Είδε η Ελένη Γιαννακίδου και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Τις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Εύης Σάρμη και Ελευθερίας Τέτουλα παρακολουθήσαμε στον κατάμεστο από θεατές όλων των ηλικιών χώρο του Επταπυργίου στα πλαίσια του ομώνυμου Φεστιβάλ και τις τρεις βραδιές του Ιούλη που ανέβηκε το έργο..
«Οι Θεσμοφοριάζουσες» είναι η κωμωδία που έγραψε ο Αριστοφάνης στα 411π.Χ κι έχει ως κυρίαρχο θέμα την αγανάκτηση και δυσαρέσκεια των γυναικών απέναντι στον τραγικό ποιητή Ευριπίδη, επειδή ο τελευταίος συνεχώς στις τραγωδίες του παρουσιάζει το γυναικείο φύλο με πολλά ελαττώματα και το θεωρεί αιτία κάθε κακού.Ο Τραγικός Ποιητής παρουσιάζει τις γυναίκες ως πλανεύτρες, ψεύτρες, ύπουλες, καιροσκόπους που συνεχώς προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την αδυναμία που τις έχουν οι άνδρες για να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες και τους στόχους τους. Έτσι, στα Θεσμοφόρια, στη γιορτή που ναι αφιερωμένη στη Θεά Δήμητρα και την κόρη της Περσεφόνη, οι γυναίκες, όπου μένουν στο ιερό μακριά από το σπίτι τους και τους άνδρες τους και τελούν τις θυσίες και τα μυστήρια στη Θεά, βρίσκουν την ευκαιρία όλες μαζί να συναποφασίσουν την τιμωρία που αρμόζει στον Ευριπίδη που αδίκως σε κάθε έργο του τις συκοφαντεί.
Ο τραγικός ποιητής το γνωρίζει αυτό και μαζί με τον συγγενή του Μνησίλοχο πηγαίνουν να βρουν τον ποιητή Αγάθωνα και να τον παρακαλέσουν να παρεισφρήσει στο ιερό των γυναικών και άβατο για τους άνδρες για να μάθει τις κινήσεις τους και να συνηγορήσει υπέρ του. Ο Αγάθωνας αρνείται αλλά δέχεται να δώσει ρούχα κατάλληλα στον Μνησίλοχο και να βοηθήσει, ώστε εκείνος να μεταμορφωθεί σε γυναίκα και να μπει κρυφά στο Ιερό. Μετά από πολλές κωμικές σκηνές επιτυγχάνεται η μεταμόρφωση κι ο Μνησίλοχος πηγαίνει μεταμφιεσμένος σε γυναίκα στη γιορτή των Θεσμοφορίων. Εκεί, προσπαθεί να δικαιολογήσει την στάση του Ευριπίδη κι οι γυναίκες παίρνουν χαμπάρι, έπειτα από τον χρόνο που περνούν μαζί, πως η νεοφερμένη γυναίκα είναι άνδρας και μάλιστα πράκτορας του Ευριπίδη και τον φυλακίζουν . Επιπλέον, φοβούμενες μήπως και καταφέρει και το σκάσει, βάζουν έναν τοξότη να τον φυλάει. Ο Ευριπίδης απ την πλευρά του προσπαθεί με κάθε τρόπο να σώσει τον συγγενή του και τελικά χρησιμοποιώντας μια κοπέλα του χορού, μια αυλητρίδα, που παρασύρει ερωτικά τον τοξότη, ελευθερώνει τον Μνησίλοχο. Σε αντάλλαγμα, ο ίδιος ο ποιητής υπόσχεται σ όλες τις γυναίκες να μη σπιλώσει ποτέ ξανά σε τραγωδία του το όνομά τους. Στο τέλος, όλοι χαίρονται και γλεντούν, ενώ ο τοξότης ψάχνει τον τρόπο με τον οποίο δραπέτευσε ο κρατούμενός του.
