Ακόμα και στις πιο #αποξενωμένες σχέσεις υπάρχει η προοπτική της αλληλεπίδρασης, της φροντίδας και του ενδιαφέροντος. Όπως συνέβη στην τραπεζαρία του Σανατόριου.
Το ζέσταμα
Αποφάσισα να δω αυτό το έργο χωρίς να γνωρίζω το παραμικρό για την ιστορία του. Με τράβηξε ο τίτλος και τα ελάχιστα που είχα διαβάσει για την υπόθεση. Είχα ήδη αρχίσει να σκέφτομαι το στίγμα που χαρακτήριζε τους ασθενείς του τότε αλλά και του τώρα. Η ασθένεια μπορεί να αλλάζει. Δεν αλλάζει όμως εύκολα ο τρόπος με τον οποίο την προσεγγίζει κανείς. Όποια κι αν είναι η ασθένεια. Σωματική ή ψυχική. Ή ψυχοσωματική.
Φανταζόμουν να δω λοιπόν ένα έργο στο οποίο θα κυριαρχούσε ο αγώνας κυριολεκτικά και μεταφορικά των ‘ασθενών’. Αυτά σκεφτόμουν κατεβαίνοντας τα σκαλιά του θεάτρου Σοφούλη.
Η δράση
Δεν είχαν περάσει τα πρώτα λεπτά και ένιωθα πως αυτοί οι άνθρωποι είχαν να πουν κάτι πολύ σημαντικό. Καθισμένοι όλοι γύρω από μια τραπεζαρία, έστελναν τα δικά τους μηνύματα σε όλους εμάς τους θεατές και κατ’ επέκτασιν σε όλον τον κόσμο που συχνά μένει θεατής στις ανθρώπινες τραγωδίες. Μια τραγωδία ήταν η ζωή τους και οι υπόλοιποι φαινόντουσαν αμέτοχοι, φοβισμένοι ή απαθείς. Δεν ξέρω ποιο από τα τρία είναι χειρότερο, σκεφτόμουν όση ώρα διέκρινα την απεγνωσμένη προσπάθεια των πρωταγωνιστών να επικοινωνήσουν με τον έξω κόσμο. Άνθρωποι που είχαν την ατυχία να νοσήσουν από φυματίωση και να βιώσουν τον κοινωνικό αποκλεισμό με το χειρότερο τρόπο.
Κάθε δήλωση μια γροθιά στο στομάχι. Κάθε κίνηση μια αφύπνιση στην κοιμισμένη ή ναρκωμένη συνείδηση. Κάθε βλέμμα μια μαχαιριά στην καρδιά. Κάθε ‘γιατί’ απειλή για τα ‘επειδή’ που δεν ακούστηκαν ποτέ. Κάθε απορία πεινασμένη καθώς δεν δόθηκαν ποτέ οι απαραίτητες εξηγήσεις. Και ποιες θα ήταν αλήθεια οι απαραίτητες εξηγήσεις που θα μπορούσαν να ανακουφίσουν τον πόνο αυτών των ξεχασμένων πλασμάτων. Ξεχασμένα πλάσματα, επανέλαβα μέσα μου νιώθοντας έναν κόμπο να ανεβαίνει στο λαιμό μου.
Η σκηνή που ξεχώρισα ήτανη σκηνή στην οποία πότιζαν ένα λουλούδι. Ακόμα και στις χειρότερες συνθήκες ξεχωρίζει το φως, η ελπίδα, η ζωή. Ακόμα και στις πιο σκληρές καταστάσεις θα βρεθεί το θετικό αρκεί να μπορεί κανείς να το δει. Ακόμα και στις πιο αποξενωμένες σχέσεις υπάρχει η προοπτική της αλληλεπίδρασης, της φροντίδας και του ενδιαφέροντος. Κι αυτό το λουλούδι συμβόλιζε τόσα πολλά. Τον ίδιο τον ασθενή, την ανάγκη του να θεραπευθεί και να αναρρώσει, την ανάγκη του να αγαπήσει και να αγαπηθεί, την ανάγκη του να φροντίσει και να φροντιστεί.
