Είδαμε + σχολιάζουμε…
/
Πριν εκφράσουμε τη γνώμη μας για την παράσταση «Σουτζούκ Λουκούμ» του Βασίλη Τσικάρα, αξίζει να πούμε δυο λόγια για το νέο θεατράκι ΑΡΑΤΟΣ στο «δυτικό κέντρο» της πόλης και ότι μας γεμίζουν αισιοδοξία οι καινούργιες «πολιτιστικές φωλιές» που ξεφυτρώνουν σε μέρη απρόβλεπτα και τους δίνουν νέα ανάσα. Πρόκειται για έναν μικρό, εναλλακτικό χώρο που αποπνέει όλη τη ζεστασιά του «χειροποίητου» και σου δίνει αμέσως την αίσθηση του «σπιτικού».
.
Χωρίς υπερυψωμένη σκηνή, κάπως σαν την σάλα ενός φιλόξενου οικοδεσπότη, που αντί πολυθρόνας θα σου προσφέρει «καναπεδάκια» φτιαγμένα στο χέρι από παλέτες και ντυμένα με μαξιλαράκια, ενώ μια υπέροχη τοιχογραφία θα σου δώσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα του θεατρικού χώρου. Όσο περιμένεις την έναρξη, ο «οικοδεσπότης» έχει φροντίσει να σε συντροφεύσει όμορφη μουσική και ακριβώς στις 9.30’ τα φώτα στη «σάλα» χαμηλώνουν και οι προβολείς στη «σκηνή» δυναμώνουν… Η παράσταση αρχίζει!
.
Το θέμα του έργου έχει να κάνει με ένα νεαρό ζευγάρι που δυσκολεύεται να τεκνοποιήσει και έχει περάσει όλη τη βάσανο των σχετικών εξετάσεων χωρίς αποτέλεσμα. Μέχρι που ο «ζωηρός» θείος εξ Ορεστιάδος θα έρθει απρόσκλητος για να προσφέρει τη… μαγική λύση. Μόνο που θα προκύψει λίγο πιο… ζωηρός και τσαχπίνης από το αναμενόμενο, θα αναζητήσει πικάντικες περιπέτειες στις οποίες θα εμπλέξει και τον ανηψιό, θα ανακατέψει ουκρανές μασέζ, αρραβωνιαστικούς και τον γραφικό γκέι γείτονα, αλλά θα κερδίσει τη συμπάθεια και με κάποιο τρόπο έμμεσα θα προκύψει το πολυπόθητο αποτέλεσμα. Με ένα τέλος απρόβλεπτο και συγκινητικό, στο οποίο «αποκωδικοποιείται» και ο… κωδικός «Σουτζούκ Λουκούμ». Ως φαίνεται… οι «κωδικοί» ακολουθούν σταθερά τον συγγραφέα Β. Τσικάρα στα έργα του.
Τα σημαντικά θετικά (+) που σου προσφέρει η παράσταση, διάρκειας μιας ώρας και κάτι, είναι:
–Κατ’ αρχήν μια αίσθηση παλιάς κλασικής κωμωδίας, στα πρότυπα της οποίας κινήθηκε και ως θεματολογία και ως δραματοποίηση. Ο Β. Τσικάρας πήρε ως αφορμή ένα θέμα διαχρονικό που παρά τον «καημό» του προσφέρεται για χιουμοριστική ανάπτυξη και πάνω του έστησε μια απρόβλεπτη πλοκή –θεατρική δράση, με στόχο το καθαρό γέλιο, χωρίς περαιτέρω προεκτάσεις και χωρίς να καταφύγει σε κλισέ ευκολίες, τύπου βωμολοχίας κλπ. Το οποίο γέλιο προκλήθηκε μέσα από εύστοχες ατάκες και συγγραφικά ευρήματα, αλλά κυρίως μέσα από τη δική του σκηνική παρουσία και το υποκριτικό του ταλέντο.
