Eίδε η ‘Αννια Κανακάρη και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Μια μουσική παράσταση – φόρο τιμής – στις γυναικείες μορφές που σημάδεψαν την ιστορία του ελληνικού λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού, παρακολουθήσαμε στην σκηνή Σωκράτης Καραντινός της Μονής Λαζαριστών. Πρόκειται για τη νέα δημιουργία των Γιώργου Ανδρέου και Οδυσσέα Ιωάννου με τον τίτλο «Μαρίκα με είπανε – Μαρίκα με βγάλανε» με τις σπουδαίες ερμηνεύτριες Ελένη Τσαλιγοπούλου και Κορίνα Λεγάκη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Το έργο αναφέρεται στην χρονική περίοδο από το 1920 έως το 1960 και εστιάζει σε δύο μεγάλες γυναικείες φωνές, τη Μαρίκα Παπαγκίκα και τη Μαρίκα Νίνου, δύο από τις ρεμπέτισσες που διαμόρφωσαν το ελληνικό τραγούδι και κέρδισαν με το ταλέντο τους το θαυμασμό του κοινού αλλά και των καλλιτεχνών που τις διαδέχθηκαν. Δύο γυναίκες που ξεχώρισαν σε μια δύσκολη περίοδο του Ελληνισμού και έγραψαν τη δική τους ιστορία, στις σύντομες – αλλά γεμάτες εμπειρίες -ζωές τους, αφήνοντας παρακαταθήκη αλησμόνητα τραγούδια που ακόμη και σήμερα μας συναρπάζουν με την αλήθεια και την αυθεντικότητά τους. Και ενώ το έργο εστιάζει στις δύο αυτές Μαρίκες, η παράσταση αφηγείται την ιστορία τους με αρκετά στοιχεία μυθοπλασίας.
Η επιλογή αυτή αποδίδεται κυρίως στο ότι στα πρόσωπα τους τιμώνται όλες οι ρεμπέτισσες και λαϊκές τραγουδίστριες του περασμένου αιώνα που, έχοντας να αντιμετωπίσουν δυσκολίες και εμπόδια, προκαταλήψεις και υποτιμητικές συμπεριφορές, κατάφεραν να αποδείξουν την αξία τους και να ξεχωρίσουν. Σε όλες, λοιπόν, τις τότε μεγάλες κυρίες του πενταγράμμου, είναι αφιερωμένη η συγκεκριμένη παράσταση. Όπως πολύ εύστοχα δήλωσε γι’ αυτέςο συνθέτης Γιώργος Ανδρέου: «…ακροβατώντας στο σκοινί του πάλκου, μας άφησαν κληρονομιά και παρακαταθήκη την αστείρευτη κι άδολη αγάπη τους για το μέγα θαύμα που είναι η σχέση εκείνου (εκείνης) που ερμηνεύει με εκείνες κι εκείνους που τον ακούν – θαύμα επειδή σε μια στιγμή μαγική ενώνονται οι πάνω και οι κάτω στο ίδιο λυτρωτικό σύμπαν».
