Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα
Δεν γίνεται να μην εγείρει το ενδιαφέρον το έργο ενός Ισπανού συγγραφέα που αναφέρεται στον αρχαιοελληνικό μύθο της Ωραίας Ελένης, εμπνέοντας την ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη… Άραγε πώς αντιμετωπίζει ένας ξένος το «καθ’ ημάς» αφήγημα;; Επιπλέον οι συντελεστές και κυρίως η επί χρόνια καταξιωμένη στην αρχαία τραγωδία πρωταγωνίστρια, λειτούργησαν αναμφίβολα ως μέγιστη εγγύηση, οδηγώντας με «κλειστά μάτια» τα βήματά μας στο Θέατρο Κήπου, για την παράσταση «Ελένη, η δίκη μιας πόρνης» του Μιγκέλ ντελ Άρκο σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη με την Λυδία Κονιόρδου στον πρωταγωνιστικό ρόλο…
Σε ένα εντελώς «ανορθόδοξο», απρόβλεπτο σκηνικό, γινόμαστε μάρτυρες της κατάθεσης ψυχής μιας παρεξηγημένης ηρωίδας διαχρονικά, χαρακτηρισμένης ως «η ομορφότερη γυναίκα του κόσμου»… η βασίλισσα της Σπάρτης, η Ωραία Ελένη που απαρνήθηκε τα πάντα για να ακολουθήσει τον αγαπημένο της Πάρη στην Τροία, πυροδοτώντας έναν ολέθριο δεκαετή πόλεμο μεταξύ Ελλήνων και Τρώων υποτίθεται για λόγους τιμής, έρχεται στο σήμερα δια μέσου των αιώνων για να αποκαταστήσει την αλήθεια… να γκρεμίσει στερεότυπα και ιδεοληψίες, να αποδομήσει θεούς, ήρωες και εξουσιαστές, να υπερασπιστεί δυναμικά τον εαυτό της, να καταθέσει ενώπιον «ενόρκων» την αυθεντική της ιστορία, τα τραυματικά της βιώματα, συναισθήματα, σκέψεις σε έναν σπαρακτικό μονόλογο «ξαναγράφοντας» την Ιστορία από την πλευρά του αδικημένου, που ωστόσο καθιερώθηκε ως μισητό γυναικείο πρότυπο, συμβολίζοντας οικουμενικά την πλέον διάσημη πέτρα του σκανδάλου με οδυνηρές συνέπειες…
Πρόκειται για ένα κείμενο – αριστούργημα (+) με αντίστοιχα εύσημα στην εξαιρετική μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ, καθώς σύστησε στο σημερινό κοινό με λόγο σύγχρονο, εύληπτο, καυστικό και συνάμα βαθιά ποιητικό, εύρυθμο, αρμονικό, κοντά στα πρότυπα των αρχαίων τραγωδιών, ένα έργο αυθεντικής αξίας… κι αυτό γιατί σπάνια συναντούμε τόση μεστότητα και ουσία περιεχομένου σε μια άψογη αφηγηματική δομή, με πρόλογο- ανάπτυξη- κορύφωση- επίλογο- καθαρό στόχοκι όλα αυτά όχι με αίσθηση μονολόγου, αλλά αντίθετα με την πληρότητα σπουδαίων κλασικών έργων σαν το αρχαίο δράμα…Η Ελένη του Ισπανού συγγραφέα, που στην κοινή συνείδηση καταγράφηκε ως πόρνη, τσούλα, προδότρια, μίασμα για την καταραμένη θεϊκή ομορφιά της οδηγώντας σε αιματοκύλισμα δύο λαούς για έναν καταδικαστέο κοινωνικά έρωτα, εδώ τινάζει στον αέρα με οργήόλη την αδικία και τον παραλογισμό που την συνοδεύουν ως βαρύ στίγμα, εκθέτοντας την άγνωστη αλήθεια της με πάθος και ειλικρίνεια που σοκάρουν…
