.
Είδε ο Γιώργος Μπαστουνάς και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Συνεχίζονται οι πρεμιέρες νέων παραστάσεων στη Θεσσαλονίκη, οι οποίες επιδιώκουν να συγκεντρώσουν πλήθος κοινού και να παρουσιάσουν στη συμπρωτεύουσα καλό θέατρο. Την προηγούμενη βδομάδα εμφανίστηκε η παράσταση «Τζεμ» της Ελέιν Μέρφυ σε σκηνοθεσία του Φώτη Μακρή στο θέατρο «Αμαλία».
Η παράσταση αποτελεί μία γλυκόπικρη κωμωδία, η οποία παρουσιάζει τη ζωή και τις σκέψεις τριών γυναικών διαφορετικών ηλικιών, οι οποίες συνδέονται οικογενειακά. Αναλυτικότερα, αποτελούν τις τρεις γενιές μιας οικογένειας, την κόρη-εγγονή, τη μητέρα και τη γιαγιά, οι οποίες μας αφηγούνται γεγονότα από τη ζωή τους. Η κόρη-εγγονή έρχεται σε επαφή με την μητρότητα σε νεαρή ηλικία. Η μητέρα καλείται να αντιμετωπίσει με την βοήθεια ειδικού την εγκατάλειψη από τον πρώην σύζυγό της. Η γιαγιά καλείται να έρθει αντιμέτωπη με την φροντίδα του άρρωστου άντρα της του Τζεμ. Αυτό είναι ένα πρόσωπο- κλειδί στην ιστορία, που λειτουργεί σαν βαλβίδα πολλών γεγονότων, χωρίς ποτέ να εμφανίζεται στην σκηνή.
Αρχικά, ως προς τα θετικά (+) στοιχεία της παράστασης θα εντάσσαμε την σκηνοθεσία αυτής. Ο Φώτης Μακρής έχει δημιουργήσει μία παράσταση μεστή, δομημένη και απλοϊκή, χωρίς φαμφάρες και υπερβολές. Η σκηνοθεσία ακολουθεί κλασικούς ρυθμούς χωρίς να υπεισέρχεται σε περιττά σκηνοθετικά ευρήματα. Ίσως αυτή η επιλογή γίνεται για να μην νοθευτεί το ήδη έντονο εύρημα του κειμένου των παράλληλων μονολόγων. Κατά τη διάρκεια της παράστασης βλέπουμε τους μονολόγους καθεμίας πρωταγωνίστριας, που εκφράζουν τις σκέψεις, τα συναισθήματα, αλλά και τις σκηνές της αφήγησης. Ελάχιστα είναι τα χρονικά σημεία, που οι παραλλήλως εξελιχθέντες μονόλογοι σπάνε με στοιχεία ζωντανής αλληλεπίδρασης μεταξύ τους.
Το κείμενο της Μέρφυ σε μετάφραση της Χριστίνας Μπάμπου-Παγκουρέλη αποτελεί ένα καλογραμμένο και λεπτά επιμελημένο έργο, το οποίο δημιουργεί με ιδιαίτερο τρόπο το παραπάνω εύρημα των μονολόγων. Παρότι δεν εκφράζει κάποιο ιδιαίτερο ζήτημα, ούτε ασκεί μία κριτική στα παραπάνω αναφερόμενα θέματα, τα εντάσσει δομικά στο κείμενο για να τα θίξει εμμέσως. Η παράσταση έχει αρκετά κωμικά στοιχεία, άλλα πιο πετυχημένα, άλλα λιγότερο, που κρατάνε το κοινό σε εγρήγορση. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο είναι η εναλλαγή των δραματικών στιγμών αυτού, οι οποίες είναι γρήγορες και αυξομειούμενες.
Το πιο αξιοσημείωτο σημείο είναι οι φωτισμοί, οι οποίοι είναι εξαιρετικά επιμελημένοι. Με πολλαπλές εναλλαγές και διαβαθμίσεις κατάφεραν να κρατήσουν το ενδιαφέρον και να ενισχύσουν την απλοϊκή σκηνοθεσία, αποτελώντας τον ακρογωνιαίο λίθο της παράστασης. Τα χρώματα ήταν ζεστά, καταφέρνοντας να αποτυπώσουν αυτή την γλυκόπικρη αίσθηση του κειμένου.
