Το ζέσταμα
Η ιδέα μιας παράστασης με θέμα τη σχέση μητέρας με τον ενήλικο γιο της είναι πάντα δελεαστική. Κι όταν αυτή η σχέση εμπεριέχει μια αλληλεπίδραση με τη μορφή μονολόγου ακούγεται πολλά υποσχόμενη και ενδιαφέρουσα. Άλλωστε δεν είναι άγνωστη η εικόνα μιας μητέρας να μονολογεί απέναντι στο παιδί της ακόμα κι αν αυτό το παιδί έχει ενηλικιωθεί προ πολλού. Τουλάχιστον ηλικιακά γιατί συναισθηματικά δεν ενηλικιωνόμαστε όλοι με την ίδια ταχύτητα. Για μια μητέρα πάντως ή μάλλον για πολλές μητέρες το παιδί δεν μεγαλώνει ποτέ καθώς αν μεγαλώσει, τότε αυτή η συνειδητοποίηση θα πυροδοτήσει μέσα τους μια μεγάλη ψυχική αναστάτωση και θα ανατρέψει ισορροπίες. Είναι προτιμότερο λοιπόν για μια μητέρα να κρατά στο μυαλό της το παιδί της σε θέση αδυναμίας και εξάρτησης ώστε να παραμένει και η ίδια ήρεμη. Με αυτές τις σκέψεις περίμενα να ακούσω το τρίτο κουδούνι που θα σηματοδοτούσε την έναρξη του έργου στο θέατρο ArtBox.
Φανταζόμουν να δω μια ελεγκτική και υπερπροστατευτική μητέρα που θα συναντούσε το γιο της και δεν θα σταματούσε να τον συμβουλεύει αδυνατώντας να τον εμπιστευθεί και να τον αφήσει να προχωρήσει στη ζωή του. Ήμουν πραγματικά πολύ περίεργη για αυτό που θα έβλεπα.
Η δράση
Ασταμάτητη η μητέρα με το που πάτησε το πόδι της στο σανίδι. Ασταμάτητη και χειμαρρώδης. Είχε τόσα πολλά να πει που ούτε που την ένοιαζε αν ο άνθρωπος, που είχε απέναντι της, την άκουγε ή όχι. Για αυτήν σημασία είχε να τα πει. Κι ήταν τόσο μεγάλη η ανάγκη της να μιλήσει που αδυνατούσε να σκεφτεί όλα τα υπόλοιπα δεδομένα αυτής της επικοινωνίας. Αν την πει κανείς επικοινωνία. Ο ένας να μιλάει κι ο άλλος να ακούει. Αν ακούει τελικά. Από τη στιγμή βέβαια που δυο άνθρωποι συναντιούνται σε ένα πλαίσιο, επικοινωνούν μεταξύ τους με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Επομένως και αυτοί οι δύο επί σκηνής επικοινωνούσαν.
Τι να υπάρχει πίσω από την ανάγκη αυτής της γυναίκας για επικοινωνία υπό αυτές τις συνθήκες, αναρωτιόμουν για να μου δώσει πολύ γρήγορα την απάντηση η ίδια η πρωταγωνίστρια. Δεν είχε πού αλλού να μιλήσει. Δεν είχε πού αλλού να τα πει με αποτέλεσμα να επιλέγει να μιλήσει στο γιο της. Και φυσικά ο γιος της μετατρεπόταν σε παιδί – σύζυγος που, σύμφωνα με τη θεωρία του Μινούτσιν για το γονεοποιημένο παιδί, γίνεται υποκατάστατο συντρόφου φροντίζοντας για τις ανάγκες του γονιού που είναι παραμελημένος στο γάμο του. Γινόταν όμως και κάτι άλλο. Γινόταν το παιδί – φίλος στο οποίο η μητέρα στρέφεται προκειμένου να αναζητήσει υποστήριξη ή έστω να πει τα παράπονά της έτσι όπως θα τα έλεγε σε μια καλή και έμπιστη φίλη της. Ούτε για μια στιγμή δεν αναλογίστηκε το κόστος που θα είχε αυτή η συμπεριφορά στο γιο της και τον ψυχισμό του. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να εκτονώνει τα συναισθήματα και να ξεφορτώνεται τα βάρη της μια που δεν ήταν εφικτό να το κάνει με τον άνθρωπο που είχε παντρευτεί. Ο σύζυγός της φαινόταν να είναι παρών – απών. Η ίδια έλεγε ότι προτιμούσε να βλέπει με τις ώρες τηλεόραση από το να συζητά μαζί της. Την ώρα που άκουγα αυτό, έφερνα στο μυαλό μου άπειρα ζευγάρια που το μόνο που μοιράζονται είναι η στέγη. Κατά τα άλλα ζουν σαν δυο ξένοι στο ίδιο σπίτι. Δυο ξένοι που μοιράζονται έξοδα αντί να ενδιαφέρονται ο ένας για τον άλλο. Δυο ξένοι που κατηγορούν ο ένας τον άλλον αντί να φροντίζουν τη σχέση τους. Δυο ξένοι που κοιτάζονται αντί να βλέπει ο ένας τον άλλον. Δυο ξένοι που ανέχεται ο ένας την παρουσία του άλλου αντί να σέβεται ο ένας τον άλλον. Και για να σεβαστεί ο ένας τον άλλον θα πρέπει να τον συμπεριλάβει στη σκέψη του. Δεν υπάρχει μοναξιά σαν τη μοναξιά σε ένα νεκρό γάμο υποστηρίζει η ΈρικαΓιονγκ και με βρίσκει πολύ σύμφωνη.
