Είδε ο Γιώργος Μπαστουνάς και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Μία παράσταση, η οποία εμφανίστηκε αυτή την δύσκολη μεταβατική περίοδο που διανύουμε ήταν η «Δολοφονία του Μαρά», η οποία πέρασε μεν από 40 κύματα, σίγουρα όμως αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες φετινές παραγωγές.
Το συγκεκριμένο πολιτικό έργο πραγματεύεται τη μέθοδο της δραματοθεραπείας, σύμφωνα με την οποία ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ σκηνοθετεί μέσα στο άσυλο του Σάραντον την ιστορία της δολοφονίας του γάλλου επαναστάτη Ζαν Πωλ Μαρά. Σε αυτήν την ιστορία πρωταγωνιστούν οι ίδιοι οι τρόφιμοι του ασύλου, οι οποίοι καλούνται να ερμηνεύσουν κομβικά για τη ζωή του Μαρά πρόσωπα σε μία εξιστόρηση της ζωής και της πολιτικής του πορείας μέχρι τον θάνατό του.
Ως προς τα θετικά(+) στοιχεία της παράστασης αρχικά θα εντάσσαμε το κείμενο του Πέτερ Βάις σε μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη. Το κείμενο ενέχει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον εύρημα. Δημιουργεί θέατρο μέσα στο θέατρο, ώστε αυτό το οποίο εξιστορεί να μην είναι αποκλειστικά ο βίος του Μαρά, αλλά αντίθετα το πως οι τρόφιμοι αυτού του ασύλου παίρνουν τους συγκεκριμένους ρόλους και πως τους ερμηνεύουν. Το ενδιαφέρον μετατοπίζεται από την ιστορία ακριβώς στους τρόφιμους, οι οποίοι επιλέγονται συγκεκριμένα, χτίζοντας σταδιακά τον χαρακτήρα τους. Το κείμενο περιγράφει σημαντικά γεγονότα, τα οποία πέραν της πολιτικής τους διάστασης, αποκτούν ένα έντονο κοινωνικό νόημα. Συγκεκριμένα περιλαμβάνουν μία σαφή σύνδεση ανάμεσα στα γεγονότα του παρελθόντος και στη τωρινή κατάσταση του παρόντος, που λαμβάνει σάρκα και οστά στο άσυλο, παρουσιάζοντας τα δεσμά, τα οποία δεν αφορούσαν μόνο τον Μαρά, αλλά και τους ίδιους τους τρόφιμους. Η κοινωνική ανατροπή και η ατομική ελευθερία τίθενται στο προσκήνιο του προβληματισμού, με το σχήμα κύκλου να εντυπωσιάζει. Κάποια ειδικότερα ζητήματα θα προστεθούν παρακάτω στις αρνητικές παρατηρήσεις μας.
Η σκηνοθεσία του Κοραή Δαμάτη αποτελεί σίγουρα ένα σημαντικό σημείο της παράστασης. Κατάφερε με ένα πολύ μεγάλο θίασο (περίπου 40 ατόμων) να δημιουργήσει μία πλούσια οπτικά εικόνα, η οποία γέμιζε το μάτι με το πρώτο κοίταγμα και καταλάμβανε το σύνολο της μεγάλης σκηνής της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Οι ήρωες είχαν προσεχθεί ιδιαίτερα, φροντίζοντας καίρια να αποδώσει ο καθένας τον ρόλο του όχι απλώς σαν ένα ιστορικό πρόσωπο, αλλά σαν τρόφιμος που το υποδύεται. Η δυσκολία αρκετά μεγάλη, αλλά σε μεγάλο σημείο επετεύχθη. Η επιρροή από τον εντυπωσιακό πίνακα του Ζακ-Λουί Νταβίντ ήταν έντονη και δημιούργησε μία εικόνα αληθοφανή και εξόχως δραματική.
Η μουσική της Δήμητρας Γαλάνη κατάφερε δύο πράγματα. Πρώτον να δώσει μία πρωτογένεια στην παράσταση, που πολλές φορές παρέπεμπε σε μιούζικαλ, με ατόφιες δημιουργίες, οι οποίες ενίσχυσαν το περιεχόμενο. Δεύτερον, να σώσει (όσο γινόταν) την ανιαρή απόδοση του κειμένου και την έντονη μετά από κάποιο σημείο κόπωση της παράστασης. Τα τραγούδια εμφανίζονταν μετά από κάθε σημαντική σκηνή για την ανάπαυλα της πλοκής, αλλά και τη μετάβαση σε μία διαφορετική χρονική στιγμή.