Στα θετικά (+) της παράστασης συγκαταλέγεται, καταρχάς, το θεατρικό κείμενο του Οδυσσέα Ιωάννου, που προσέγγισε με ιδιαίτερο και πρωτότυπο τρόπο τις ζωές των δύο τραγουδιστριών. Στο έργο οι δύο «Μαρίκες» συναντώνται (κάτι που στην πραγματικότητα δεν έγινε ποτέ), τραγουδούν παρέα και μιλούν για τα όνειρα, τους έρωτες, τις αρρώστιες που τις βρήκαν και το πρόωρο τέλος τους. Άλλοτε παραθέτοντας αληθινά γεγονότα και άλλοτε όχι, ο συγγραφέας αποδίδει με γλαφυρότητα σημαντικές στιγμές τους και κυρίως εικόνες από το πάλκο στο οποίο αφιέρωσαν τη ζωή τους. Οι δύο ιστορίες παρουσιάζονται «μπλεγμένες» μεταξύ τους, μέσα από διαλόγους και αφηγήσεις που διαρκώς εναλλάσσονται.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το έργο είναι καθαρά γυναικείο, καθώς απουσιάζουν από αυτό οι ανδρικοί χαρακτήρες. Είναι ένα έργο φτιαγμένο από άντρες που αφορά όμως ξεκάθαρα στις γυναίκες. Θα λέγαμε ότι αποτελεί μια συγγνώμη και ένα ευχαριστώ σε όλες τις σπουδαίες ερμηνεύτριες που πάλεψαν και νίκησαν με το ταλέντο και τη «μαγκιά» τους, σε έναν καθαρά ανδροκρατούμενο χώρο. Αφορά γυναίκες που ενώ έζησαν έντονα την απαξίωση, την ρετσινιά της «μπουζουξούς», τους παράνομους δεσμούς, τους άντρες που τις παράτησαν για τη σιγουριά της οικογένειας, την ξενιτιά, έφυγαν χορτασμένες από τραγούδι, αγάπη και χειροκρότημα. Ενδιαφέρουσα, τέλος, προσθήκη υπήρξε ο χαρακτήρας της κόρης της Μαρίκας Νίνου, ως αφηγήτριας, ένα φανταστικό πρόσωπο, καθώς είναι γνωστό πως η Νίνου είχε μόνο ένα γιο.
Ο σκηνοθέτης της παράστασης και καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ Αστέρης Πελτέκης, απέδωσε επί σκηνής τις ιστορίες αυτών των γυναικών ως ένα λαϊκό γλέντι, ένα πανηγύρι, μια συναυλία γεμάτη υπέροχες μουσικές και αγαπημένα τραγούδια που διασκέδασε και ενθουσίασε το κοινό. Και ενώ αρχικά, με την παρουσία της αφηγήτριας και των λοιπών γυναικείων χαρακτήρων, διαφάνηκε ο θεατρικός χαρακτήρας του έργου, γρήγορα η παράσταση απόκτησε ξεκάθαρα μουσική ταυτότητα, καθώς τμήμα του πρώτου μέρους της και ολόκληρο σχεδόν το δεύτερο αποτελούνταν από τραγούδια – χωρίς αυτό βέβαια να αποτελεί και αδυναμία. Πέραν αυτού, η σκηνοθετική προσέγγιση διαχειρίστηκε επιτυχημένα το κείμενο και άφησε να ξεδιπλωθούν σταδιακά οι δύο βασικοί χαρακτήρες, αναδεικνύοντας τα ιδιαίτερα γνωρίσματά τους μέσα από τους διαλόγους και την αφήγηση.
Ένα από τα δυνατά στοιχεία της παράστασης υπήρξε το ευφάνταστο σκηνικό της Δανάης Πανά, που μεταμόρφωσε τη σκηνή σε ένα τεράστιο μουσικό κουτί, από εκείνα με τις κούκλες που χορεύουν μόλις τα ανοίξεις μέχρι να ξεκουρδιστούν. Με το που ξεκίνησε η παράσταση το μουσικό κουτί άνοιξε και οι πρωταγωνίστριες στριφογύριζαν σαν ψεύτικες κούκλες, δέσμιες της μουσικής και της μοίρας τους, προσφέροντας ένα θέαμα πραγματικά εντυπωσιακό. Ένα σκηνικό ζωντανό με διάφορα κινούμενα μέρη που διαρκώς μεταλλάσσονταν από μουσικό κουτί, σε πάλκο στην ταβέρνα του Τζίμι ή στο κέντρο διασκέδασης Marica’s στην Αμερική. Στο πίσω μέρος της σκηνής (το καπάκι του μουσικού κουτιού),ένα οβάλ πλαίσιο (ο υποτιθέμενος καθρέπτης) λειτουργούσε ως οθόνη όπου προβάλλονταν εικόνες εποχής.Το παραμυθένιο σκηνικό απογείωσαν οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Στέλιου Τζολόπουλου που συνέβαλαν τα μέγιστα στη δημιουργία ενός εξαιρετικού οπτικά θεάματος. Ιδιαιτέρως προσεγμένα και τα κοστούμια του Νίκου Χαρλαύτη, που σε συνδυασμό με το όλο σκηνικό, μας ταξίδεψαν στιλιστικά στον κόσμο του ρεμπέτικου του περασμένου αιώνα.