Η σκηνή που ξεχώρισα ήταν η τελευταία στην οποία άνοιξε την ομπρέλα της για να φύγει λες και δεν είχε προηγηθεί τίποτα απολύτως. Λες και δεν είχαν έρθει τα πάνω κάτω για εμάς τους θεατές με τις αποκαλύψεις που έγιναν και θα κρατήσω για να τις διαπιστώσετε οι ίδιοι βλέποντας το έργο. Έχοντας εξομολογηθεί σκέψεις, έχοντας ονοματίσει αγωνίες και έχοντας συμπυκνώσει χρόνια ολόκληρα σε λιγότερο από μία ώρα, άνοιξε την ομπρέλα για να φύγει σαν να ήταν όλα φυσιολογικά. Όλα έπρεπε να φαίνονται φυσιολογικά κι ας μην ήταν. Όλα έπρεπε να δείχνουν διαχειρίσιμα κι ας μην ήταν. Όλα έπρεπε να παρουσιάζονται με ανάλαφρο τρόπο κι ας είχαν το βάρος τους. Άλλωστε ο Γκυ ντε Μωπασάν είπε πως όταν μένουμε μόνοι για πολύ καιρό, γεμίζουμε τον κενό χώρο με φαντάσματα. Αυτό έκανε και η πρωταγωνίστρια. Διαπραγματευόταν μέσα της και έξω με φαντάσματα. Κι αυτά τα φαντάσματα θα αργούσαν να την αφήσουν. Ίσως και να μην την άφηναν ποτέ. Ή να μην τα άφηνε ποτέ.
Η σκηνή που με προβλημάτισε ήτα νμια σκηνή που επαναλήφθηκε αρκετές φορές από την αρχή ως το τέλος. Τις φορές λοιπόν που η μητέρα επιχειρούσε να πλησιάσει το γιο της, εκείνος χτυπούσε δυνατά τον υποκόπανο προκειμένου να την απωθήσει. Με άλλα λόγια προσπαθούσε να την κρατήσει μακριά από τον προσωπικό του χώρο κυριολεκτικά και μεταφορικά και για να το πετύχει αυτό έβαζε όρια. Άκαμπτα και αυστηρά τα όρια προς αυτήν τη γυναίκα, ίσως σκεφτεί κάποιος. Αυτό σίγουρα σκέφτηκε η πρωταγωνίστρια χωρίς όμως να την πτοήσει. Συνέχιζε ακάθεκτη την προσπάθεια να μπει στη ζωή του νέου άντρα, που στεκόταν απέναντι της, αγνοώντας πως από τον ίδιο όλο αυτό βιωνόταν ως απειλή. Κι όταν κανείς βιώνει και κατά συνέπεια ερμηνεύει τη συμπεριφορά του άλλου ως απειλή, παίρνει μέτρα για να προφυλαχθεί. Κι όσο πιο φοβισμένος είναι από την εξωτερική απειλή, τόσο πιο άκαμπτα είναι τα όρια που θα βάλει. Αυτό που με προβλημάτισε περισσότερο από όλα στη συγκεκριμένη επαναλαμβανόμενη σκηνή ήταν η αδυναμία της μητέρας να αναγνωρίσει και να σεβαστεί τα όρια του άλλου. Αδυναμία ή απροθυμία, συλλογίστηκα. Και μετά σκέφτηκα πως, σύμφωνα με τον Αλφρέ Ντε Μυσσέ, ο κόσμος είναι τόσο μεγάλος που είναι σκληρό για κάποιον να είναι μόνος. Κι αυτή δεν ήθελε να είναι μόνη. Δεν επέτρεπε στον εαυτό της να διαπιστώσει ότι ήταν μόνη γιατί θα διαλυόταν.