–Γιατί όντως, το μεγαλύτερο συν της παράστασης είναι ο ίδιος πάνω στη σκηνή ως ηθοποιός. Ένα πηγαίο κωμικό ταλέντο που παραπέμπει άμεσα στη στόφα των παλιών κωμικών ηθοποιών. Με απίστευτη σπιρτάδα, ετοιμότητα, αυθεντική αίσθηση του χιούμορ, σκηνική άνεση…. Και με κάτι που χαρακτηρίζει τους καλούς κωμικούς: την «υπόγεια» αυθόρμητη ατάκα, αυτή την μισοκρυμμένη και «μουλωχτή», που ενώ θα μπορούσε να είναι κράχτης και να τραβήξει την προσοχή, εσύ μόλις που την πιάνεις στον αέρα για να… ξεκαρδιστείς! Ο θείος που υποδύθηκε, με τρόπο απολαυστικό, έπεισε απόλυτα τόσο για την καταγωγή του με την σωστή προφορά και τους… εβρίτικους ιδιωματισμούς, όσο και για τις προθέσεις του ως… νταβραντισμένος μπερμπάντης. «Ρε συ, έτσι και με κλείσεις σε τέσσερεις τοίχους θα… τους γκαστρώσω!» Και όλα πάνω του, στην έκφραση, το βλέμμα και την κίνηση το αποδείκνυαν!
–Η σκηνοθεσία του ίδιου, υπήρξε επίσης απολαυστική, με ζωηρό ρυθμό, σωστή κινησιολογία, απρόοπτα επί σκηνής, ικανά να κρατούν το ενδιαφέρον και να ζεσταίνουν κάθε τόσο το γέλιο, το ζητούμενο μιας κωμωδίας. Εμπλουτίζοντας δε την όλη δράση με κατάλληλα χορευτικά, έδωσε έναν επιπλέον τόνο ζωντάνιας, ενώ το δικό του ιδιαίτερο χορευτικό μετά του ανηψιού – μετατρέποντας το χιπ χοπ σε … ζεμπεκιά – πρόσφερε μια από τις καλύτερες αφορμές αυθόρμητου γέλιου. Το γεγονός ότι κάποιες φορές ο πρωταγωνιστής μιας σκηνής, ερχόταν «μπροστά» για να δώσει ένα στίγμα, μια κρυφή σκέψη ή ένα συναίσθημα, λειτούργησε θετικά για την ροή και εξέλιξη του έργου και ειδικά στην τελευταία «αποκαλυπτική» σκηνή, η οποία όμως υπήρξε κάπως «θολή» και αδύναμη σκηνοθετικά.
–Οι υπόλοιποι ηθοποιοί, σε γενικές γραμμές απέδωσαν με πειστικότητα τους ρόλους τους, κινήθηκαν άνετα στη σκηνή και κατάφεραν – κάποιοι περισσότεροι και άλλοι λιγότερο – να βγάλουν το ζητούμενο γέλιο, που αντικειμενικά δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Άλλωστε κάποιοι ρόλοι είναι εξ ορισμού πιο αβανταδόρικοι και άλλοι απλά διεκπεραιωτικοί. Πολύ επαρκείς υπήρξαν η ανηψιά, η ουκρανή μασέζ, ο γκέι γείτονας (και μάλιστα σε αντικατάσταση), ο αστυνόμος – αρραβωνιαστικός, με πιο αδύναμο κρίκο τα δύο «κορίτσια»- ουκρανές, ενώ ο βασικός ρόλος του ανηψιού, παρά την καλή γενικά προσπάθεια, θεωρούμε ότι χρειάζεται επιπλέον δουλειά από τον ηθοποιό ως προς την κωμικότητα και κυρίως διόρθωση της άρθρωσης που μας έκανε να χάνουμε πολλές ατάκες του.
–Όσον αφορά στα σκηνικά, τα απαραίτητα αλλά πλήρως λειτουργικά: ένα μικροαστικό σαλονάκι με τα έπιπλά του… συν τον πάγκο του μασάζ και πολλές έξυπνες είσοδοι – έξοδοι στο σκηνικό, δίνοντας την αίσθηση κρυφών δωματίων. Τα κοστούμια εντελώς ταιριαστά στον κάθε ρόλο και ιδιαίτερα οι αμφιέσεις του θείου (που στον τελικό χαιρετισμό ομολόγησε ότι «έβαλα ανάποδα το βρακί μου») και οι φωτισμοί έπαιξαν σημαντικό- επιτυχημένο ρόλο στις διακυμάνσεις της δράσης ή του συναισθήματος.
.