Το μουσικό κομμάτι της παράστασης ανέλαβε με επιτυχία ο Γιώργος Ανδρέου, ο οποίος έγραψε έντεκα πρωτότυπα τραγούδια για το συγκεκριμένο έργο που ερμηνεύτηκαν εξαιρετικά και έκανε τις ενορχηστρώσεις για τα υπόλοιπα γνωστά και αγαπημένα τραγούδια σημαντικών Ελλήνων δημιουργών: λαϊκά, παραδοσιακά, Σμυρνέϊκα και ρεμπέτικα. Τραγούδια που σχεδόν για έναν αιώνα μας συντροφεύουν σε ευχάριστες και δυσάρεστες στιγμές. Αξίζει να αναφέρουμε την άρτια μουσικά απόδοση της πολυμελούς ορχήστρας των έμπειρων μουσικών που πλαισίωσαν την παράσταση.
Αυτές φυσικά που έκλεψαν τις εντυπώσεις ήταν οι δύο πρωταγωνίστριες, που στάθηκαν επάξια στη σκηνή απέναντι στις επαγγελματίες ηθοποιούς και εντυπωσίασαν το κοινό. Η χημεία μεταξύ τους ήταν εμφανής και το αποτέλεσμα της συνεργασίας τους αξιοθαύμαστο.
Η Ελένη Τσαλιγοπούλου στο ρόλο της Μαρίκας Παπαγκίκα, ανταποκρίθηκε αξιοπρεπώς στο θεατρικό κομμάτι της παράστασης, με όμορφη σκηνική παρουσία και δουλεμένη κίνηση, σε έναν ρόλο φτιαγμένο ακριβώς για εκείνη. Στο μουσικό κομμάτι, δε, «έδωσε ρέστα» με την εμφάνιση της. Η έμπειρη ερμηνεύτρια με την ιδιαίτερη χροιά, που είναι γνωστή για το πάθος και το συναίσθημα που ξεχειλίζει από μέσα της όταν τραγουδά, ερμήνευσε με τεχνική αρτιότητα τα τραγούδια της παράστασης, μας ταξίδεψε με την μελωδική φωνή της στον κόσμο του ρεμπέτικου (και όχι μόνο) τραγουδιού και δικαίως καταχειροκροτήθηκε από το κοινό. Η συνέπειά της στο ύφος, την προσέγγιση και την ερμηνεία των τραγουδιών, τόσο των παλιών όσο και των πρωτότυπων, ήταν τέτοια που δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η Ελένη Τσαλιγοπούλου δεν είναι απλώς μια άξια διάδοχος, αλλά ΕΙΝΑΙ, κατ’ ουσία, μια από τις «Μαρίκες» που υμνεί η παράσταση.
Στον ρόλο της Μαρίκας Νίνου μια ακόμη αγαπημένη και καταξιωμένη τραγουδίστρια η Κορίνα Λεγάκη. Γνωστή για την καθάρια, αισθαντική φωνή της, απέδωσε με πάθος, δυναμικότητα και ενίοτε «μαγκιά» τη γνωστή ρεμπέτισσα και τραγούδησε εξίσου μελωδικά τα τραγούδια της. Πραγματικά εξαιρετική και στα υποκριτικά της καθήκοντα.
