(1η κριτική, δείτε εδώ)
Είδε ο Γιώργος Τοκμακίδης και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Το διαχρονικό έργο του Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα που έχει εμπνεύσει και ενθουσιάσει μικρούς και μεγάλους ανά τους αιώνες εκδόθηκε και εκτυπώθηκε για πρώτη φορά κατά το πρώτο μέρος του το έτος 1605. Το δεύτερο μέρος κυκλοφόρησε μετά από δέκα χρόνια, φέροντας τον ολοκληρωμένο τίτλο: «Ο ευφάνταστος ευπατρίδης Δον Κιχώτης της Μάντσας». Η νουβέλα μεταφράστηκε σε πάνω από 60 γλώσσες παγκοσμίως και δεν άργησε να φθάσει και στη χώρα μας. Ας μη ξεχνάμε και τη σύνδεση του συγγραφέα, Θερβάντες, με την Ελλάδα και τη συνδρομή του στη ζωτικής σημασίας ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571). Ας αφήσουμε λοιπόν στην άκρη την πολύ ενδιαφέρουσα ιστορική αναδρομή, και ας δούμε πώς μεταφέρθηκε το συγκεκριμένο έργο στο θεατρικό σανίδι και κατ’ επέκταση στο σύγχρονο ελληνικό κοινό την καλοκαιρινή περίοδο του 2024.
Πρόκειται για τις περιπέτειες ενός γηραιού ανδρός, τον Δον Αλόνσο, ο οποίος διαβάζοντας πολλά βιβλία και ιστορίες με ιππότες, εμπνέεται και επηρεάζεται σε τέτοιο βαθμό και βάθος, ώστε να αναλάβει τον ρόλο ενός… ιππότη! Υιοθετεί το όνομα Δον Κιχώτης, βρίσκει μία παλιά πανοπλία, σελώνει ένα εξίσου ηλικιωμένο άλογο και μαζί με τη συνδρομή του γείτονα του, Σάντσο Πάντσα, αρχίζει μία σειρά από περιπετειώδη ταξίδια, τα οποία συνήθως δεν έχουν την αναμενόμενη κατάληξη. Περιπέτειες που εμπεριέχουν νοερά την αγαπημένη του, πριγκίπισσα Δουλτσινέα, μαγεία και κάθε λογής πηγή δράσης!
Επί τω έργω:
Ο Γιάννης Μπέζος υπογράφει το έργο σε ρόλο έκπληξη! Θα περίμενε κανείς να τον δει στον πρωταγωνιστικό ρόλο του ομώνυμου ήρωα, αλλά ο ηθοποιός κάνει ένα βήμα πίσω και αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία του έργου. Ο Άκης Δήμου επωμίζεται το έργο της διασκευής, θεατρικής μεταφοράς της ιστορίας, με την Κωνσταντίνα Νταντάμη να ενισχύει την ομάδα ως βοηθός σκηνοθέτη.
Ο κύριος Μπέζος ως σκηνοθέτης της παράστασης έχει τη δυνατότητα να προσεγγίσει το έργο με «δύο μάτια». Το ένα αντιστοιχεί στον νέο του ρόλο, το δεύτερο στην πολυετή εμπειρία του ως ηθοποιός. Αυτός είναι και ο λόγος που η σκηνοθεσία του ακολουθεί τις ερμηνευτικές επιταγές των ηθοποιών του. Με την κατεύθυνση που δίνει, βοηθάει τον θίασο του και δίνει ελευθερίες στα κύρια μέλη του να ενεργήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Έχει σκοπό να αποδώσει μία παράσταση, η οποία θα είναι διασκεδαστική για μεγάλους, αλλά και για μικρούς. Ας μη ξεχνάμε ότι η ιστορία του Δον Κιχώτη βρίσκεται πλέον σε παιδικές εκδόσεις ως επί το πλείστον, με αποτέλεσμα μία ικανοποιητική μερίδα του κόσμου, που εμφανίστηκε στο θέατρο,να αποτελείται από παιδιά.
