.
Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου
Όταν την παράσταση συνοδεύει ως ταυτότητα το «Φιλοσοφικός στοχασμός σε θεατρική μορφή», είναι μεν ακριβέστατο και έντιμο, ωστόσο υποσυνείδητα προϊδεάζει τον μέσο θεατή, για κάτι ίσως «βαρύ» ως περιεχόμενο, που πιθανόν η κουλτούρα ή η διάθεσή του δεν ανταποκρίνονται επαρκώς. Ίσως φαντάζεται ένα δυσνόητο κείμενο με περίτεχνα εγκεφαλικά παιχνίδια δύσκολα και απαιτητικά στην κατανόησή τους, που θα τον κουράσουν ή είναι έξω από τα ενδιαφέροντά του, ιδιαίτερα όταν ο συγγραφέας Λιαντίνης τού είναι εντελώς άγνωστος, έχοντας ίσως ακούσει κάτι στο παρελθόν για τον μυστηριώδη θάνατό του… Τούτη τη στιγμή, μετά τη θέαση της παράστασης, μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι τίποτα από τα παραπάνω δεν ισχύει όπως θα περιγράψουμε αναλυτικά, έχοντας παρακολουθήσει την παράσταση «Γκέμμα» του Δημήτρη Λιαντίνη, σκηνοθετημένη από τον Πάνο Αγγελόπουλο στο θέατρο Αριστοτέλειον.
Πρόκειται εν μέρει για ένα είδος σύγχρονης «Ασκητικής» στο πρότυπο του μεγάλου Καζαντζάκη, με την έννοια της αέναης προβληματικής γύρω από την ανθρώπινη φύση και το θείο, καθώς και της επίμονης αναζήτησης του νοήματος της ζωής- σταθερά αλληλένδετης με τον θάνατο ως τέλος… μια λέξη αρχαιοελληνική με διττή έννοια, που σηματοδοτεί αφενός το τελείωμα και αφετέρου τον στόχο, και στη συνθήκη του θανάτου οι δύο έννοιες ταυτίζονται. Που σημαίνει ότι σε όλη τη διάρκεια της ζωής, η σκέψη του τέλους που μοιραία θα επέλθει ως τελικός αναπόφευκτος «στόχος», είναι στην ουσία το κίνητρο για «να ζήσει κανείς όμορφα». Τόσο απλά – γιατί σύμφωνα με τον Λιαντίνη η φιλοσοφία είναι «κάτι πολύ απλό», μακριά από περίπλοκους συλλογισμούς, βαρύγδουπες εκφράσεις, ακαδημαϊκές αναλύσεις, άλλωστε από πάντα η απλότητα διαθέτει απαράμιλλη σοφία…

.
Στην ατμοσφαιρική, ποιοτική παράσταση (+) που απολαύσαμε με πλήρη συγκέντρωση, το κείμενο του συγγραφέα – καθηγητή Φιλοσοφίας Δ. Λιαντίνη, όχι μόνο δεν «βάρυνε» ή δεν εντοπίσαμε τίποτα δυσνόητο, αντίθετα υπήρξαν στιγμές που μας συνεπήρε… άλλοτε με τον ποιητικό λόγο και λογοτεχνικό ύφος που χαρακτηρίζει όλο το έργο κι άλλοτε με τους βαθείς, απρόβλεπτους, ενίοτε «αιρετικούς» στοχασμούς πάνω σε προαιώνια υπαρξιακά ζητήματα… για την ανθρώπινη φύση, τη σχέση της με το θεϊκό στοιχείο, την ύπαρξη Θεού, τον συμβολισμό της Σταύρωσης, το νόημα του θανάτου αλλά και του έρωτα, την υπόσταση των δύο φύλων, την διερεύνηση ηθικής και αξιών στην εναγώνια αναζήτηση της Αλήθειας και του Φωτός, ανάμεσα από τα σκοτάδια της σύγχρονης ανθρωπότητας… Διανθίζοντας τους φιλοσοφικούς στοχασμούς με αναφορές σε αρχαιοελληνικά πρότυπα σαν τον Σόλωνα, τον Σωκράτη, τον θεό Δία με την Ήρα- ως δραματοποιημένοι χαρακτήρες επί σκηνής, παράλληλα με συχνές παραπομπές στον Φρόυντ ή τον Γκαίτε με τον Φάουστ, καλύπτοντας με τρόπο ελκυστικό ένα ευρύτατο φάσμα διαχρονικών προβληματισμών.