Ως αφηγήτρια της παράστασης η Παναγιώτα Βιτετζάκη και στους λοιπούς ρόλους οι Λίλη Αδρασκέλα, Ηρώ Δημητριάδου, Εύη Σαρμή και Χρύσα Τουμανίδου, είχαν επίσης πολύ καλές, ερμηνευτικά και φωνητικά, εμφανίσεις. Πανέμορφες, αέρινες, δροσερές, τραγούδησαν και χόρεψαν με κέφι και ζωντάνια αποδεικνύοντας το ταλέντο τους.
Αν θα είχαμε να παρατηρήσουμε (-) κάτι στην παράσταση αυτό θα αφορούσε στην επιλογή των δημιουργών να αφαιρέσουν εντελώς το ανδρικό στοιχείο από το έργο. Η παρουσία ανδρών, έστω ως απλών θαμώνων στη σκηνή, δεν θα στερούσε κάτι από τη λάμψη αυτών των γυναικών, που διεκδίκησαν και κέρδισαν τη θέση τους ζώντας ελεύθερες κόντρα στην ανδροκρατία της εποχής. Αντιθέτως, θα τόνιζε ίσως τις έννοιες της διεκδίκησης και της δυσκολίας που αντιμετώπιζαν και θα ενίσχυε το θεατρικό κομμάτι της παράστασης, που προφανώς υστερούσε, καθιστώνταςτις σκηνές από τα μαγαζιά που τραγουδούσαν περισσότερο αληθοφανείς. Και ένα τεχνικό ζήτημα: το θέμα του ήχου κυρίως στα μικρόφωνα των ηθοποιών (καθώς ο ήχος των μουσικών ήταν τέλειος εξ αρχής) μας προβλημάτισε αρχικά, ευτυχώς όμως διορθώθηκε πολύ γρήγορα και μπορέσαμε να απολαύσουμε απρόσκοπτα την παράσταση.
Συμπερασματικά (=) παρακολουθήσαμε μια λαμπρή μουσική παράσταση, γεμάτη αγαπημένα τραγούδια, κέφι, ζωντάνια αλλά και συγκίνηση, με δύο εξαιρετικές ερμηνεύτριες επί σκηνής, που αναμφίβολα αξίζει να παρακολουθήσει κανείς. Ένα αφιέρωμα σε όλες τις «Μαρίκες» του λαϊκού τραγουδιού, που μεσουράνησαν στο μουσικό στερέωμα τον περασμένο αιώνα…
Βαθμολογία: 7,1/10
ΜΟΝΗ ΛΑΖΑΡΙΣΤΩΝ
«Μαρίκα με είπανε – Μαρίκα με βγάλανε» των Γιώργου Ανδρέου και Οδυσσέα Ιωάννου.
Οι γυναίκες του Τραγουδιού μας, ηρωίδες της σκηνής και της ζωής, με την τέχνη τους και την πίστη τους στο θαύμα, υψώθηκαν σε θαυμαστά πρόσωπα του Ελληνικού Πολιτισμού. Οι φωνές τους έχουν συντροφέψει και σημαδέψει την ιστορική διαδρομή του Ελληνισμού. Τα τραγούδια που ερμήνευσαν αλλά και οι ζωές που έζησαν, αποτελούν πολύτιμη μαρτυρία και πνευματική παρακαταθήκη.
Σκηνοθεσία: Αστέριος Πελτέκης. Ερμηνεύουν: Λίλη Αδρασκέλα, Παναγιώτα Βιτετζάκη, Ηρώ Δημητριάδου, Εύη Σαρμή, Χρύσα Τουμανίδου Εύη Κουταλιανού. Τραγουδίστριες- Ερμηνεύτριες: Μαρίκα 1: ΚορίναΛεγάκη Μαρίκα 2: Ελένη Τσαλιγοπούλου
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη: 19:00 Πέμπτη- Παρασκευή: 21:00 Σάββατο: 18:00- 21:00 Κυριακή: 19:00
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