Στην παράσταση που παρακολουθήσαμε μας γοήτευσε (+) η σκηνοθεσία των δυο γυναικών, της Εύης Σάρμη και της Ελευθερίας Τέτουλα. Πρόβαλαν εξ αρχής την παράσταση ως μια κωμωδία τσέπης, φρέσκια και δροσερή και ακριβώς τέτοια ανέβασαν. Εφτά ηθοποιοί μαζί με τους δυο μουσικούς που έπαιζαν κρουστά και πλήκτρα ζωντανά στο πίσω μέρος του σκηνικού, έπαιξαν όλα τα πρόσωπα της κωμωδίας αλλάζοντας τους ρόλους και τα πρόσωπα που υποδύονταν μπροστά στα μάτια των θεατών. Το τραγούδι του χορού εναλλασσόταν με τα διαλογικά μέρη και τις ατάκες των ηρώων γεγονός που οδηγούσε το έργο να κυλά γρήγορα κι ευχάριστα, με μια ένσταση που έχουμε για τη διάρκεια του χορικού μέρους στην αρχή του έργου, ενώ παράλληλα τα κωμικά στοιχεία και τα έξυπνα πειράγματα του ενός προσώπου προς το άλλο προκαλούσαν άφθονο γέλιο .
Οι ερμηνείες των ηθοποιών πολύ καλές, ιδιαιτέρως του Αλέξανδρου Νικολαΐδη στον ρόλο του Ευριπίδη και του Γιώργου Χριστοφορίδη στον ρόλο του Μνησίλοχου, ένα δυναμικό δίδυμο που ανέβηκε στα διαζώματα ψάχνοντας την οικία του Αγάθωνα και διαλεγόταν με το κοινό, κάνοντας ερωτήσεις στους θεατές όλων των ηλικιών, προκαλώντας γέλιο τόσο από τις απαντήσεις που έδιναν οι θεατές όσο κι από τις ατάκες των ηθοποιών που τις ακολουθούσαν. Αλλά κι ο Γιώργος Χιώτης ως Αγάθωνας τόσο με τη στιλιστική του παρουσία όσο και την υποκριτική του ικανότητα, όταν τραγουδούσε, χόρευε, μιλούσε με τους δυο ήρωες αλλά και τις γυναίκες του χορού με μπρίο και φινέτσα, ενίσχυσε πολύ με τη δική του σκηνική παρουσία το νήμα των παρεξηγήσεων , των αστείων καταστάσεων αλλά και των γεγονότων που θα ξετυλίγονταν στο ρου της υπόθεσης.
Στα θετικά βέβαια κι η συμμετοχή του Διογένη Δασκάλου στο ρόλο του φύλακα-του Μνησίλοχου, όταν ο τελευταίος αιχμαλωτίζεται από τις γυναίκες στο ιερό, που εδώ παρουσιάζεται ως ένα αγροίκος «μπαμπάτσικος» άνδρας που μόνο με τη σωματική του δύναμη αλλά καθόλου εξυπνάδα ταλαιπωρεί τον καημένο Μνησίλοχο κρατώντας τον φυλακισμένο σύμφωνα με την ομόφωνη απόφαση των γυναικών.
Επιπροσθέτως συνηγορεί κι η ξεσηκωτική υπόκλιση όπου οι ηθοποιοί χορεύουν και υποκλίνονται ένας- ένας στους θεατές, ενώ παράλληλα τα ονόματά τους εμφανίζονται στα τείχη του επταπυργίου. Ο Δασκάλου, με τη σειρά του, ανάμεσά τους παίζει κλαρίνο, το γνωστό θρακιώτικο ζωναράδικο τραγούδι, ενώ παράλληλα οι θεατές το χαίρονται και χτυπούν παλαμάκια στο ρυθμό και το απολαμβάνουν μαζί με τους ηθοποιούς, όση ώρα διαρκεί ο χορός. Αξίζει να γίνει αναφορά στα κοστούμια που είναι ευρηματικά με ποικιλία έντονων χρωμάτων και μοτίβων που παρέπεμπαν σε παραδοσιακές φορεσιές, αρχαιοελληνικούς χιτώνες αλλά και με έντονες μοντέρνες πινελιές, ρούχα που άλλαζαν οι ηθοποιοί πάνω στη σκηνή, ένα μείγμα τελικά ενδυματολογικών στοιχείων που έδινε με τη σειρά του μια ευχάριστη νότα στο έργο.