Αυτός είναι ο λόγος που ο ρυθμός του έργου είναι ταχύτατος. Η διάρκεια του είναι σύντομη και καλύπτει μία μονάχα από τις περιπέτειες του Δον Κιχώτη μαζί με την εισαγωγή των κύριων χαρακτήρων. Συμβαίνουν πολλά, αλλά συμβαίνουν γρήγορα με ένα θεατρικό μοτίβο να αρχίζει να πλανάται στην σκηνή. Δε λείπουν τα μουσικά νούμερα των τεσσάρων κύριων πρωταγωνιστών που ανανεώνουν το πλαίσιο και προχωρούν την πλοκή.
Ο τόνος από την άλλη παρουσιάζει μια μη οργανική αυξομείωση. Οι σκηνές στις οποίες είναι ανάλαφρος είναι διασκεδαστικές, αλλά στις αντίστοιχες που υπογραμμίζεται η πλάνη του ήρωα γίνονται πιο σοβαρές και βάζουν τον/την θεατή να αναλογιστεί ποια θα είναι η τύχη του ήρωα. Αυτό όμως δε γίνεται σε μία συνθήκη, που ο πρωταγωνιστής κινδυνεύει και το κοινό αισθάνεται άγχος και ανησυχία και δείχνει τη συμπαράσταση του. Πρόκειται για ένα ρεαλιστικό επίπεδο, στο οποίο ένας ηλικιωμένος, πλανεμένος και φαντασμένος άνθρωπος δε χωράει στα κοινωνικά πλαίσια και αποτελεί πρόβλημα. Ο χαρακτήρας του Δον Κιχώτη δε χωράει σε καλούπια, τα δημιουργεί για τον εαυτό του και αυτό ακριβώς είναι που ενέχει τον ρομαντισμό του. Στην προκειμένη περίπτωση, οι συντελεστές φαίνεται να πλησιάζουν αυτή την κατεύθυνση, αλλά να μην την υπογραμμίζουν απόλυτα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, ο συμπαθής πρωταγωνιστής της παράστασης να βγαίνει ο χαρακτήρας του Σάντσο και ο Δον Κιχώτης να μένει αβοήθητος στη φύση του χαρακτήρα του. Η επιλογή αυτή, συνειδητή ή όχι,δεν γίνεται πρώτη φορά. Ο ΤέριΓκίλιαμ που αποπειράθηκε για δεκαετίες να φέρει τον «Δον Κιχώτη» στη μεγάλη οθόνη, ακολούθησε αυτή την επιλογή ανάμεσα στο πρωταγωνιστικό δίδυμο.
Το σκηνικό του Γιώργου Γαβαλά αποτελεί φόρο τιμής σε αυτό που μας έρχεται απευθείας στο μυαλό όταν ακούμε την ιστορία του Δον Κιχώτη. Παράλληλα όμως εξυπηρετεί και τις θεατρικές ανάγκες με τη χρήση του να αιφνιδιάζει και να ενθουσιάζει. Πρόκειται για μία κατασκευή με έναν μακρόστενο πυλώνα στα αριστερά της, που δεν γνωρίζει κανείς που αποσκοπεί. Η συνέχεια δεν απογοητεύει!Εμπρός αυτής της κατασκευής έχουν στηθεί όλα εκείνα τα έπιπλα από ξύλο, που συνθέτουν τον εσωτερικό χώρο ενός ισπανικού καπηλειού. Με το πέρας της ιστορίας, γίνεται προφανής ο ρόλος του πυλώνα. Κάποια στιγμή που οι δύο περιπλανώμενοι ήρωες μας «μαζεύουν καρπαζιές», όπως άλλωστε καταλήγουν οι περισσότερες περιπέτειες του Δον Κιχώτη και Σάντσο Πάντσα, ο πυλώνας περιστρέφεται σαν ανεμόμυλος, δίνοντας μας αυτό που περιμέναμε! Δεν γνωρίζαμε ότι το θέλαμε με αυτό τον τρόπο, αλλά ο κύριος Γαβαλάς φρόντισε για αυτό.
