Η έναρξη των θεατρικών παραστάσεων του Φεστιβάλ Δάσους 2021 πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 7 Ιουλίου, με την παρουσίαση της ΕΛΕΝΗΣ του Ευριπίδη από το ΚΘΒΕ, σε μετάφραση Παντελή Μπουκάλα και σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου. Πρόκειται για μία από τις τρεις μεγάλες παραγωγές του ΚΘΒΕ, που φέτος θα περιοδεύσουν σε όλη την Ελλάδα, με την ΕΛΕΝΗ να παρουσιάζεται, κορονοϊού επιτρέποντος, στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, στις αρχές Αυγούστου.
Το έργο
Κατά τον Ευριπίδη, η Ελένη δεν πήγε ποτέ στην Τροία. Μετά από εντολή της ‘Ηρας, ο Ερμής την έκλεψε και την πήγε στον βασιλιά Πρωτέα στην Αίγυπτογια να την προστατέψει. Μετά τον θάνατο του Πρωτέα, ο γιος του ο Θεοκλύμενοςεπεδίωξε να την παντρευτεί. Η εξιστόρηση αρχίζει με την Ελένη ικέτιδα στο μνήμα του Πρωτέα να αφηγείται την πονεμένη ιστορία της. Εκεί συναντά τον Τεύκρο, αδελφό του Αίαντα του Τελαμώνιου,π ου βρέθηκε στην Αίγυπτο για να πάρει χρησμό από τη κόρη του Πρωτέα, την Θεονόη. Από τον Τεύκρο η Ελένη μαθαίνει ότι ο άντρας της έχει πεθάνει και οι ελπίδες της να επιστρέψει στην πατρίδα της χάνονται. Ο Μενέλαος όμως είναι ζωντανός. Ναυαγός, σε άσχημη κατάσταση και χωρίς να ξέρει που βρίσκεται, εμφανίζεται στο παλάτι του Θεοκλύμενου και ζητά βοήθεια. Οι δύο σύζυγοι συναντιούνται και η Ελένη προσπαθεί να τον πείσει ότι αυτή είναι η πραγματική γυναίκα του και ότι στην Τροία ήταν απλά ένα είδωλο που είχε δημιουργήσει η Ήρα. Φοβούμενοι το μένος του Θεοκλύμενου καταστρώνουν ένα σχέδιο διαφυγής. Η Ελένη πείθει τον βασιλιά να της δώσει ένα καράβι για να ανοιχτεί στο πέλαγος και να αποδώσει τιμές στο νεκρό της άνδρα. Όταν ο Θεοκλύμενος αντιλαμβάνεται ότι εξαπατήθηκε, εξοργίζεται και είναι έτοιμος να σκοτώσει τη Θεονόη που βοήθησε τους φυγάδες. Το μίσος του κατευνάζουν οι Διόσκουροι, οι αδελφοί της Ελένης, που ως «από μηχανής θεοί» δίνουν αίσιο τέλος στην ιστορία…

Το διαχρονικό αυτό έργο του Ευριπίδη, παίχτηκε το 412 π.Χ, δηλαδή μετά τη Σικελική εκστρατεία και την πανωλεθρία του αθηναϊκού στόλου. Μέσα σε ένα κλίμα αμφισβήτησης και κριτικής των παραδοσιακών αξιών, ο Ευριπίδης με την Ελένη στέλνει ένα ξεκάθαρο αντιπολεμικό μήνυμα και καταδικάζει απερίφραστα τον πόλεμο ως πρόξενο όλων των συμφορών του ανθρώπου. Χρησιμοποιώντας την εκδοχή του λυρικού ποιητή Στησίχορου, παρουσιάζει τον τρωϊκό πόλεμο ως μια φάρσα των θεών στους ανθρώπους, που κόστισε τη ζωή σε χιλιάδες Έλληνες και Τρώες.

Προφανώς η Ελένη δεν είναι μια κλασική τραγωδία. Ενώ έχει δραματικό ύφος, εμπεριέχει αρκετά κωμικά στοιχεία, τόσο στους διαλόγους, όσο και στις περιγραφές των εμφανίσεων των ηρώων, που προσομοιάζουν σε στοιχεία κωμωδίας. Παρ’ όλη όμως τη χαλαρότητα και την ευθυμία του έργου που οδήγησε διάφορους μελετητές να την χαρακτηρίσουν ως τραγικωμωδία, ρομαντικό δράμα ή ακόμη και υψηλή κωμωδία, ο χαρακτήρας της ως τραγωδία, είναι αδιαμφισβήτητος. Η Ελένη δεν είναι μια φαιδρή παρωδία ενός μύθου, αλλά μια παραλλαγή του μύθου μέσα σε μια έντονα φιλοσοφική θεώρηση. Είναι ένα ιδιαίτερο έργοπου απαιτεί μέτρο στην απόδοση του, για να μην χαθεί ο διδακτικός χαρακτήρας του και η αληθινά γόνιμη ψυχαγωγία.