Τέλος , οι φωτισμοί και τα βίντεο που σ όλη τη διάρκεια του έργου εμφανίζονταν στα τείχη τόνιζαν την γοητεία κι αίγλη του ίδιου του χώρου δίνοντας με τη σειρά τους ένα όμορφο αισθητικό αποτέλεσμα στο απλό σκηνικό: στη μεγάλη γκαρνταρόμπα – οικία του Αγάθωνα απ’ τη μια, το ιερό, μια κατασκευή ενός χώρου με αέτωμα που παρέπεμπε σε ναό από την άλλη και πιο πέρα μια σιδερένια κατασκευή, τη φυλακή, όπου οι γυναίκες κρατούν τον Μνησίλοχο.
Στα αρνητικά (-) του έργου συγκαταλέγουμε τη μεγάλη στην αρχή έκταση του χορικού μέρους όπου στη διάρκειά του τόσο ο Αγάθωνας με την υπηρεσία του όσο κι οι γυναίκες του χορού τραγουδούν, ενώ απουσιάζουν τα εκτενή διαλογικά μέρη που θα ενίσχυαν την ισομερή διάταξη του έργου ως προς τα επιμέρους δομικά του στοιχεία. Στη συνέχεια βέβαια, οι επικαιροποιημένες έξυπνες ατάκες των ηρώων και η πιο γρήγορη πλοκή του έργου το ξεκουράζουν, το αφήνουν να ανασάνει και ξαναδίνουν την εγρήγορση ενδιαφέροντος που απαιτείται στον θεατή .
Συμπερασματικά (=), πρόκειται για ένα έργο που χάρηκαν οι θεατές που θέλησαν να δουν μια αριστοφανική κωμωδία, με κάποια διασκευή ως προς το πρωτότυπο κείμενο. Είναι μια παράσταση που, εκτός από το διαχρονικό της πνεύμα και το επίκαιρο που πάντοτε ο σκηνοθέτης γενικότερα θίγει σε μια κωμωδία και πέρα φυσικά από τις ελάχιστες βωμολοχίες και πικάντικα σχόλια, δοσμένα έτσι όμως που δεν ενοχλούν αισθητικά αλλά προκαλούν άφθονο γέλιο άρτια συνδεδεμένο με το πνεύμα της Κωμωδίας, απευθύνεται σε όλο το θεατρόφιλο κοινό, όλων των ηλικιών. Και πράγματι, οι συντελεστές του το κατάφεραν, αφού μπόρεσαν σε τόσο ζεστές βραδιές με θερμοκρασίες υψηλές να συγκεντρώσουν και να γεμίσουν το διαμορφωμένο θεατράκι του Επταπυργίου και να δώσουν με ευκρίνεια τα στοιχεία εκείνα που ο Αριστοφάνης σατίριζε στην Κλασική Αθήνα, την ανδροκρατούμενη δηλαδή κοινωνία όπου το ανδρικό στοιχείο κυριαρχεί μεν αλλά υποβόσκει η δυναμική των γυναικών που διεκδικούν και συσκέπτονται κάνοντας τελικά την απόφασή τους πράξη. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως τότε, στην κλασική Αθήνα του 5ου αιώνα, την ίδια περίοδο που παρουσίασε τις Θεσμοφοριάζουσες ο Αριστοφάνης παρουσίασε ένα ακόμη έργο όπου πρωτοστατούν οι γυναίκες, την Λυσιστράτη , γεγονός που φανερώνει την τόλμη των γυναικών να διεκδικεί με πάθος και σθένος απέναντι στην ανδροκρατούμενη κοινωνία .
Εν κατακλείδι, η παράσταση ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες μας να γίνουμε θεατές ενός αριστοφανικού έργου που οι συντελεστές του σεβόμενοι το κείμενο, το παρουσίασαν με αρκετές δόσεις μοντέρνας και επίκαιρης ματιάς .
Βαθμολογία: 6,9/10
Πληροφορίες για τη παράσταση εδώ