Τα κουστούμια της Ντένης Βαχλιώτη και της βοηθού της, Χαράς Τσουβαλά αποδίδουν με ακρίβεια την εποχή ή τουλάχιστον την εποχή που περιγράφεται στην ιστορία. Υπάρχει μία ευρεία ενδυματολογική γκάμα, η οποία ξετυλίγεται μαζί με τις σκηνές. Οι χαρακτήρες είτε θα φορούν κάτι πιο απλοϊκό, που παραπέμπει σε χωρικό, με στυλιστικές λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά, είτε κάτι πιο επίσημο που εντυπωσιάζει λόγω χρώματος, υφάσματος και κοπής. Πρέπει να δοθούν συγχαρητήρια για το κουστούμι του πρωταγωνιστή, Δον Κιχώτη, καθώς παραμένει πιστό στη λογική του ανθρώπου που εγκαταλείπει την κοινή ζωή του και γίνεται ιππότης. Τι θα φορέσει για πανοπλία; Η απάντηση είναι ό,τι μεταλλικό βρήκε και είχε στη διάθεσή του, από μαγειρικά σκεύη μέχρι κρίκους, μεγάλους και μικρούς από αλυσίδες. Ένα πολύ ταιριαστό σύνολο, το οποίο κάθεται εξαιρετικά πάνω στην αρχοντική εκ φύσεως κορμοστασιά του Βλαδίμηρου Κυριακίδη.
Η μουσική του Βάιου Πράπα καλύπτει τα μουσικά νούμερα των ηθοποιών. Ο κύριος Πράπας γνωρίζει τι κομμάτι να δώσει, και σε ποιο από τα μέλη του θιάσου, και το αποτέλεσμα μαγεύει. Η Νάντια Κοντογεώργη αναλαμβάνει να τραγουδήσει σε υψηλές νότες με την κρυστάλλινη φωνή της. Η Παρθένα Χοροζίδου αντίστοιχα σε ένα ελάχιστα πιο χαμηλό «tempo». Ο Θανάσης Τσαλνταμπάσης αναλαμβάνει το πιο τσαχπίνικο και χορευτικό θέμα, εξάλλου ταιριάζει στον χαρακτήρα του και ίσως να είναι ο σύνδεσμος των θεατών και δε των παιδιών με το έργο.
Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου είναι δραστήριοι και ζωηροί. Ακολουθούν τις σκηνοθετικές οδηγίες του κυρίου Μπέζου και είτε αναβοσβήνουν για ενίσχυση της εκάστοτε ατμόσφαιρας, είτε φωτίζουν και χρωματίζουν την σκηνή κατά το πρόσταγμα του. Δεν ακολουθούν μία σταθερή γραμμή, απόχρωση και αυτό ακριβώς είναι που κάνει το συγκεκριμένο κομμάτι της παράστασης άξιο μνήμης και συζήτησης.Οι εικόνες, που έρχονται ως άμεσο αποτέλεσμα των φωτιστικών ελιγμών, διατηρούν το ενδιαφέρον των θεατών και συμβάλλουν σε μία οπτική αφήγηση, παράλληλης της κύριας, προφορικής. Μία εξαιρετική δουλειά με φιλοδοξία που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των συντελεστών της.
Επί τη σκηνή:
Ο θίασος αποτελείται από 11 ηθοποιούς που αναλαμβάνουν πάνω από έναν ρόλο.Μονάχα, οι δύο πρωταγωνιστές μένουν προσηλωμένοι και σταθεροί στο μοναδιαίο ερμηνευτικό τους έργο. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί με τη συνδρομή της Ν. Βαχλιώτη μεταμφιέζονται και δεν αργούν να εμφανιστούν ξανά και ξανά στην σκηνή με διαφορετικό προφίλ. Ορισμένες υποκριτικές μεταβολές είναι αξιοσημείωτες!