Είναι σαφές ότι ο καταξιωμένος σκηνοθέτης της παράστασης, ο Βασίλης Παπαβασιλείου «ερμήνευσε» την Ελένη ως καθαρή κωμωδία και με αυτή την οπτική επέλεξε να την παρουσιάσει στο κοινό. Και είναι αναμενόμενο με αυτή την προσέγγιση που τοποθετείται στα αρνητικά (-) της παράστασης να έχει μια χαλαρότητα, σε πολλά σημεία όμως η Ελένη που παρακολουθήσαμε προσομοίαζε με φαρσοκωμωδία ή παρωδία, κάτι που απέχει παρασάγγας από την φιλοσοφία του αρχαίου κειμένου.
Όσα κοινά στοιχεία και αν είχαν ο Ευριπίδης με τον Αριστοφάνη, ο χαρακτήρας του έργου όπως παρουσιάστηκε ήταν πέραν του δέοντος «Αριστοφανικός». Και ενώ στα έργα του κορυφαίου κωμικού τα νοήματα του κειμένου περνούν στο κοινό αβίαστα, στην Ελένη η υπερπροβολή του κωμικού στοιχείου, «επισκίασε» σε μεγάλο βαθμό το αντιπολεμικό μήνυμα του έργου,το οποίο πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Το «μπαρ Κάιρο», στο οποίο μας καλωσόρισε η ορχήστρα, ο χορός με τα μαγιό και τα λαϊκά λικνίσματα των πρωταγωνιστών έδιναν μάλλον την εντύπωση ενός σύγχρονου κωμικού μιούζικαλ, παρά μιας αρχαίας τραγωδίας. Επίσης άστοχη, η σκηνοθετική επιλογή της γυμνής εμφάνισης του τελευταίου αγγελιοφόρου, που ενώ ο δραματικός μονόλογος του με την περιγραφή της ματωμένης διαφυγής των δύο συζύγων ήταν εξαιρετική, το γυμνό δεν δικαιολογούνταν από κανένα στοιχείο.

Η μετάφραση του Παντελή Μπουκάλα, κινούμενη στο ίδιο πνεύμα, προσέδωσε στο αρχαίο δράμα ένα σύγχρονο αέρα και μια απλότητα, με προφανή στόχο να το καταστήσει κατανοητό και εύκολα αντιληπτό από τους θεατές. Η αναφορά σύγχρονων εννοιών και η παραπομπή σε γνωστά τραγούδια της εποχής μας, προκάλεσε μεν ευθυμία, ακροβατούσε όμως, σε αρκετές περιπτώσεις, στα όρια μεταξύ της ανάδειξης του κωμικού χαρακτήρα του αρχαίου κειμένου και της υπεραπλούστευσης του.
Στο καθαρά κωμικό ύφος που επέλεξε ο σκηνοθέτης κινήθηκαν αναγκαστικά και οι λοιποί συντελεστές της παράστασης, αναδεικνύοντας την ιλαρότητα των καταστάσεων που αναπαριστάνονταν επί σκηνής.
Πέρα από τη βασική μας ένσταση περί του ύφους της, η παράσταση είχε ασφαλώς πολλά θετικά (+) στοιχεία.
Παρουσίαζε συνοχή, απέπνεε επαγγελματισμό και αφοσίωση, παρουσίασε ικανοποιητικά την αντίθεση ανάμεσα στο «φαίνεσθαι» και στο «είναι» που αποτελεί βασικό στοιχείο του έργου και έδενε με επιτυχία τις κωμικές με τις τραγικές στιγμές, που εναλλάσσονταν επανειλημμένα.
Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών ήταν γενικά αξιόλογες.
Η Έμιλυ Κολιανδρή στον ρόλο της Ελένης απέδειξε το ταλέντο και τον επαγγελματισμό της. Με την λάμψη της παρουσίας της, την καθαρή άρθρωση και την ζωντάνια της, ξεπέρασε γρήγορα κάποια αρχική ατονία και επέδειξε τον δυναμισμό και την σπιρτάδα που επέβαλε ο ρόλος του πιο αμφισβητούμενου γυναικείου χαρακτήρα της αρχαιότητας.