Καθώς η επίσημη Ιστορία, που η ηρωίδα κραυγάζει διαρκώς ως σταθερό μοτίβο «ποιος την γράφει τελικά;», δεν κοινοποίησε ποτέ ευρέως πχ. ότι στα εννιά της χρόνια βιαζόταν συστηματικά από τον διάσημο Θησέα…ότι ο βασιλιάς θετός πατέρας της αποφάσισε να «πουλήσει» την σπάνια ομορφιά της μέσω γάμου για να επωφεληθεί… ότι 14 χρονών την παρέδωσε στον μεσήλικα Μενέλαο για να συνεχιστεί ο βιασμός της, μέχρι που η στερημένη της ψυχή σκίρτησε πρώτη φορά από αληθινό έρωτα για τον πρίγκηπα της Τροίας Πάρη και συγκλονισμένη τον ακολούθησε… Αυτή η απόφαση καρδιάς είναι η μόνη ευθύνη που αναλαμβάνει, ενώ για τα δεινά του πολέμου με άλλοθι τάχα την τιμή της, κατακεραυνώνει τους πολεμοχαρείς ισχυρούς διαχρονικά, που με κίνητρα την απληστία , την εξουσία, τον πλουτισμό, μακελεύουν αδίστακτα λαούς επικαλούμενοι υποκριτικά τις δικές τους «Ελένες» ως πρόσχημα… Μια εξαιρετικά ευθύβολη αναφορά στα σύγχρονα αιματηρά γεγονότα, αναδεικνύοντας μέσα από την ποιότητα φιλοσοφικών στοχασμών, ποιητικού λόγου, αρχέτυπων συμβολισμών, ανατρεπτικού χιούμορ και γενικότερα μιας αντισυμβατικής προσέγγισης άκρως ελκυστικής, όλη την παθογένεια ενός σαθρού οικοδομήματος, θεμελιωμένου στο δίκιο του εκάστοτε ισχυρού, από τη θρησκεία ή την πατριαρχία μέχρι τις απανταχού εξουσίες…
Η σκηνοθεσία και δραματουργική επεξεργασία από τον Χρήστο Σουγάρη, κατάφερε χωρίς περιττά τερτίπια, να υπηρετήσει άριστα το θαυμάσιο έργο, καταρχάς χάρη στην ευεργετική λιτότητα που άρμοζε σκηνοθετικά σε έναν τόσο πυκνό περιεχομένου και ενίοτε παραληρηματικό λόγο στον οποίο σοφά εστίασε… κατά δεύτερον ανέδειξε στο έπακρο τις έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις, που κινήθηκαν από τον σαρκασμό, την ειρωνεία, την οργή, μέχρι την τρυφερότητα, το πάθος του έρωτα, την σπαρακτική οδύνη… Επιπλέον το ευρηματικό, αν και με αμφιλεγόμενη σημειολογία σκηνικό με δεσπόζουσα την καντίνα «Μπάμπης» και τον σχετικό εξοπλισμό, μπορεί αρχικά να ξένισε, ωστόσο στην πορεία πλαισίωσε την ανατρεπτική αφήγηση με μια ίσως παρακμιακή… «ροκ» διάθεση, αποτυπώνοντας και σκηνικά το κυρίαρχο αντισυμβατικόπνεύμα του έργου…
Ωστόσο ειδική μνεία με επιπλέον εύσημα αξίζουν στον μουσικό Μπάμπη Παπαδόπουλο, κιθαρίστα του αγαπημένου συγκροτήματος «Τρύπες» και ταυτόχρονα… ιδιοκτήτη της καντίνας «Μπάμπης» την οποία φρόντιζε βουβά και διακριτικά… καθώς τόσο η παρουσία του στη σκηνή παίζοντας ζωντανά κιθάρα, όσο και κυρίως οι ευφάνταστες, συχνά ψυχεδελικές ροκ συνθέσεις του, που άλλοτε «συνομιλούσαν» εντυπωσιακά με το κείμενο κι άλλοτε συνόδευαν τα δρώμενα με τραγούδι αρχαίου χορού απόλυτα ταιριασμένο, διαμόρφωσαν εξαιρετικά υποβλητική ατμόσφαιρα και έναν δυνατό πόλο έλξης… Εξίσου προσεγμένοι οι φωτισμοί με τις ποικίλες εναλλαγές τους τονίζοντας εύστοχα τις κορυφώσεις στην αφήγηση, ενώ κάποιες ευρηματικές επιλογές σαν το μπουκάλι με το συμβολικό ελιξίριο «απάθειας» ή το υπέροχο πολυμορφικό φόρεμα με ευφυή σκηνοθετικό ρόλο ή η φωτεινή οθόνη στην καντίνα που πρόβαλλε κομβικές λέξεις ως τίτλους σκηνών ή τα βροντερά αστροπελέκια της θεϊκής οργής κλπ. προσέδωσαν σύγχρονη σκηνοθετική ταυτότητα στο εγχείρημα, που παρότι μονόλογος απέκτησε θεαματικό όγκο με αδιάλειπτο ενδιαφέρον μέχρι το τελευταίο 90στό λεπτό..