Πρωταγωνιστής του έργου που μεταξύ άλλων φέρει και το όνομα του τίτλου του έργου είναι ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης στον ρόλο του «Δον Κιχώτη». Ο ηθοποιός λαμβάνει συγκεκριμένες οδηγίες όσον αφορά την ερμηνευτική προσέγγιση του. Ο Γιάννης Μπέζος επιθυμεί να φέρει επί τη σκηνή έναν «Δον Κιχώτη» βασισμένο στο βιβλίο και στον ρεαλισμό. Ο κύριος Κυριακίδης λοιπόν βαραίνει το κορμί και τη φωνή του για να αποδώσει το γηραιό, το πεπερασμένο της ηλικίας. Το ηρωικό στοιχείο του χαρακτήρα μεταφέρεται με άγαρμπες κινήσεις και ποιητικό λόγο, ένα σύνολο τόσο απόμακρο από την κοινωνική πεπατημένη, αλλά και τόσο γνώριμο στη λογοτεχνική γραφή. Η επιθυμία γίνεται αποδεκτή και σεβαστή, και το αποτέλεσμα απαντά στο όραμα των δημιουργών. Στην παράσταση, ωστόσο αναδεικνύεται σε ικανοποιητικό βαθμό -γεγονός που ρίχνει τον χαρακτήρα του Δον Κιχώτη- η οπτική των υπολοίπων για το πρόσωπο του ήρωα. Ένας ήρωας, ακόμα και με αυτά τα χαρακτηριστικά, ένας ήρωας που ζει στην πλάνη, οφείλει να παρουσιαστεί με το κύρος που του αναλογεί. Βλέποντας την παράσταση, ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης και κατ’ επέκταση ο πρωταγωνιστικός του χαρακτήρας «θυσιάζεται» τρόπον τινά για την ανάδειξη άλλων πτυχών και στοιχείων, κωμικών και τονικών.
Συμπρωταγωνιστής του και σε ικανοποιητικό βαθμό πρωταγωνιστής του έργου είναι ο υπέρ ταλαντούχος Θανάσης Τσαλνταμπάσης στον ρόλο του βοηθού, ιπποκόμου του Δον Κιχώτη, «Σάντσο Πάντσα». Ο ηθοποιός γεννήθηκε για ρόλους σαν και αυτόν ή το ερμηνευτικό και κωμικό του εκτόπισμα είναι τόσο πελώριο που έχει τη δυνατότητα να αναλάβει έναν ρόλο, να τον οικειοποιηθεί στο μέγιστο βαθμό και να αποδώσει κάτι το αξιομνημόνευτο. Μπορεί να ισχύουν και τα δύο. Το σίγουρο είναι ότι ο κύριος Τσαλνταμπάσης αναλαμβάνει να εισάγει το κοινό στην παράσταση, οι σκηνές που τον συμπεριλαμβάνουν (σχεδόν δηλαδή η πλειοψηφία αυτών) ανεβαίνουν κωμικό επίπεδο και ο ίδιος απολαμβάνει κάθε στιγμή στο «σανίδι». Κατά τη διάρκεια του έργου, γίνεται λόγος για το ύψος του ηθοποιού ως μία τρόπον τινά κωμική ανταπάντηση των υπολοίπων χαρακτήρων προς το πρόσωπο του Σάντσο. Αυτό δίνει το πρόσχημα στον ηθοποιό να επιστρατεύσει κάθε σπιθαμή αυτού και να το κάνει κινητήριο δύναμη για περαιτέρω ενίσχυση της υπάρχουσας κωμωδίας. Οι κινήσεις του διαθέτουν μία άνεση και μία ελευθερία που τον βοηθούν να υπάρχει εντός και εκτός της παράστασης. Εκεί δηλαδή που βοηθάει τον χαρακτήρα του Δον Κιχώτη να σταθεί ή παλεύει με τυχαίους περιπλανώμενους κληρικούς χρησιμοποιώντας ασιατικής προέλευσης λαβές, επικοινωνεί, στέλνει φιλιά στο κοινό. Η επιλογή του ηθοποιού είναι καταλυτικής σημασίας για την ανάπτυξη και την περάτωση του έργου, με την απουσία του να μεταβάλλει το σύνολο του πλαισίου της παράστασης.