Ακρογωνιαίο λίθο της παράστασης αποτέλεσε το σκηνικό του Ανδρέα Βαρώτσου, το οποίο ήταν αρκετά πολυεπίπεδο με την μπανιέρα του Μαρά στην δεξιά πλευρά, τις θέσεις των προϊστάμενων που παρακολουθούσαν στην αριστερή πλευρά και τους τρόφιμους στη μέση, με την πλοκή να εξελίσσεται και σε ένα δεύτερο επίπεδο από πίσω με τα κάγκελα της φυλακής να θυμίζουν το μέρος που εξελίσσονται τα γεγονότα, αλλά και τους δεσμώτες τρόφιμους, που ψάχνουν την ελευθερία τους (ψυχική, σωματική και πνευματική). Το κλείσιμο της παράστασης και ευρύτερα του έργου με την εμφάνιση των κάγκελων και στην μπροστινή μεριά δημιούργησε μία σημαντική εικόνα.
Τα κοστούμια της Άννας Μαχαιριανάκη ήταν εξαιρετικά επιμελημένα, παραπέμποντας στην εποχή, που διαδραματίζονταν τα γεγονότα, δηλαδή το τέλος του 18ου αιώνα. Ένα πλούσιο θέαμα που ενίσχυσε σε μεγάλο βαθμό την σκηνοθεσία.
Ως προς τον θίασο σαν ένα γενικό σχόλιο έδωσε την εικόνα ενός μπουλουκιού με πολλούς ηθοποιούς. Άλλοι είχαν ενεργό ρόλο και άλλοι είχαν απλώς ρόλο κομπάρσου. Όπως σημειώθηκε παραπάνω αυτό αποτέλεσε μία συνειδητή επιλογή της σκηνοθεσίας, η οποία ωστόσο μάλλον έγινε καταχρηστικά. Η τόσο μεγάλη συμμετοχή αποτέλεσε ένα εντυπωσιακό περιτύλιγμα, το οποίο κατά βάθος δεν προσέφερε σε κάτι, παρά το να δημιουργήσει μία σύγχυση επαναλαμβανόμενη στον θεατή. Θα μπορούσε να έχει επιλεχθεί έστω και ένα μέρος του κειμένου για τους υπόλοιπους ή όσοι δεν είχαν κείμενο να αξιοποιηθούν αλλιώς και όχι σαν γλάστρες σκηνής.
Ορισμένες ειδικότερες παρατηρήσεις ως προς τους πρωταγωνιστές. Εντυπωσίασε ο Δημήτρης Σιακάρας στον ρόλο του Μαρά, ο οποίος προσφέρει μία δραματική ερμηνεία με σημαντικές φιλοσοφικές προεκτάσεις. Η άνοδος, η πτώση, οι φιλίες, οι έχθρες τίθενται στο προσκήνιο σε μία απόδοση που συνδυάζει τη νπυγμή του ρόλου, αλλά και την κατάπτωση από την δερματοπάθεια που τον ταλαιπωρεί.
Ο Κώστας Σαντάς στον ρόλο του Ντε Σαντ έρχεται σαν σίφουνας στην σκηνή, προσφέροντας μία σημαντική ερμηνεία με εναλλαγές και σταδιακή εμβάθυνση τόσο στον ρόλο του, όσο και στην ανάγκη να αποτελέσει τον πομπό του προβληματισμού του έργου. Είναι αρκετά σαρκαστικός σε πολλά σημεία λειτουργώντας προβοκατόρικα απέναντι στους θεατές.
Η Μαριάννα Πουρέγκα ως Σαρλόττα Κορνταί δημιούργησε ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μία τόνισε το ψυχιατρικά ασταθές του ρόλου της με έντονη την κατάπτωση, αλλά από την άλλη φάνηκε να επιδόθηκε σε μία μονοπρόσωπη ερμηνεία που δεν είχε ένταση και πυγμή.
Τέλος, η Άννη Τσολακίδου ήταν υποδειγματική στον ρόλο της Σιμόνη Εβράρ, τροφού του Μαρά, που κατάφερε χωρίς εντάσεις και υπερβολές, αλλά με μία έντονη δραματικότητα να σταθεί δίπλα στον πρωταγωνιστή, να ενισχύσει την σταδιακή πτώση του και να υπογραμμίσει το επερχόμενο τέλος.
Ιδιαίτερη αναφορά χρειάζεται στον Χορό (Αριστοτέλης Ζαχαράκης, Σοφία Καλεμκερίδου, Νίκος Καπέλιος, Νίκος Κουσούλης), ο οποίος εντυπωσίασε και έδεσε τόσο μουσικά με την μουσική της Γαλάνη, όσο και υποκριτικά με τον υπόλοιπο θίασο.