Και βεβαίως τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε την ίδια βαρύτητα αν έλειπε από τη σκηνή η τεράστια Λυδία Κονιόρδου που σήκωσε στους έμπειρους ώμους της όλη την παράσταση καθηλώνοντας τους πάντες… Μια εκπληκτική ερμηνεία δουλεμένη αριστοτεχνικά μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια, τόσο στην εκφορά του λόγου με τους απίθανους, λεπτούς. συναισθηματισμούς χρωματισμούς, την άψογη άρθρωση, το φυσικό εκτόπισμα μιας «ογκώδους» φωνής- εξαιρετικά δουλεμένης και τραγουδιστικά- όσο και στην κίνηση με υπέροχα εύγλωττα χέρια και επιβλητική στάση σώματος που όταν «ράγιζε», η στιγμή αποκτούσε θαρρείς ιερότητα υποβάλλοντας απόλυτη σιγή με κρατημένη ανάσα..
Μια κορυφαία τραγωδός που αποδίδει τον στιβαρό, στομφώδη λόγο του αρχαίου δράματος με μοναδική αυθεντικότητα νοηματοδοτώντας εκπληκτικά λέξεις, παύσεις, σημεία στίξης, ενώ παράλληλα η γήινη φυσικότητα και αμεσότητα που αποπνέει αγγίζοντας το σήμερα με σπάνιο συνδυασμό κλασικού και σύγχρονου, καθιστούν την ερμηνεία της υπόδειγμα υποκριτικής που οφείλει να διδάσκεται σε σχολές! Η Ελένη «της» αποκαθήλωσε δυναμικά και συνάμα σπαρακτικά το στερεότυπο της άβουλης «ωραίας» όλων των εποχών ως υποχείριο ισχυρών ανδρών, διεκδικώντας το δίκιο της στην Ιστορία και την αποκατάσταση της αλήθειας, ενώ το μοναδικό που λαχταρά η καταπονημένη της ψυχή είναι η παρήγορη λήθη…
Οι ελάχιστες επισημάνσεις (-) έχουν να κάνουν αρχικά με το σκηνικό της καντίνας, όχι τόσο για την απρόβλεπτη επιλογή του, όσο για το γεγονός ότι έμεινε αναξιοποίητο- πλην μιας σκάλας που ανέβηκε για μια στιγμή η ηθοποιός στην οροφή- καταλήγοντας ανένταχτο οργανικά στην παράσταση, σαν ουδέτερο φόντο ή ξένο σώμα… Θεωρούμε επίσης ότι κάποια σύμπτυξη του πυκνότατου, πληθωρικού κειμένου ίσως του έδινε απαραίτητες ευεργετικές ανάσες…Τέλος εντοπίσαμε στο φινάλε μια σκηνοθετική «αβεβαιότητα», σαν να μην είχε αποφασιστεί το κατάλληλο σημείο λήξης, με συνέπεια απανωτά στιγμιότυπα που παρέπεμπαν σε φινάλε και χειροκροτούνταν, εξασθενίζοντας κάπως τη δυναμική και τον συμβολισμό τους… Επουσιώδη πταισματάκια βεβαίως…
Συνοψίζοντας (=) κι επειδή ήδη είπαμε πολλά, όπου συναντήσετε την «αιρετική» Ελένη με την συγκλονιστική ερμηνεία της Λ. Κονιόδρου, ξέρετε τί θα κάνετε, καθότι τέτοιες ευλογημένες συγκυρίες τις ψάχνουμε εναγωνίως σε ωκεανούς μετριότητας κι απλά ενώνουμε και από εδώ το δικό μας ΕΥΓΕ με τα ενθουσιώδη των πολυπληθών θεατών…
Βαθμολογία: 7,7/10
Πληροφορίες για τη παράσταση – Πρόγραμμα καλοκαιρινής περιοδείας, εδώ