Η μουσική του σκηνοθέτη και του Φοίβου Σαμαρτζή κινήθηκε σε ικανοποιητικά πλαίσια με τραγούδια να εντάσσονται στη ροή των μονολόγων και να συμπληρώνουν τις αφηγήσεις.
Ως προς τις πρωταγωνίστριες παρά το αναγκαστικά διαχωριστικό στοιχείο των μονολόγων φάνηκαν να δένουν πάνω στην σκηνή, με την χημεία να μην είναι απόλυτα εμφανής σε όλα τα σημεία.
Η Μαρία Κανελλοπούλου κατάφερε να παρουσιάσει ένα σύνολο στοιχείων, εξυπηρετώντας με απόλυτη επιτυχία τη μετάβαση από το κωμικό στο δραματικό στοιχείο. Πλήθος συναισθημάτων με ισορροπία, που δεν έχασε το μέτρο, αλλά κατάφερε να μεταδώσει τα στοιχεία του κειμένου, δίνοντας ύφος στο έργο.
Έκπληξη αποτέλεσε η Στέλλα Κρούσκα, η οποία είχε δουλέψει πολύ την κίνηση του σώματός της με αρκετή λεπτότητα στις εκφράσεις της. Η Βασιλική Κατερίνη στο ρόλο της μικρότερης ηρωίδας συμπλήρωσε την ωραία απόδοση με ορισμένα σημεία υπερβολής, που καλό θα ήταν να έλειπαν.
Ως προς τα αρνητικά (–) στοιχεία της παράστασης αρχικά θα εντάσσαμε το εύρημα του κειμένου και κατ’ επέκταση της σκηνοθεσίας. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, φάνηκε αυτή η αποκλειστικά μονολογιακή σύνθεση μετά από κάποιο σημείο να κουράζει, καθώς η ταχύτητα των περιγραφών στέρησε κάποια επιτακτικά σημεία παύσεων και ανάπαυλας. Θα μπορούσε κάπως να περιοριστεί σε πιο μικρές δόσεις. Πέραν αυτού, το κείμενο αποτέλεσε ένα ευχάριστο σημείο, που όμως θα έπρεπε όπως αναφέρθηκε παραπάνω να επεκτείνει τους προβληματισμούς που έθετε σε ένα περαιτέρω πλαίσιο, ώστε να μην μοιάζει κάπως ημιτελές σε σημεία. Τα θέματα, που κάθε μία πρωταγωνίστρια έθιγε χρησιμοποιήθηκαν απλώς ως βάση κίνησης των ρόλων. Εγκατάλειψη, μοναξιά, μακροπρόθεσμη αγάπη, σεξουαλική ανάγκη, ψυχιατρική στήριξη, σχέση μάνας-κόρης δεν τονίστηκαν όπως θα έπρεπε, ασκώντας κριτική στα κακώς κείμενα και στις παγιωμένες και στερεοτυπικές αντιλήψεις.
Τέλος, το σκηνικό και η ενδυματολογία της Μαρίας Μπενάκη δεν εντυπωσίασαν. Αναλυτικότερα, η διαμόρφωση θύμισε το σαλόνι ενός σπιτιού με μια πολυθρόνα καρέκλα, ένα σκαμπό, ένα τραπέζι και κάτι μαξιλάρια στο πάτωμα. Αρκετά απλοϊκό, που έδινε μεν ευχέρεια κινήσεων, αλλά φαινόταν κάπως ελλιπές οπτικά. Σε ανάλογα πλαίσια και η ενδυματολογία ήταν περισσότερο διεκπεραιωτική παρά ουσιαστική.
Συνολικά (=), θα λέγαμε, ότι η παράσταση αποτέλεσε ένα ευχάριστο σύνολο, με τρείς μονολόγους ενταγμένους σε μία ενιαία σύνθεση, με όμορφο πάντρεμα κωμικών και δραματικών στοιχείων και εξαιρετικούς φωτισμούς, που έδωσαν περαιτέρω θετικό πρόσημο στη σκηνοθεσία. Με την επιμέλεια κάποιων λεπτομερειών θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πιο ισχυρό όλο.
Bαθμολογία:
6,4/10
.
-Κ-
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν έως 14/05/2022 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 11α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2022 – Πληροφορίες ΕΔΩ
.
Φωτογραφικό υλικό