Η ατάκα που θα θυμάμαι ήταν η εξής: ‘Θα μ’ ακούσεις θες δε θες’ γιατί αυτή η γυναίκα – μητέρα είχε βρει την ευκαιρία να μιλήσει και δεν σκόπευε να τη χάσει. Άλλωστε νόημα για την ίδια είχε να ακουστεί και όχι να ακούσει. Και για να ακουστεί χρειαζόταν τουλάχιστον έναν ακροατή. Κι όσο πιο σιωπηλός ο ακροατής, τόσο μεγαλύτερος ο χώρος για αυτήν. Κι όσο μεγαλύτερος ο χώρος για αυτήν, τόσο περισσότερα αυτά που είχε να εκφράσει. Κι όσο περισσότερα αυτά που είχε να εκφράσει, τόσο εντονότερος ο κίνδυνος να γίνει ενοχλητική και δυσάρεστη. Κι όσο πιο δυσάρεστη γινόταν, τόσο ανακυκλωνόντουσαν φαύλοι κύκλοι που αναπόφευκτα επηρέαζαν την επικοινωνία αλλά και την ίδια τη σχέση.
Ο ρόλος που με συγκίνησε ήταν ο ρόλος του νεαρού άντρα που στεκόταν ακίνητος και αμίλητος. Κι έκανε τέτοιο θόρυβο αυτή η σιωπή. Έλεγε τόσα πολλά. Έτσι κι αλλιώς η σιωπή, όπως την περιγράφει η ΜαργκρίτΓιουρσενάρ, είναι καμωμένη από λέξεις που δεν έχουν ειπωθεί. Αυτή η σιωπή λοιπόν άφηνε το περιθώριο να προβάλλουμε πάνω του όλα όσα θα θέλαμε να πούμε σε αυτή τη γυναίκα αλλά δε λέγαμε. Έδινε την ευκαιρία να προβάλλουμε πάνω του όλα όσα θα θέλαμε να φωνάξουμε σε αυτή τη μητέρα αλλά κρατούσαμε μέσα μας. Κι αυτός ο ρόλος μου θύμισε πως ακόμα και ένας σιωπηλός και φαινομενικά αμέτοχος άνθρωπος επηρεάζει το σύστημα σχέσεων και δημιουργεί προϋποθέσεις για να προχωρήσει ή να μην προχωρήσει μία σχέση.
Το κλείσιμο
Η αίσθηση με την οποία έμεινα και με συνόδευσε για ώρες μετά το τέλος της παράστασης ήταν μια θλίψη. Μια γλυκιά και ουσιαστική θλίψη. Η γλυκιά και ουσιαστική θλίψη που είχα μέσα μου συνδεόταν με τη μοναχική πορεία αυτής της γυναίκας. Μια γυναίκα που βίωνε την απώλεια σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα. Απώλεια σχέσεων, απώλεια ρόλων, απώλεια εμπειριών. Κι αυτό που με έθλιβε βαθύτερα ήταν η απουσία ενός υποστηρικτικού συστήματος στη ζωή της. Δεν είναι ότι το είχε κάποτε και το έχασε. Δεν το είχε ποτέ. Κι ακριβώς επειδή δεν το είχε ποτέ, γι’ αυτό και η προσπάθεια να δημιουργήσει συνθήκες για να πάρει αυτό που χρειαζόταν. Από τη μια θαυμάζω τη δύναμη και την επιμονή αυτής της γυναίκας. Δεν λέει να το βάλει κάτω. Δεν λέει να παραιτηθεί. Θα μιλήσει είτε την ακούσουν είτε όχι. Αυτό το τελευταίο είναι που με συγκινεί. Θα μιλήσει είτε την ακούσουν είτε όχι. Κι αυτό είναι μια δύσκολη διαπίστωση. Να ξέρει ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μην την ακούσουν. Για άλλη μια φορά ανακάλεσα τον Άντον Τσέχωφ σύμφωνα με τον οποίο οι άνθρωποι, που ζουν μια μοναχική ζωή, πάντα έχουν κάτι στο μυαλό τους για το οποίο ανυπομονούν να μιλήσουν.
-Πέρα απ’ αυτό που βλέπεις (Κάθε Τρίτη)
-Η Φιλιώ και η Κατερίνα πάνε θέατρο (κάθε δεύτερη Παρασκευή)