότητα του πολέμου, τη θηριωδία της μάχης, τον φόβο του θανάτου, την ανάγκη της νίκης, αλλά και την ψυχρότητα των στιγμών της ήττας και της απώλειας των συναγωνιστών. Πρόκειται για ένα άκρως ωμό και σκληρό κείμενο, με πολλές φράσεις να επαναλαμβάνονται σε διάφορα σημεία της αφήγησης, προκειμένου να δώσουν ένταση στην περιγραφή και στο συναίσθημα.
.
.
Παράλληλα, το κείμενο είναι αλληλένδετο με τη μουσική. Η παράσταση στο μουσικό κομμάτι κινείται σε ικανοποιητικά επίπεδα. Οι μουσικοί συνοδεύουν αποτελεσματικά την αφήγηση με την ροκ απόδοση να δημιουργεί ένταση και δυναμική. Δεν λείπουν φυσικά και οι στιγμές παύσης της αφήγησης, όπου η μουσική συνοδεύει τη σιωπή με έναν καταλυτικό ρόλο.
Η φτωχή σκηνική και φωτιστική απόδοση για την οποία θα γίνει εκτενής λόγος παρακάτω αντισταθμίζεται από ένα επιτυχές εύρημα. Συγκεκριμένα το ιδιόμορφο μακιγιάζ των ηρώων, που ήδη από την έναρξη της παράστασης προκάλεσε απορία, συνδέθηκε με ένα έξυπνο σκηνοθετικό και φωτιστικό σημείο, που παρουσίαζε όλους τους επί σκηνή συντελεστές (δηλαδή τόσο τους ηθοποιούς, όσο και τους μουσικούς) σαν σκελετωμένες φιγούρες κυρίως στο πρόσωπο, αλλά και στα χέρια τους. Αυτή η προσθήκη ήταν διανθιστική εκείνης της φορτισμένης σε ένταση σκηνής.
.
.
Αναφορικά, με τους ηθοποιούς οι ίδιοι φάνηκαν αρκετά συντονισμένοι μεταξύ τους, χωρίς αποκλίσεις στον ενιαίο λόγο με κοινή πορεία, κοινές αναπνοές και εξίσου κατανοητή άρθρωση. Ο Άρης Μπινιάρης φάνηκε να ακολουθεί μία διαβάθμιση σε ένταση λόγου, την οποία διαδέχθηκε ο Κώστας Σεβδαλής κινούμενος σε πιο υψηλούς τόνους. Ο τελευταίος φάνηκε να εκφράζεται αρκετά εκρηκτικά μέσω των κινήσεων και των εκφράσεων του. Υπήρχε μία ισορροπία μεταξύ τους, που ήταν αρκετά αποτελεσματική, αλλά υποβιβάστηκε από την στατικότητα της σκηνοθεσίας, που τους παγίδευσε σε ένα μέτριο υποκριτικά αποτέλεσμα.
Ως προς τα αρνητικά (-) στοιχεία αξίζει να αναφερθεί, πως η παράσταση παραπλανεί ως προς τον χαρακτηρισμό της ως μουσικοθεατρική, καθώς φαίνεται στο μεγαλύτερο μέρος της να είναι μία καθαρόαιμη μουσική παράσταση με ορισμένα ψήγματα υποκριτικής. Δεν υπάρχει ισορροπημένη αποτύπωση στοιχείων, κάτι που φαίνεται από την ελλιπή σκηνοθετική διαμόρφωση. Οι πρωταγωνιστές στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης είναι στατικά τοποθετημένοι σε μία συγκεκριμένη θέση, χωρίς να μετακινούνται από αυτήν, σαν να βρίσκονται σε μία συναυλία.
Ως προς το κεντρικό ζευγάρι του κειμένου και της μουσικής, που αποτελεί τη βάση όλου του έργου, πρέπει να σημειώσουμε, πως η πλειοψηφία των επιμέρους σκηνών, που οριοθετούνταν από τις παρεμβαλλόμενες παύσεις, παρουσίαζαν ομοιότητα μεταξύ τους με πολλά σημεία της μουσικής να επισκιάζουν την αφήγηση, δημιουργώντας συνολικά ένα αποτέλεσμα χωρίς συνοχή και χωρίς αρχή, μέση και τέλος. Πολλές φορές φάνηκε η μουσική να αποπροσανατολίζειαπό την αφήγηση, γεγονός, που κάλλιστα θα μπορούσε να έχει διορθωθεί με περισσότερες εναλλαγές, που θα ακολουθούσαν μία αυτόνομη διαβάθμιση ή έστω με περισσότερα σημεία ακαπέλα αφήγησης, ώστε να καλυφθεί πιο αποτελεσματικά το ιστορικό πλαίσιο. Συνεπώς, η ενιαία ένταση τουήχου, αλλά και η όμοια διαμόρφωση των μερών του κειμένου οδήγησαν μεγάλο μέρος της παράσταση σε μονότονο επίπεδο.
.
.
Σκηνογραφικά η παράσταση ήταν εντελώς στείρα. Η σκηνή εκτός των ερμηνευτών και των μουσικών ήταν παντελώς άδεια, χωρίς να παραπέμπει ούτε ευθέως, ούτε πλαγίως στο θέμα, που επιλέχθηκε. Η προσπάθεια να γεμίσει η σκηνή με τους φωτισμούς δεν ήταν επαρκής. Οι φωτισμοί άλλοτε είχαν ωραίες εναλλαγές και άλλοτε ήταν ψυχροί και μονοδιάστατοι. Θα έπρεπε να έχουν προσεχθεί περισσότερο αυτά τα δύο σημεία, ώστε η παράσταση να προσφέρει εκτός από το επαρκές μουσικό και το αναγκαίο οπτικό αποτέλεσμα.
Σε μία συνολική αποτίμηση όλων των παραπάνω θα λέγαμε, πως πρόκειται για μία παράσταση, η οποία παρότι καταπιάνεται με ένα ενδιαφέρον θέμα μέσω ενός δραματοποιημένου μουσικά ωμού κειμένου, εντούτοις υποβιβάζεται από την μονοδιάστατη σκηνοθεσία, παγιδεύοντας τους ηθοποιούς σε ένα αποτέλεσμα αδύναμο να μεταδώσει τα μηνύματα, που διακαώς επιδιώκει.
Βαθμολογία:
4,8/10
.
Φωτογραφικό υλικό