Ο «Κήπος» του Μπρους Γκουτς αποτελεί μία από τις παραστάσεις, που φέτος περιοδεύουν στην Ελλάδα, σε ένα δύσκολο θεατρικά καλοκαίρι. Το έργο του Καναδού ηθοποιού και συγγραφέα σε μετάφραση της Κάτιας Σπερελάκη, περιγράφει μέσα από μία την συνάντηση δύο προσώπων, του Μπάρι, ενός βετεράνου του Βιετνάμ και οικοδόμου, που αναρρώνει μετά από εγχείρηση στο γόνατο και της Λουίζ, η οποία προσλαμβάνεται για να τον φροντίσει. Η προσπάθεια συνύπαρξης δύο διαφορετικών κόσμων αποτελεί τον κεντρικό νοηματικό άξονα του έργου, όπου η αντίθεση διαμορφώνεται στον άξεστο και κοινωνικά απροσάρμοστο ήρωα και την εκλεπτυσμένη με άψογο επαγγελματισμό και ποιητικές ανησυχίες ηρωίδα.
Εκκινώντας από τα θετικά (+) στοιχεία του έργου, θα κατατάσσαμε την προσπάθεια της σκηνοθεσίας του Δημήτρη Μυλωνά να δημιουργήσει εξαρχής μία παραμυθιακή διάσταση στο όλο εγχείρημα, με στοιχεία, που προσπαθούν να «σπάσουν» την κατά τα άλλα άχρωμη αφήγηση και να της προσδώσουν μία νοσταλγική ατμόσφαιρα. Η παράσταση είναι χωρισμένη σε δύο ανισομερή χρονικά μέρη, με το δεύτερο μέρος να αποβάλλει από πάνω του όλα τα συγχέοντα ως προς την υφολογία του κειμένου στοιχεία και να αποκτά ένα στιβαρό υπόβαθρο, που προσπαθεί κάτι να πει και να μεταδώσει. Το εύρημα γιατρός η γυναίκα, ασθενής ο άντρας του πρώτου μέρους με την συναπτόμενη εναλλαγή των ρόλων στο δεύτερο μέρος ήταν εύστοχο και αποτέλεσε τον μόνο δυνατό πόλο του κειμένου.
Σημαντική είναι και η συμβολή της μουσικής, η οποία παίζει ενεργό ρόλο στην σκηνοθεσία, προσδίδοντας μία ωραία νότα στην εξέλιξη της αφήγησης με συνεχώς αναπτυσσόμενο και όλο και πιο έντονο βαθμό συμμετοχής στην εξέλιξη. Ικανοποιητικοί ήταν οι φωτισμοί του Γιώργου Αγιαννίτη, που ήταν έντονοι, δίνοντας ζωντάνια στην αποτύπωση των συναισθηματικών εναλλαγών, καθώς και τα κοστούμια των Λήδας Σπερελάκη και Αγγελικής Αθανασιάδου, που έκαναν ορατή την αντίθεση των ρόλων.
Οι δύο ηθοποιοί στέκονται επαρκώς στους ρόλους τους. Παρά την κάπως μουδιασμένη έναρξη φάνηκε στην πορεία της παράστασης να βρίσκουν τους ρυθμούς τους, χωρίς όμως να φτάσουν στο μέγιστο σημείο χημείας και σκηνικής ένωσης. Αρχικά, ο Στέλιος Μάινας φάνηκε να διαπερνά από μία ποικιλία συναισθημάτων, από τον νευρικό, απόμακρο και κάπως φωνακλά ήρωα, σε μία ζεστή και συναισθηματική προσωπικότητα, που στέκεται αρωγός στη γυναικεία παρουσία. Η πιο ευαίσθητη προσέγγιση με κέρδισε περισσότερο και νομίζω είχε στίγμα. Παράλληλα, η Κάτια Σπερελάκη σε ένα πιο στατικό ρόλο φάνηκε σε κάποια σημεία να υπερβάλλει, χωρίς το κείμενο να της δίνει τη δυνατότητα να παρουσιάσει μία ολοκληρωμένη φιγούρα. Ήταν σαν να βλέπουμε τη μία και μοναδική πλευρά του χαρακτήρα της σε όλη την παράσταση.
Ως προς τα αρνητικά (-) σημεία, θα πρέπει πρωταρχικά να ξεκινήσουμε από το σενάριο. Βασισμένο σε ένα καθόλα κλισέ θέμα, τη συνάντηση δύο διαφορετικών προσωπικοτήτων κυριευμένους από το αίσθημα της μοναξιάς, και την προσπάθεια γεφύρωσης αυτών, δεν φάνηκε να εντυπωσιάζει. Η πλοκή ήταν αρκετά προβλέψιμη, με τη μία και μοναδική σεναριακή ανατροπή να μην προσθέτει κάτι στην ενίσχυση του κειμένου. Το ίδιο αρκετά αργόσυρτο, φάνηκε να μην έχει ξεκάθαρη ταυτότητα. Είχε κωμικά, είχε συγκινησιακά στοιχεία σε κάπως αμφίρροπες δόσεις, όμως δεν φάνηκε να θέλει ξεκάθαρα να καταλήξει κάπου, με αποτέλεσμα σε πολλά σημεία οι εναλλαγές να δημιουργούν, άλλοτε αμηχανία και άλλοτε πλήξη. Εάν το πρώτο μέρος ήταν μικρότερο σε διάρκεια και ως εκ τούτου πιο δεμένο σε ροή, τότε οι σεναριακές αδυναμίες δεν θα ήταν τόσο εμφανείς.
Η σκηνοθεσία παρά την ζωντάνια, που σε κάποια σημεία προσπαθεί να προσδώσει, εντούτοις παγιδεύεται σε μία πιο αργή ροή, με την στατικότητα να είναι εμφανής. Η προσπάθεια δε να σπάσει με το συνεχώς κινούμενο από τον Στέλιο Μάινα (ο οποίος προσπαθούσε ενώ αφηγούνταν να του δώσει σχήμα και μορφή) σκηνικότων Λήδας Σπερελάκη και Αγγελικής Αθανασιάδου, ναι μεν προσέδωσε κίνηση και μία ενδιαφέρουσα σε σημεία εικόνα, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος φάνηκε να κουράζει. Φυσικά θα πρέπει να συνεκτιμήσουμε την λιτότητα του σκηνικού για τις ανάγκες τις περιοδείας, που παρά τις αδυναμίες προσπάθησε να ενσωματωθεί μέσα στην σκηνοθεσία και να δώσει μία ένταση.
Συνολικά, θα λέγαμε, πως πρόκειται για μία παράσταση της οποίας όλα τα στοιχεία προσπαθούν να ενισχύσουν το κείμενό της, το οποίο αποτελεί το πιο αδύναμο μέρος της. Άλλοτε τα καταφέρνουν, άλλοτε όχι, δημιουργώντας ένα ανάμεικτο αποτέλεσμα, που πάντως βλέπεται ευχάριστα.
Βαθμολογία:
5,4/10
Πληροφορίες για τη παράσταση και πρόγραμμα περιοδείας θα βρείτε εδώ
Δείτε & αυτά:
.
ΦΕΣΤΙΒΑΛ:
.
ΘΕΑΤΡΟ:
Φωτογραφικό υλικό