Εκεί που εντοπίζουμε τη σημαντικότερη ένστασή μας (-) είναι πάνω στο έργο το ίδιο, ως ουσία, ως πλοκή και ως στόχο. Θεωρούμε ότι η ενδιαφέρουσα αφορμή – πυρήνας του έργου (ένα άτεκνο ζευγάρι) έμεινε σε επίπεδο αφορμής και όλα όσα μεσολάβησαν για να οδηγήσουν υποτίθεται σε έναν στόχο- λύση, δεν συνδέθηκαν με λογικό ειρμό είτε μεταξύ τους είτε με τον στόχο, ο οποίος προέκυψε «συγγραφική αδεία», μάλλον αυθαίρετα. Στη λογική του «από μηχανής Θεού». Ή έστω με τρόπο πολύ τραβηγμένο σε επίπεδο αληθοφάνειας. Δεδομένου ότι οι «περιφερειακοί» χαρακτήρες (ουκρανές, γκέι γείτονας, αρραβωνιαστικός ουκρανής) δεν έδεναν οργανικά και δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν πειστικά τον λόγο ύπαρξής τους στην υπόθεση καθεαυτή, παρά μόνο για την πρόκληση γέλιου μέσα από απρόβλεπτες, γραφικές, τραβηγμένες – αλλά αναίτιες – καταστάσεις.
.
Και πιστεύουμε ότι αυτό είναι ένα αδύνατο σημείο από άποψη στέρεας δομής και αληθοφανούς πλοκής ενός έργου, έστω κι αν αυτό είναι κωμωδία, όπου οι λογικές υπερβάσεις είναι πιο ανεκτές. Έστω κι αν εν τέλει υλοποιήθηκε με τρόπο που κέρδισε τον βασικό στόχο του γέλιου, κυρίως λόγω του χαρισματικού πρωταγωνιστή – Β. Τσικάρα. Η καλοπροαίρετη παρατήρησή μας αφορά στο «πώς» μπορεί να κερδηθεί…
.
Καταλήγοντας (=), θα επαναλάβουμε την «πολύτιμη» αίσθηση που μας άφησε συνολικά η παράσταση φεύγοντας: την γλυκειά και νοσταλγική του παλιού καιρού με τις αυθεντικές, αγαπημένες κωμωδίες. Όπου περνούσες ευχάριστα, ανέμελα, χωρίς βαρείς προβληματισμούς και με το ευλογημένο γέλιο σε πρώτο πλάνο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα περάσετε όμορφα, θα απολαύσετε έναν σπουδαίο κωμικό και θα γευτείτε ένα νοστιμότατο πολίτικο έδεσμα σαν το «Σουτζούκ Λουκούμ», έστω και… θεωρητικά!
.
Βαθμολογία
6 στα 10
.
Συντελεστές
Κείμενο – σκηνοθεσία: Βασίλης Τσικάρας
Σκηνικά: Δημήτρης Αρζουμανίδης
Σχεδιασμός σκηνικού: Μαριάννα Μπόλματη
Χορογραφίες: Φωτεινή Βελκοπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Μπαλάσκα
Φώτα – ήχος: Γιώργος Στεφανίδης, Δημήτρης Προύσαλης
Δημιουργικό: Μύρων Μούτος
Μακιγιάζ: Νεφέλη Αδαμίδου
Παραγωγή: ΠΟ.Σ.ΠΡΟ.ΘΕ.Κ.Τ. Άρατος
Παίζουν: Δημήτρης Αρζουμανίδης, Σταύρος Βαφειάδης, Φωτεινή Βελκοπούλου, Μαρία Βλάχου, Νίκος Ζούρλας, Βασίλης Λουλουδόπουλος, Μαριάννα Μπόλματη, Έλλη Πράντζου, Άρης Τερζόπουλος και ο Βασίλης Τσικάρας.
Info
Έναρξη: 17 Οκτωβρίου
Παραστάσεις: κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή
Ώρα: 21.30
Τιμές εισιτηρίων: 9 ευρώ (γενική) και 7 ευρώ (μειωμένο)
ΘΕΑΤΡΟ
Θεατρική Στέγη «Άρατος»
Μοσκώφ 12 με Φράγκων
Τ 6945 512 412
Φωτογραφικό υλικό