Η σκηνοθετική προσέγγιση ενός τόσο ιδιαίτερου έργου, προφανώς λειτούργησε ως πρόκληση για τον Πάνο Αγγελόπουλο, καθότι η σκηνική απόδοση ενός φιλοσοφικού- κατά βάση αφηγηματικού κειμένου, δεν είναι το ευκολότερο στο θέατρο! Εντούτοις η καλλιτεχνική του έμπνευση και οι εμβόλιμες δραματοποιήσεις από ιστορικούς χαρακτήρες, συνέδραμαν καθοριστικά για ένα αποτέλεσμα με αυθεντικό θεατρικό ενδιαφέρον– ικανό να κρατά προσηλωμένο τον θεατή, τόσο σε εγκεφαλικό, όσο και σε αισθητικό επίπεδο. Με τη συμβολή ενός θαυμάσιου εικαστικού περιβάλλοντος ως εναλλασσόμενο φόντο με εμπνευσμένους φωτισμούς και μουσική, δημιούργησε μια καλλιτεχνική, υποβλητική ατμόσφαιρα – ενίοτε με ποιητικούς συμβολισμούς, ενώ το στήσιμο και η λιτή κινησιολογία των ηθοποιών στο αφηγηματικό μέρος, ακολουθούσε ένα είδος τελετουργικού που παρέπεμπε σε μυσταγωγία, αναδεικνύοντας με τους κατάλληλους τονισμούς τη δύναμη του λόγου. Τα εμβόλιμα δραματοποιημένα στιγμιότυπα, πρόσθεσαν φυσικά επιπλέον θεατρικότητα και σκηνικό ενδιαφέρον στο εγχείρημα, ενώ οι αλλαγές σκηνών σηματοδοτούνταν από υπέρτιτλους ακολουθώντας τις θεματικές ενότητες του βιβλίου. Μια σκηνοθεσία που συνδύασε έμπνευση, λιτότητα, ισορροπία, τελετουργικό ρυθμό, εναλλαγές, κερδίζοντας ένα δύσκολο στοίχημα…

.
Η επιτυχία του οποίου οφείλει πολλά στην ερμηνευτική απόδοση των επτά ηθοποιών (Νίκος Καλογερόπουλος, Κατερίνα Διδασκάλου, Βασίλης Παλαιολόγος, Βίκυ Μαραγκάκη, Κρυσταλλία Κεφαλούδη, Νατάσσα Μήττα, Γιώργος Νάκος). Οι οποίοι στο σύνολό τους ανταποκρίθηκαν με επαγγελματισμό, πειθαρχία, απόλυτο έλεγχο, άψογο συντονισμό στις σκηνοθετικές απαιτήσεις, έχοντας εστιάσει στην εκφραστικότητα και καθαρότητα της εκφοράς του λόγου και καταθέτοντας ο καθένας το προσωπικό του στίγμα στις επιμέρους σκηνές. Ωστόσο, από ένα σύνολο άξιων ηθοποιών, δεν μπορούμε να μη ξεχωρίσουμε καταρχάς τον (ακριβοθώρητο στη σκηνή) Νίκο Καλογερόπουλο στους ιδιαίτερους ρόλους του, για τη σπουδαία ερμηνευτική γκάμα, το ασίγαστο πάθος – ακόμα και στην υπερβολή του, την αφοπλιστική εκφραστικότητα ενός αυθεντικού καρατερίστα που σε παρασύρει… Όπως δεν γίνεται να μη μνημονεύσουμε την πάντα εξαιρετική Κατερίνα Διδασκάλου, που δεν θα πάψει να μας εντυπωσιάζει με την έμφυτη αρχοντιά και κύρος της σκηνικής της παρουσίας, με την υπέροχα εκφραστική εκφορά του λόγου, σε ερμηνείες μεστές, αψεγάδιαστες, δουλεμένες στη λεπτομέρεια…