Ως προς τα αρνητικά (–) στοιχεία της παράστασης αρχικά θα εντάσσαμε ορισμένα σημεία της σκηνοθεσίας. Πέραν από το μπούγιο, που όπως αναφέρθηκε παραπάνω περισσότερο διέσπασε την προσοχή παρά μας επικέντρωσε στο περιεχόμενο, και άλλα στοιχεία φάνηκαν να υπάρχουν προσχηματικά. Ένα εξ αυτών ήταν το γυμνό των πρωταγωνιστών, το οποίο παρά την καινοτομία και τον προσανατολισμό στον εξαγνισμό, δεν φάνηκε να αποδίδεται επιτυχημένα. Δεν συνδυάστηκε με την πλοκή αποτελεσματικά, αλλά αποτέλεσε ένα εύρημα εντυπωσιασμού.
Ακόμη, η εξαιρετικά μεγάλη διάρκεια της παράστασης (1 ώρα και 40 λεπτά) φάνηκε να τραβά από τα μαλλιά το νόημα του κειμένου με τις επαναλήψεις να είναι συνεχείς, ενώ η εξέλιξη της ιστορίας ακολουθούσε έναν αργό και ανούσιο ρυθμό. Περισσότερο οδήγησε σε μία βαρετή αποτύπωση, παρά σε ένα ενδιαφέρον και σφιχτό θέαμα. Ίσως στο παραπάνω συνέβαλε το γεγονός, πως το κείμενο φάνηκε να είναι αποκομμένο από το σήμερα, με τα νοήματά του να μην καταφέρνουν να ασκήσουν μία κριτική ως προς τη σημερινή κατάσταση των κοινωνιών, πόσω μάλλον ως προς την κατάσταση του κορονοϊού που βιώνουμε. Το πώς οι κοινωνίες αντιλαμβάνονται τέτοια ζητήματα και πως τα διαχειρίζονται αποτελεί ένα κομμάτι κοινό, με το μεν πρώτο της παράστασης να κινείται στην σφαίρα του πολιτικού και το δε δεύτερο της σημερινής κατάστασης να κινείται στην σφαίρα του κοινωνικού. Η ευκαιρία δυστυχώς εξέπεσε. Μία γενναία διασκευή θα ήταν μία καλή αφορμή για να έρθουν αυτά τα σημαντικά έργα του παρελθόντος ουσιαστικά στο προσκήνιο. Τώρα το δυσνόητο σε αρκετά σημεία περιεχόμενο φάνηκε αποκομμένο από το σήμερα.
Οι φωτισμοί του Στέλιου Τζολόπουλου παρά την ικανοποιητική προσπάθεια δεν φάνηκαν να μπορούν να διαχειριστούν το εύρος της σκηνής και τις εναλλαγές των σημείων της πλοκής. Σε κάποια σημεία ήταν καλοί και υπογράμμισαν συναισθηματικές απολήξεις, σε άλλες στέκονταν ουδέτεροι.
Συνολικά (=) θα λέγαμε, πως η παράσταση προσφέρει μία εντυπωσιακή εικόνα, η οποία ωστόσο μένει στο «φαίνεσθαι» και όχι στο «είναι», καθώς πέραν των ισχυρών δευτερευόντων στοιχείων δεν αποφεύγει να δημιουργήσει ένα κουραστικό σε πολλά σημεία περιεχόμενο και ένα αποξενωμένο από το σήμερα κείμενο.
Βαθμολογία:
6,1/10
…υπόκλιση 27/01/2022
-k-
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
«Η Δολοφονία του Μαρά» του Πέτερ Βάις.
Πρόκειται για μια παράσταση «θεάτρου μέσα στο θέατρο», με τους ήρωες που εν έτη 1964 να δίδουν ως τρόφιμοι του ψυχιατρικού ασύλου του Charenton το 1808, με την καθοδήγηση του Μαρκησίου Ντε Σαντ, παράσταση με θέμα την δολοφονία ενός εκ των πρωταγωνιστών της Γαλλικής Επανάστασης, του αρχιεπαναστάτη Ζαν Πωλ Μαρά, από την Σαρλόττα Κορνταί στις 13 Ιουλίου του 1973.
Σκηνοθεσία: Κοραής Δαμάτης.
Ερμηνεύουν: Κώστας Σαντάς, Δημήτρης Σιακάρας, Άννη Τσολακίδου, Μαριάννα Πουρέγκα, Ορέστης Παλιαδέλης, Δημήτρης Μορφακίδης, Θάνος Φερετζέλης, Δημήτρης Τσιλινίκος, Γιολάντα Μπαλαούρα κ.ά.
-Κ-
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν έως 14/05/2022 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 11α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2022