.
Οι διαδικτυακές παραστάσεις όλο και αυξάνονται με πλήθος επιτυχημένων (μα και αδιάφορων) παραστάσεων να ανεβαίνουν στο διαδίκτυο, προσφέροντας τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε ένα μεγάλο υλικό που έμενε στα συρτάρια των παραγωγών, και να γεμίσουμε τον χρόνο μας με θέατρο, που τόσο μας έλειψε!
Πρόσφατα μία σημαντική πρωτοβουλία του Δήμου Θεσσαλονίκης ήταν η ανάρτηση στα πλαίσια της διοργάνωσης «Θεατρικές Φωνές της Πόλης 2021» μίας πλειάδας παραστάσεων σε αρκετά καλή μορφή και δωρεάν για το κοινό. Μία τέτοια πρωτοβουλία θα μπορούσαν να ακολουθήσουν και άλλοι δήμοι για την ενίσχυση της επαφής του κοινού με το θέατρο, η οποία έχει δοκιμαστεί ιδιαιτέρως τον τελευταίο χρόνο.
Μία εξ αυτών ήταν το «My dear Andy» του Χριστόφορου Αντωνιάδη, το οποίο πραγματεύεται τη ζωή του Αντι Γουόρχολ μέσα από την ματιά του γκαλερίστα και συλλέκτη έργων μοντέρνας τέχνης Αλέξανδρου Ιόλα. Η παράσταση χωρίζεται σε δύο βασικά μέρη, με το πρώτο να έχει την μορφή μίας παντομίμας με τον πρωταγωνιστή να εκφράζεται με τις κινήσεις του και να ακολουθεί την αφήγηση, η οποία ακούγεται. Το δεύτερο μέρος δίνει στον πρωταγωνιστή τον λόγο, όπου πλέον η παράσταση αποκτά την μορφή ενός μονολόγου.
Ως προς τα θετικά (+) στοιχεία αυτής βλέπουμε το εξαιρετικό σκηνικό της Μαρίας Καβαλιώτη, το οποίο φάνηκε, πως ήθελε να μεγεθύνει τον όχι και τόσο μεγάλο χώρο της σκηνής. Και πράγματι τα κατάφερε επάξια. Αποτελούμενο από αλουμινόχαρτο δημιούργησε εξαρχής ένα αστραφτερό πλαίσιο στο οποίο ενεργούσε ο ήρωας και παρέπεμπε στην εποχή που ζούσε και ενεργούσε. Πέραν αυτού ορισμένα επιπλέον καθίσματα σε σχήμα κύβου συμπλήρωσαν το σκηνικό, χωρίς να γεμίζουν τον ήδη οπτικά γεμάτο χώρο.
Στην αποτύπωση του σκηνικού και την εξέλιξη της σκηνοθεσίας συνέβαλαν οι φωτισμοί του Alex., οι οποίοι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην παράσταση. Συχνά μεταβαλλόμενοι, ζεστοί και ζωντανοί δημιούργησαν ένα πολύ αρμονικό σύνολο, το οποίο διατηρήθηκε σε ισορροπία. Οι ωραίες εναλλαγές με το σβήσιμο των φώτων και τον φωτιζόμενο πίνακα δημιούργησαν μία πολύ ωραία και γλαφυρή εικόνα.
Ακόμη, οι μουσικές επιλογές ήταν αρκετά ταιριαστές στο σύνολο, το οποίο συμπλήρωσαν με εναλλαγές ειδών και υφολογίας ενδεικτικές και του περιεχομένου της απόδοσης. Η κινησιολογία της Νατάσσας Κωνσταντινίδουαν και υπερβολική σε πολλά σημεία, εντούτοις απέδωσε ειδικά στο πρώτο μέρος της παντομίμας, που έδινε ρυθμό και παλμό στην κατά τα άλλα ανούσια περιγραφή.
Ως προς τα αρνητικά (-) στοιχεία της παράστασης αρχικά εντάσσουμε το κείμενο του ίδιου του πρωταγωνιστή, Χριστόφορου Αντωνιάδη. Ένα κείμενο ανούσιο, που στο πρώτο μέρος η ταχύτητά του δεν σε άφηνε να καταλάβεις το πραγματικό νόημα αυτών που έλεγε, και στο δεύτερο μέρος η νοηματική του σύγχυση δεν συνέβαλε στην κατανόηση του ύφους, που θέλει να προσδώσει. Το να δημιουργούμε alternative παραστάσεις σίγουρα είναι σημαντικό, αρκεί όμως να υπάρχει πρόσληψη αυτού, που πρόκειται να εκφραστεί. Από ένα κείμενο, που θα μπορούσε να αποδώσει μία κοινωνική κριτική εξελίχθηκε σε ένα κείμενο, που ευτέλιζε τη σεξουαλική ζωή και την καλλιτεχνική διάσταση του προσώπου με το οποίο καταπιανόταν.
Πέραν αυτού η σκηνοθεσία του ίδιου κινήθηκε αντίστροφα από την ακολουθία, που αναμένει ένας θεατής από μία παράσταση. Δεν ακολούθησε μία αυξητική μορφή, φτάνοντας στην κορύφωση της ιστορίας, αλλά αντίθετα γινόταν όλο και πιο ισχνή. Ορισμένα ευρηματικά σκηνοθετικά μέσα του πρώτου μέρους, έδωσαν τη θέση τους σε υπερβολικά ευρήματα στο δεύτερο μέρος, με κορυφαίο το βάθρο με τις μπογιές.
Σε όλα τα παραπάνω ήρθε και έδεσε το …γλυκό με την ερμηνεία του πρωταγωνιστή, ο οποίος φάνηκε να αποδίδει σε μεγάλο βαθμό στο πρώτο μέρος με τα εκφραστικά μέσα, που χρησιμοποίησε και την ορθά εναλλασσόμενη κίνηση, αλλά να απογοητεύει στο δεύτερο μέρος της παράστασης στο οποίο φάνηκε να καταρρίπτει ό,τι έκτισε. Υπερβολική απόδοση χωρίς νόημα, που προσπαθούσε μάταια να αποπνεύσει συγκίνηση με μία εύθραυστη φωνή, που φάνηκε να παρουσιάζεται καρικατουρίστικα.
Συνολικά (=) θα λέγαμε, πως στην παράσταση συνέβη το αντίστροφο από την πλειοψηφία των σχολιαζόμενων μονολόγων: να έχουμε ένα σύνολο των συμπληρωματικών στοιχείων του σκηνικού, των φωτισμών και των μουσικών επιλογών σε υψηλά επίπεδα και το σύνολο των πρωτευόντων στοιχείων του κειμένου, της σκηνοθεσίας και της ερμηνείας σε επίπεδα ευτελή, ανούσια και υπερβολικά αντίστοιχα. Η ενδιαφέρουσα διαμόρφωση του πρώτου μέρους νοθεύτηκε πλήρως από το πολύ χαμηλής απόδοσης δεύτερο μέρος, σε μία παράσταση, η οποία παρά τα 60 της λεπτά φάνηκε σε σημεία ένας μαραθώνιος υπομονής…
Βαθμολογία:
3,3/10
.
Πληροφορίες για την παράσταση θα βρείτε εδώ
Φωτογραφικό υλικό