Ακολουθεί η Νάντια Κοντογεώργη στον ρόλο της «πριγκίπισσας Δουλτσινέας», αλλά και της επιφυλακτικής γειτόνισσας του Δον Κιχώτη. Με την ανάληψη δύο ρόλων εντός του έργου, η ηθοποιός ακολουθεί μία αμιγώς διαφορετική προσέγγιση για τη μεταφορά τους. Στον ρόλο της ως πριγκίπισσα επιστρατεύει τις πιο ψηλές νότες της μαγευτικής φωνής της. Αποτελεί την πριγκίπισσα της ιστορίας, αλλά με μία ευρύτερη έννοια που περιλαμβάνει το ιδανικό ειδύλλιο για τον πρωταγωνιστή μας. Ένα κράμα όλων αυτών των αρχοντισσών, οι οποίες βρέθηκαν σε κίνδυνο και διασώθηκαν από τον γενναίο ιππότη. Ακόμα, λειτουργεί σε βαθμό ως μία εσωτερική φωνή για τον Δον Κιχώτη, το τελευταίο κάλεσμα για μία ύστατη περιπέτεια. Στον ρόλο της ως γειτόνισσα του Δον Κιχώτη είναι εξίσου εξαιρετική με τους διαλόγους της να διατηρούν το στοιχείο της μουσικής σε διαφορετικό μονάχα τόνο. Οι κινήσεις της γίνονται πιο έντονες και σκληρές, ενώ δε χάνει χρόνο να μαλώσει τόσο τον Δον Κιχώτη, όσο και τον ΣάντσοΠάντσα για τα διασκεδαστικά μπερδέματα που διαρκώς της δημιουργούν.
Τετάρτη ηθοποιός που προστίθεται στο σύνολο της πρωταγωνιστικής τετράδας είναι η Παρθένα Χοροζίδου ως «Μαριτόρνα», αλλά και «Δούκισσα». Για την ηθοποιό έχει επιλεχθεί ένα αντίστροφο, μα σταθερό μοτίβο. Σε αντίθεση με την κυρία Κοντογεώργη, η κυρία Χοροζίδου αναλαμβάνει αρχικά τον ρόλο της ως «Μαριτόρνα» και αφού ο χαρακτήρας της ολοκληρώσει σκοπό και ταξίδι, μεταμορφώνεται στην πληθωρική «Δούκισσα», για να κλείσει τη συμμετοχή της με αυτό τον ρόλο. Στον πρώτο της χαρακτήρα έχει πολλά κοινά σημεία με αυτόν του Σάντσο και οι σκηνές της με τον Θανάση Τσαλνταμπάση είναι άκρως διασκεδαστικές. Ο ρόλος της έχει χαρακτηριστικά αντίστοιχα εκείνων μίας μητέρας που μεγαλώνει τα παιδιά της ακόμη και ως ενήλικες! Είναι ένας ρεαλιστικός χαρακτήρας που θα θυμίσει στους θεατές γνώριμες καταστάσεις. Μπορεί η προσέγγιση ανάμεσα στις δύο ηθοποιούς να είναι διαφορετική, αλλά η Παρθένα Χοροζίδου δε μένει πίσω όσον αφορά το τραγούδι. Έχει τη μουσική στιγμή της και απολαμβάνει το θερμό χειροκρότημα. Ως «Δούκισσα» απομακρύνεται από το φάσμα της συμπάθειας του κοινού. Λειτουργεί σαν εμπόδιο για τον Δον Κιχώτη, αν και η μεταξύ τους χημεία έρχεται σε άψογη ισορροπία, μολονότι κομματάκι σύντομη. Το κουστούμι της Ντένης Βαχλιώτη είναι το ιδανικό και σε ταιριαστή απόχρωση, και ενισχύει τον ρόλο της ως κατά κάποιον τρόπο ανταγωνίστρια.
Ο θίασος ολοκληρώνεται με τους Γιώργο Χατζή, Σταύρο Μαρκάλα, Ελευθερία Κοντογεώργη, Χρήστο Πούλο – Ρένεση, Γιάννη Βαρβαρέσο, Νικίτα Ηλιοπούλου, Ιωάννα Ανεμογιάννη. Όλοι τους εξαιρετικοί, όλοι τους προσεκτικά επιλεγμένοι, όλοι τους φέρνοντας στην σκηνή δύο ρόλους και διπλάσιο επί της εκατό ποσοστό. Αυτοί είναι που αλληλεπιδρούν τόσο μεταξύ τους, όσο και με τον χαρακτήρα του Δον Κιχώτη με θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Ιδιαίτερα συγχαρητήρια στον Γιώργο Χατζή που δεν αργεί να πιάσει το βιολί του και να συνδράμει στα μουσικά νούμερα της παράστασης και στον Σταυρό Μαρκαλά (τον δικό μας Λοχία Αλέξανδρο Μέγα), οποίος ως ληστής είναι μία κωμική αποκάλυψη! Το συγκεκριμένο στιγμιότυπο μένει τόσο για τον διάλογο, αλλά και για την ταυτόχρονη αλληλεπίδραση ανάμεσα στον κύριο Κυριακίδη, τον κύριο Τσαλνταμπάση και τον κύριο Μαρκάλα.
Θετικά (+): Η παράσταση είναι ένα άξιο δείγμα μεταφοράς της καθολικής ιστορίας του διαχρονικού Δον Κιχώτη. Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές, το σκηνικό εναλλακτικό, αλλά πλήρως λειτουργικό και οι φωτισμοί ζωτικό κομμάτι της αφήγησης και της ενίσχυσης της ατμόσφαιρας. Τα τραγούδια είναι γλυκά και τρυφερά και μεταφέρονται με αψεγάδιαστο επαγγελματισμό. Μία παράσταση για μεγάλους, αλλά και μικρούς με την κάθε μερίδα του κόσμου να κερδίζει κάτι διαφορετικό από τα νοήματα και τους συμβολισμούς.
Αρνητικά (-): Η παράσταση αυτή καθ’ αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι φέρει αρνητικά στοιχειά. Ο Γιάννης Μπέζος φροντίζει για όλα! Η μόνη αδυναμία είναι στον τόνο. Υπάρχει σαφώς ισορροπία, ανεμελιά και σοβαρότητα, γέλιο και συγκίνηση, αλλά ο Δον Κιχώτης σαν χαρακτήρας απομένει κάπως αδύναμος, αν και καλοπαιγμένος, και αφημένος σε ασφυκτικό ρεαλιστικό πλαίσιο, ενώ ο δικός του κόσμος ιπποσύνης φθείρεται κάθε φορά που τον αποδοκιμάζουν.
Κλείνοντας (=): Η παράσταση είναι απόλυτα ψυχαγωγική με ατάκες που σπαρταράνε και ρυθμό που τρέχει σε ένα ευτυχές σύνολο ταλαντούχων ηθοποιών και συντελεστών!
Βαθμολογία: 6,8/10
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ – ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΟΔΕΙΑΣ ΕΔΩ