Ποντάραμε στην παράσταση «Τώρα που γυρίζει» αλλά… χάσαμε το χρόνο μας…πήγαμε… είδαμε… σχολιάζουμε…
Τι χάσαμε; Κατ’ αρχήν τον πολύτιμο χρόνο μας και όχι μόνο… στην παράσταση «Τώρα που γυρίζει» του αμερικανού συγγραφέα Ντέιβιντ Μάμετ στο θέατρο Βεργίνα, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου και με τους: Αλέκο Συσσοβίτη, Αλέξανδρο Μπουρδούμη και Ευτυχία Γιακουμή. Σε ένα έργο χαρακτηρισμένο στο δελτίο τύπου ως «μεγάλη επιτυχία του πολυβραβευμένου συγγραφέα που θέτει μερικά καίρια ερωτήματα: Υπάρχει επιτυχία χωρίς κέρδος; Ευτυχία χωρίς χρήμα; Μπορεί να πάει κανείς κόντρα στο σύστημα που τον ανέδειξε; Όταν γυρίζει ο τροχός αρπάζει την ευκαιρία ο φτωχός; Μια απολαυστική μαύρη κωμωδία για τη φιλία, την ηθική, την κοινωνία και τις επιλογές μας». Είναι αλήθεια ότι με τα μεγαλόστομα και υπερβάλλοντα δελτία τύπου, είμαστε πια υποψιασμένοι και… εκπαιδευτήκαμε να κρατάμε «μικρό καλάθι».
Ικανοποιητικά γεμάτος ο χώρος του θεάτρου, η έναρξη ακριβής και στη σκηνή στημένο ένα ρινγκ … Ο πρώτος γύρος ξεκινά με τους δύο άρρενες πρωταγωνιστές σε βουβές σκηνές πάλης, υπό το βλέμμα της γυναικείας παρουσίας, καθισμένης διακριτικά στη σκιά. Σε λίγα λεπτά, το σκηνικό αλλάζει και με τη βοήθεια των ηθοποιών μετατρέπεται σε χώρο γραφείου. Πρόκειται για τον διευθυντή παραγωγής ενός μεγάλου κινηματογραφικού στούντιο (Συσσοβίτης), τον οποίο επισκέπτεται ο συνεργάτης του (Μπουρδούμης) και του ανακοινώνει ένα σπουδαίο νέο: ένας διάσημος σταρ είναι πρόθυμος να συμμετάσχει στην επόμενη ταινία τους, γεγονός που τους κάνει να πανηγυρίζουν τρελά, καθώς θα «πιάσουν την καλή» με μπόλικο χρήμα κι επιτυχία. Τα σχέδιά τους όμως ανατρέπονται από τη γραμματέα του παραγωγού, που με τη γοητεία της κατορθώνει να του αλλάξει σκεπτικό και το project της αρχικής ταινίας κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα, φέρνοντας τους δύο άντρες σε σκληρή αντιπαράθεση και συγκρούσεις σε πολλά επίπεδα, μέχρι τον τελικό συμβιβασμό.![tora-pou-girizei-620-1](https://kulturosupa.gr/wp-content/uploads/2023/10/tora-pou-girizei-620-1.jpg)
![tora-pou-girizei-620-1](https://kulturosupa.gr/wp-content/uploads/2023/10/tora-pou-girizei-620-1.jpg)
Η ιστορία ακούγεται ενδιαφέρουσα (και σίγουρα θα μπορούσε να ήταν), αν υπήρχαν στο έργο του συγγραφέα δύο βασικές προϋποθέσεις: εμβάθυνση στα ερωτήματα του θέματος και κυρίως γνώση της ΘΕΑΤΡΙΚΗΣ ΤΕΧΗΣ, εφόσον επρόκειτο για «θεατρικό έργο»… που μόνο τέτοιο δεν ήταν! Το εν λόγω «πόνημα» θα μπορούσε μια χαρά να σταθεί σαν μυθιστόρημα – και μάλλον αδιάφορο- αλλά όχι σε μια θεατρική σκηνή, γιατί του έλλειπαν βασικά στοιχεία της θεατρικής δομής. Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος αναλώθηκε σε μακροσκελείς, κουραστικούς μονολόγους και αντί θεατρικού, ζωντανού διαλόγου και ατάκας, άκουγες εναλλαγές μονολόγων στη σειρά, με εξαίρεση κάποιες υποτυπώδεις «χιουμοριστικές» ατάκες για το σπάσιμο της μονοτονίας. Το γεγονός ότι ο συγγραφέας επέλεξε ως καθοριστικό αντικείμενο- καταλύτη του έργου, ένα βιβλίο, και μάλιστα αφελές, βάζοντας τους ηθοποιούς να διαβάζουν αποσπάσματα και να τα αναλύουν με στόμφο (!), έκανε το όλο πράγμα εξαιρετικά πληκτικό και ανούσιο. Και πάντως ΟΧΙ… θεατρική πράξη. Επιπλέον η πλοκή απουσίαζε εντελώς από τον πυρήνα του έργου και η όλη εξέλιξη ήταν ανιαρά προβλέψιμη. Μεταξύ των τριών «γύρων» του συμβολικού ρινγκ, ο πρώτος μας έβαλε στατικά στο θέμα, ο δεύτερος μεταξύ του παραγωγού και της γραμματέως… ελαφρώς μας αποκοίμισε, παρά τις «πονηρές» υποσχέσεις, και ο τρίτος με τις συγκρούσεις, έδωσε επιτέλους μια αίσθηση δράσης και θεάτρου, αλλά με αποτέλεσμα συνολικά «πενιχρό», αφελές στην ουσία του και απογυμνωμένο από οποιοδήποτε συναίσθημα.
Περιττό να πούμε ότι τα περισπούδαστα «ερωτήματα», παρέμειναν για άλλη μια φορά… ευσεβείς πόθοι του συγγραφέα. Η αφέλεια και η επιδερμικότητα σε σοβαρά κοινωνικά και υπαρξιακά ζητούμενα, όχι μόνο δεν αγγίζουν στο ελάχιστο, αλλά φλερτάρουν άνετα με τη γραφικότητα. πέραν τη βαρεμάρας του αυτονόητου. Περιττό επίσης να πούμε ότι η συγκεκριμένη παράσταση απείχε από τον χαρακτηρισμό «μαύρη κωμωδία»… κάποια έτη φωτός! Δυο – τρεις σκόρπιες «αστείες» ατάκες εμβόλιμα, ή κάποιες καρτουνίστικες υπερβολές, δεν κάνουν ένα έργο «κωμωδία» και η ατμόσφαιρα της συγκεκριμένης μόνο σε «μαύρη» δεν παρέπεμπε. Εκτός κι αν χαρακτηρίστηκε έτσι επειδή ο καθένας από τους ηθοποιούς που δεν συμμετείχε στο «γύρο», παρέμενε επί σκηνής, καθισμένος στη… σκιά!
Εκείνο που κυριάρχησε, ως απεγνωσμένη προσπάθεια του σκηνοθέτη να δώσει ζωντάνια και δράση σε ένα βαρετό, δυσκίνητο και ανέμπνευστο κείμενο, ήταν η υπερβολή. Προκειμένου να κάνει θεατρικό τον πεζό λόγο, οδήγησε τους ηθοποιούς σε μια σπασμωδική κινητικότητα και άνευ λόγου μελοδραματισμό και στόμφο, που δεν δικαιολογούσαν ούτε το μετριότατο κείμενο, ούτε ο όρος «κωμωδία». Λογικά ο σκηνοθέτης, θα πρέπει να βίωσε βασανιστικά διλήμματα, χωρίς να κατάφερε να βρει απαντήσεις και στίγμα για την παράσταση. Όσον αφορά στους ηθοποιούς, και μάλιστα τους άρρενες, ομολογούμε ότι κατέβαλλαν τίμιες προσπάθειες να ανταποκριθούν και κυριολεκτικά ξεχείλιζαν από ενέργεια, μέσα στην υπερβολή των ρόλων τους. Αεικίνητοι και οι δύο, έντονες παρουσίες, δυναμικοί, με ταλέντο, με χιούμορ. Η «πέτρα του σκανδάλου» όμως της παράστασης, η Ευτυχία Γιακουμή, υστερούσε δίπλα τους εμφανώς. Παρά τη γλυκύτατη μορφή της, υπολειπόταν σε πειστικότητα και θα πρέπει να δουλέψει αρκετά την εκφορά του λόγου της αλλά και την κίνησή της, ειδικά των χεριών, που οι μεγάλες, ανοιχτές, υπερβολικές κινήσεις ακόμη και στο «καλημέρα», προδίδουν ερασιτεχνισμό κι αμηχανία. Τα σκηνικά της παράστασης, λιτά και πολύ έξυπνα, καθώς ένα βασικό πτυσσόμενο έπιπλο, μπορούσε με δυο κινήσεις από τους ηθοποιούς να μετατραπεί από ρινγκ σε γραφείο και από γραφείο σε κρεβάτι και ανάποδα. Για την μουσική, δεν έχουμε να πούμε τίποτα, γιατί… έλαμψε δια της πλήρους απουσίας της! Ούτε καν ένα ηχητικό εφέ, μια ελάχιστη υπόκρουση, μια νότα… βουβαμάρα!
Εν κατακλείδι, οφείλουμε να πούμε ότι εκτιμούμε τις φιλότιμες προσπάθειες των ηθοποιών και του σκηνοθέτη, αλλά δεν κατανοούμε ειλικρινά, τα κριτήρια επιλογής κάποιων έργων. Γιατί άραγε το συγκεκριμένο με τις ενδογενείς αδυναμίες; Από πού προκύπτει η «μεγάλη επιτυχία» του «πολυβραβευμένου»; Είναι άραγε… στραβός ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε; Πάντως ο εύστοχος τίτλος «Τώρα που γυρίζει» δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη στέγη από τον… ναό της τύχης! Και όταν ποντάρεις στην τύχη, άλλοτε κερδίζεις και άλλοτε χάνεις… όπως καλή(;) ώρα.
Βαθμολογία
5 στα 10
Του Ντέιβιντ Μάμετ Διαρκεια : 85 ‘
Σκηνοθ.: Γ. Μόσχος
Ερμηνεύουν: Αλ. Συσσοβίτης, Αλ. Μπουρδούμης, Ευτ. Γιακουμή. Μετάφρ.: Αντ. Πέρης. Σκην.-κοστ.: Λ. Μότσιου. Φωτ.: Αλ. Αναστασίου.
Σκηνοθ.: Γ. Μόσχος
Ερμηνεύουν: Αλ. Συσσοβίτης, Αλ. Μπουρδούμης, Ευτ. Γιακουμή. Μετάφρ.: Αντ. Πέρης. Σκην.-κοστ.: Λ. Μότσιου. Φωτ.: Αλ. Αναστασίου.
Φωτογραφικό υλικό