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει επίσης το εμπνευσμένο, συμβολικό σκηνικό των λιτών γραφείων με τις παραδοσιακές γραφομηχανές- αξιοποιημένες ως ευφάνταστο σκηνοθετικό εύρημα, ενώ το προβαλλόμενο φόντο στο βάθος άλλαζε εικόνες, χρώματα, σχήματα… Ωστόσο ακόμα μεγαλύτερα εύσημα ανήκουν στην θαυμάσια προσαρμοσμένη μουσική με χαρακτηριστικό στίγμα, καθώς και στους προσεκτικά μελετημένους φωτισμούς, καθώς οι δύο παράγοντες συνέβαλαν ουσιαστικά στην ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Όσον αφορά στα κοστούμια, με την λιτότητα και εύστοχη σημειολογία τους, δεν θα μπορούσαν να μην υπηρετήσουν με τη σειρά τους, το πνεύμα μιας καθ’ όλα φροντισμένης παράστασης.

.
Στην οποία, κάποιες παρατηρήσεις (–) δευτερεύουσας σημασίας, αφορούν προφανώς σε προσωπικές εκτιμήσεις. Λόγου χάρη σε επίπεδο κειμένου και πέρα από τις αρετές του, θεωρούμε ότι έλειψε η νοηματική συνοχή στους στοχασμούς, ένας εμφανής και ενιαίος θεματικός άξονας, με συνέπεια να θυμίζουν (παρά τη βαθιά ουσία και το ενδιαφέρον τους) «κολλάζ» ετερόκλητων, σκόρπιων σκέψεων, περίπου χαοτικών, χωρίς συνδετικό υλικό. Επίσης στο κομμάτι της σκηνοθεσίας, ίσως μπορούσε να αποφευχθεί η στατικότητα κάποιων αφηγηματικών σημείων και να εμπλουτιστούν με περισσότερη θεατρικότητα, δεδομένης της έμπνευσης με τα αξιόλογα δείγματα- σαν τις ευρηματικές ενάρξεις πρώτου και δεύτερου μέρους, με τις γραφομηχανές. Τέλος, στην έτσι κι αλλιώς αξιέπαινη ερμηνεία του Ν. Καλογερόπουλου, ίσως προστέθηκε μια υπερβάλλουσα δόση μελοδραματισμού στο φινάλε… όμως, παρά ταύτα, αγαπάμε τις παθιασμένες ερμηνείες του!
Εν κατακλείδι (=) απολαύσαμε μια καλοστημένη παράσταση με αυθεντική ποιότητα, όπου συναντήθηκαν ως ευτυχής συγκυρία, ο βαθύς στοχασμός, ο ποιητικός λόγος και η καλλιτεχνική έμπνευση…
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
7 ΣΤΑ 10
.
-Βίντεο – τυχαία αποσπάσματα + χειροκρότημα
.
ΘΕΑΤΡΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΝ
«ΓΚΕΜΜΑ» του Δημήτρη Λιαντίνη.
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Πέμπτη – Παρασκευή – Σάββατο : 21:00 & Κυριακή: 20:00
-k-
.

Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν από 20/9/2018 έως 20/05/2019 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 9α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2019 που θα πραγματοποιηθούν τέλη Μαίου 2019 – Πληροφορίες για τα 9α ΘΒΘ θα βρείτε ΕΔΩ – Facebook pages ΕΔΩ
.
Δείτε & αυτά:
-Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη ΤΩΡΑ ΕΔΩ
-ΕΙΔΑΜΕ κιν/κές ταινίες & ΣΧΟΛΙΑΖΟΥ
Φωτογραφικό υλικό