Στο πλευρό της ο Θέμης Πάνου στον ρόλο του Μενέλαου, κατόρθωσε να αποδώσει με επιτυχία ένα πραγματικά δύσκολο ρόλο, καθώς κλήθηκε να ενσαρκώσει τον κατακτητή της Τροίας στην έσχατη εξαθλίωση του, να τον παρουσιάσει ρακένδυτο και πεινασμένο, απελπισμένο και φοβισμένο, διατηρώντας, κατά το δυνατό, το μεγαλείο και την δόξα του. Απολαυστικός στις κωμικές στιγμές του, ανέδυε τραγικότητα ακόμα και μέσα από την φαιδρότητα της εμφάνισης του.
Η Αγορίτσα Οικονόμου στον ρόλο της Θεονόηςήταν εξαιρετική. Η άνεση της επί σκηνής, η δυναμικότητα και η εκφραστικότητά της μαζί με την εντυπωσιακή της αμφίεση την έκαναν να ξεχωρίσει.
Αξιόλογος ερμηνευτικά και ο Γιώργος Καύκας στον κωμικοτραγικό ρόλο του Θεοκλύμενου, που απέδωσε πειστικότατα τον κατά τα άλλα βίαιο βασιλιά, στην ουσία όμως αφελή και εύπιστο άνδρα που εύκολα παραπλανήθηκεαπό τη γυναίκα που τον γοήτευσε.

Πολύ καλές ερμηνείες και από την Έφη Σταμούλη στον ρόλο της γερόντισσας – θυρωρού που μας αιφνιδίασε με το φιλί στο στόμα που έδωσε στον Μενέλαο, του Δημήτρη Μορφακίδη στο ρόλο του Τεύκρου, του Δημήτρη Κολοβού στον ρόλο του πρώτου αγγελιοφόρου, του Άγγελου Μπούρα στον ρόλο του δεύτερου αγγελιοφόρου, του Παναγιώτη Παπαιωάννου στον ρόλο του Θεράποντα και των Νικόλα Μαραγκόπουλου και Ορέστη Παλιαδέλη στον ρόλο των Διόσκουρων, η εμφάνιση των οποίων ήταν επίσης μια ευχάριστη έκπληξη.

Ο πολυπληθής χορός των γυναικών, αποτελούμενος από τις Νεφέλη Ανθοπούλου, Σταυρούλα Αραμπατζόγλου, Λουκία Βασιλείου, Μομώ Βλάχου, Ελένη Γιαννούση, Ηλέκτρα Γωνιάδου, Αναστασία Δαλιάκα, Χρύσα Ζαφειριάδου, Σοφία Καλεμκερίδου, Αίγλη Κατσίκη, Άννα Κυριακίδου, Κατερίνα Πλεξίδα, Μαριάννα Πουρέγκα, Φωτεινή Τιμοθέου και Χρύσα Τουμανίδου,έδωσε έναν εξωτικό αέρα στην παράσταση. Άριστες κινησιολογικά, υπό τις κατευθύνσεις του Δημήτρη Σωτηρίου,αλλά και φωνητικά, απέδειξαν το ταλέντο τους και γέμισαν χρώμα και ενέργεια την σκηνή του θεάτρου δάσους.
Η μουσική επένδυση της παράστασης από τον Άγγελο Τριανταφύλλου και τον Γιώργο Δούσο, απόλυτα εναρμονισμένη με τις γενικότερες σκηνοθετικές επιλογές,ανέδειξε το ύφος της κάθε σκηνής αποδίδοντας ηχητικά την τραγικότητα ή την φαιδρότητα της. Η ζωντανή επί σκηνής μουσική, συνόδεψε με σύγχρονα ακούσματα, κάποια από τα οποία παρέπεμπαν σε ατμόσφαιρα ελληνικού κινηματογράφου και άλλα θύμιζαν τζαζ, τάνγκο, ακόμα και σύγχρονη τραπ, άλλοτε επιτυχημένα και άλλοτε όχι και τόσο, ένα κείμενο που γράφτηκε αιώνες πριν. Η εξαμελής ορχήστρα παρουσιάστηκε φορώντας ριγέ ομοιόμορφα κοστούμια που έδεναν αρμονικά με τις λοιπές ενδυματολογικές επιλογές και πρωτοτύπησε, καθώς οι μουσικοί δεν περιορίστηκαν στον προκαθορισμένο χώρο τους, αλλά μετακινούνταν ενίοτε και έπαιζαν πλάι στους ηθοποιούς.
Το σκηνικό, του Άγγελου Μέντη, αρκετά λιτό και κατά βάση συμβολικό, έδωσε έναν αέρα Αιγύπτου στη σκηνή του θεάτρου δάσους, δημιουργώντας παράλληλα την αίσθηση ότι «άφησε χώρο», στους πρωταγωνιστές και στον πολυπληθή χορό να επικρατήσουν απρόσκοπτα στην σκηνή. Μικρές πυραμίδες και μίνι φοίνικες παρέπεμπαν στην χώρα του Νείλου και σωροί από τουβλάκια στο χρώμα της άμμου συμβόλιζαν τάφους, θριγκούς, ερείπια και ταυτόχρονα αποτελούσαν μικρά βάθρα που πάνω τους απήγγειλαν οι ηθοποιοί. Αρμόζον σε αρχαία τραγωδία, το σκηνικό επιτέλεσε αξιοπρεπώς τον σκοπό του, υποβοηθούμενο και από το «φυσικό κάδρο» του θεάτρου δάσους που αναμφίβολα έδρασε ενισχυτικά.
Ιδιαίτερες και οι ενδυματολογικές επιλογές του Άγγελου Μέντηπου ενίσχυσαν τον χαρακτήρα της παρωδίας που επιλέχθηκε να προβληθεί. Αξίζει να αναφερθεί η εμφάνιση του Μενέλαου με το εσώρουχο κατά το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, το «λαμέ» κουστούμι του Θεοκλύμενου με τα μαύρα γυαλιά που έκανε ακόμη πιο κωμική την εμφάνιση του, αλλά και οι ασημί ολόσωμες φόρμες των Διόσκουρων που με μπαλόνια στα χέρια και μαλλί της γριάς έμοιαζαν με αστροναύτες που μόλις το έσκασαν από λούναπαρκ. Ο δε χορός ήταν αρκετά εντυπωσιακός μέσα από ένα περίεργο συνδυασμό ολόσωμου μαγιό της δεκαετίας του ’20, με πολύχρωμες ρόμπες και ασορτί κορδέλες – τουρμπάνια, που δεν είμαι σίγουρη αν θύμιζαν Αίγυπτο ή όχι. Αριστοκρατική η Ελένη στο χρυσό φόρεμα της, αναμφίβολα όμως η πιο εντυπωσιακή εμφάνιση της παράστασης ήταν αυτή της Θεονόης που ξεχώρισε με τη λαμπερή αμφίεσή της.
Οι φωτιστικές παρεμβάσεις του Λευτέρη Παυλόπουλου, δεν έγιναν ιδιαίτερα αισθητές κατά τη διάρκεια της παράστασης, παρά μόνο στο τέλος, που οι κόκκινές αποχρώσεις που επικράτησαν, όντως προσέδωσαν συναισθηματική ένταση.
Συμπερασματικά (=), η Ελένη του Ευριπίδη που παρακολουθήσαμε από το ΚΘΒΕ, ενώ από άποψη οργάνωσης είναι μια παράσταση με συνοχή, με καλές ερμηνείες, με αξιόλογη μουσική επένδυση και ευφάνταστα κοστούμια, ακροβατεί ωστόσο στα όρια της υπερβολής, αντιμετωπίζοντας τολμηρά θα λέγαμε, την αρχαία τραγωδία, ως μια καθαρή κωμωδία και πολλές φορές ως φαρσοκωμωδία ή παρωδία. Κατά τα άλλα είναι μια ευχάριστη παράσταση, μια ευκαιρία μετά από ένα χρόνο να απολαύσουμε και πάλι από κοντά τη μαγεία του θεάτρου…
Βαθμολογία
5,4/10
.
ΤΕΤΑΡΤΗ 7, ΠΕΜΠΤΗ 8 & ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 9 ΙΟΥΛΙΟΥ
ΘΕΑΤΡΟ ΔΑΣΟΥΣ
«ΕΛΕΝΗ» του Ευριπίδη
ΚΡΑΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΠΡΕΜΙΕΡΑ

Ο Ηρόδοτος, ιστορώντας τα σχετικά με την Ελένη, ισχυρίζεται ότι πήγε όντως στην Τροία και ότι το ίδιο λέει και ο Όμηρος, ο οποίος στην Οδύσσεια παρουσιάζει την Ελένη να προσφέρει στον Τηλέμαχο το φάρμακο της λησμονιάς· της το είχε δώσει η Πολύδαμνα, γυναίκα του Θόωνα, όχι πάντως στις συνθήκες που αναφέρει ο Ευριπίδης.
Σκηνοθεσία: Βασίλης Παπαβασιλείου.
Ερμηνεύουν: Έμιλυ Κολιανδρή, Θέμης Πάνου, Αγορίτσα Οικονόμου, Γιώργος Καύκας, Έφη Σταμούλη, Δημήτρης Κολοβός κ.ά.
.
Ήμερες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη 7, Πέμπτη 8 & Παρασκευή 9 Ιουλίου, στις 21:15, θέατρο Δάσους.
-Κ-
.
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν έως 14/05/2022 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 11α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2022 – Πληροφορίες ΕΔΩ
.
Δείτε & αυτά:
ΦΕΣΤΙΒΑΛ:








ΘΕΑΤΡΟ:




ΜΟΥΣΙΚΗ:
ΣΙΝΕΜΑ:












.
–Θέατρο: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Συναυλίες: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Σινεμά: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Βιβλίο: Διαβάσαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
΄΄
–Κερδίστε προσκλήσεις – Βιβλία, κλικ εδώ.
.
Ακολουθήστε το Kulturosupa.gr στα social media
..