Η σκηνή που με προβλημάτισε ήταν η πρώτη. Ένας ψίθυρος που άρχισε να γίνεται πιο ευδιάκριτος και μετά πιο καθαρός και μετά πιο δυνατός για να καταλήξει σε πολύ δυνατές φωνές. Να ήταν άραγε η καταπιεσμένη οργή αυτών των ανθρώπων ή η προσπάθειά τους να ακουστούν; Να ήθελαν επιτέλους να τα βάλουν κι αυτοί με τους άλλους όπως τα έβαζαν εκείνοι μαζί τους ή να επιχειρούσαν να τραβήξουν την προσοχή τους; Να ήθελαν να πετάξουν από πάνω τους μομφές ετών ή να αποδείκνυαν πως κι αυτοί τελικά είχαν το δικό τους μικρόκοσμο; Κι όσο αναρωτιόμουν τα παραπάνω, σκεφτόμουν πως αυτή η τραπεζαρία ήταν ένας κόσμος που είχε τα δικά του σύνορα και τους δικούς του κανόνες. Και σε αυτόν τον κόσμο δεν επιτρεπόταν η είσοδος σε όλους. Ευτυχώς για αυτούς που έμεναν έξω ή δυστυχώς γιατί δεν είχαν την ευκαιρία να αναθεωρήσουν την αξία της ζωής και να αντιληφθούν το πολύτιμο δώρο της ελευθερίας και του καθαρού αέρα. Κι αν κάποιοι προσπαθούσαν να πείσουν τους έγκλειστους του Σανατόριου ότι τους είχαν αφήσει εκεί γιατί είχε καθαρό αέρα, στην πραγματικότητα δεν υπήρχε αέρας για αυτούς παρά μόνο αυτός που τους άφηναν να αναπνέουν.
Η ατάκα που θα θυμάμαι ήταν η εξής: ‘Έλα, έλα’. Οι πρωταγωνιστές απευθυνόντουσαν στους θεατές. Σε όλους εμάς που είχαμε πάει σε αυτό το θέατρο για να δούμε και να ακούσουμε την ιστορία τους. Ακόμα κι εμείς δεν τολμούσαμε να τους πλησιάσουμε. Κι αν δεν τολμούσαμε εμείς να πλησιάσουμε τους ‘ασθενείς’ σε αυτήν την ασφαλή συνθήκη, τι να περιμένει κανείς από τους πραγματικούς θεατές εκείνης της εποχής; Εκείνοι υπέκυψαν στην άγνοια και το φόβο. Στο φόβο και την άγνοια. Κι αργότερα επέλεξαν να οχυρωθούν πίσω από στερεότυπα και προκαταλήψεις μη διστάζοντας να στιγματίσουν τα αδέλφια τους, τους γονείς τους, τους συντρόφους τους, τα παιδιά τους, τους φίλους τους, τους γείτονές τους. Κι αυτή η στάση ήταν που πονούσε πιο πολύ. Σημάδευε ψυχές και διαμόρφωνε στάσεις ζωής που θα έπρεπε να περάσουν χρόνια ολόκληρα για να αλλάξει κάτι. Αν άλλαξε τελικά.
Έχοντας εργαστεί για χρόνια με ψυχιατρικούς ασθενείς, γνωρίζω καλά τι σημαίνει να περνά κανείς τη ζωή του στιγματισμένος. Να νιώθει ένοχος για αυτό που κουβαλά χωρίς να διάλεξε να το κουβαλήσει. Να φοβάται για τις συνέπειες της νόσου του χωρίς να ξέρει καλά καλά ποιες είναι. Να ντρέπεται να κυκλοφορήσει ανάμεσα στους ‘φυσιολογικούς’ χωρίς να μπορεί να διακρίνει το ‘φυσιολογικό’ από το ‘παθολογικό’. Κι όσο εύκολα ένα στερεότυπο μετατρέπεται σε προκατάληψη, άλλο τόσο εύκολα απομονώνεται ο ασθενής και καταδικάζεται σε μια τιμωρία χωρίς να έχει διαπράξει κάποιο έγκλημα.
Τελικά το ‘χτικιό’ θα άφηνε τη σφραγίδα του για καιρό σε αυτούς τους ανθρώπους. Κι όσοι θα κατάφερναν να επιζήσουν, θα είχαν να παλέψουν από τη μια με το δημόσιο στίγμα και από την άλλη με τον αυτοστιγματισμό. Από τη μια δηλαδή με όλα αυτά που θα πίστευαν οι άλλοι για αυτούς και την ασθένειά τους και από την άλλη με όλα εκείνα που οι ίδιοι θα εσωτερίκευαν για τον εαυτό τους με συνέπεια να έχουν μια άθλια εικόνα εαυτού.
Το κλείσιμο
Θα θυμάμαι για καιρό αυτήν την τραπεζαρία. Την τραπεζαρία με τους ψιθύρους και τα χτυπήματα στο τραπέζι. Την τραπεζαρία με τα θλιμμένα πρόσωπα. Και τα φοβισμένα πρόσωπα. Και τα αμήχανα πρόσωπα. Και τα θυμωμένα πρόσωπα. Και τα πρόσωπα που διψούσαν για ένα χάδι.
Η αίσθηση με την οποία έμεινα ήταν ότι έχουμε να διανύσουμε πολύ δρόμο ακόμη για να σταματήσουμε να στιγματίζουμε μόνο και μόνο για να νιώθουμε ασφαλείς. Μπαίνοντας στο ταξί για να γυρίσω στο σπίτι μου έφερα στο μυαλό μου τα λόγια του Άντον Τσέχωφ: ‘Όλοι έχουν τον ίδιο Θεό. Μόνο οι άνθρωποι διαφέρουν’.
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ.