Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα
Το Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς, παρότι ένα από τα ωραιότερα της πόλης αντικειμενικά και με βολική πρόσβαση από παντού, παραδόξως το μεγαλύτερο διάστημα μένει ανενεργό και είναι απορίας άξιο… ωστόσο το φετινό φθινόπωρο, ω του θαύματος, ζωντάνεψε φιλοξενώντας κάποιες επιλεγμένες παραστάσεις και μεταξύ αυτών μία που ξεχωρίσαμε εξαρχής ήταν η συγκεκριμένη, κυρίως χάρη σε ένα καταξιωμένο όνομα με περγαμηνές και σε ένα θέμα με συναισθηματική φόρτιση…
Πρόκειται για την παράσταση «Χόρεψέ με πατέρα»της Κατερίνας Αντωνιάδου σε σκηνοθεσία Γιώργου Αρμένη, που με τους δύο συντελεστές επί σκηνής ως ηθοποιούς, παρακολουθήσαμε στο θέατρο «Μελίνα Μερκούρη» της Καλαμαριάς..
Ένας ηλικιωμένος πατέρας με άνοια και η νεαρή κόρη του που τον φροντίζει έχοντας εγκαταλείψει την προσωπική της ζωή, προσπαθούν απεγνωσμένα να συνυπάρξουν… κάτι που αποδεικνύεται από ιδιαίτερα δύσκολο έως τραυματικό, καθώς ο πατέρας δεν την αναγνωρίζει και αρνείται την ύπαρξη της προηγούμενης ζωής του ζώντας σε έναν δικό του φανταστικό κόσμο, ενώ η κόρη που κουβαλά επώδυνα βιώματα κι απωθημένα από την ανέκαθεν προβληματική σχέση τους, εκδηλώνει υστερικές κρίσεις, αδυνατώντας να επικοινωνήσει μαζί του ούτε στο ελάχιστο… Μια χαοτική κατάσταση όπου εναλλάσσονται μοιραία ξεσπάσματα οργής ή πίκρας, ενίοτε χιουμοριστικά πειράγματα, τραυματικές μνήμες από το παρελθόν, τρυφερά στιγμιότυπα με συγκίνηση, σε ένα παρόν πλήρως αδιέξοδο…
Κρίνοντας αξιολογικά, δυστυχώς υπερτερούν τα αρνητικά (-) της παράστασης και μοιραία θα ξεκινήσουμε από αυτά, αρχής γενομένης από τα «θεμέλια του οικοδομήματος», ήτοι το κείμενο της Κατερίνας Αντωνιάδου… Όπου το βασικό θέμα της, παρότι κοινό όπως η γεροντική άνοια, μπορεί να αγγίξει συναισθηματικά μεγάλη μερίδα και προσφέρεται για πολύπλευρη ψυχολογική εμβάθυνση, εντούτοις η ίδια επέλεξε αφενός να το περιορίσει σε μια επιδερμικότητα με γραφικά «ευτράπελα» και αφετέρου να το εμπλέξει με ακραία ξεσπάσματα μιας υστερικής κόρης, με βαριά βιώματα μιας προβληματικής σχέσης, με οιδιπόδεια συμπλέγματα, με ανεκπλήρωτους πόθους κλπ. σε ένα χαώδες συνονθύλευμα που εμποδίζει τον θεατή να εστιάσει κάπου κι αδυνατεί να διακρίνει ποιος εκ των δύο πάσχει σοβαρότερα και χρήζει περίθαλψης… Γιατί άραγε έπρεπε να στριμωχτούν στο ίδιο έργο ταυτόχρονα τόσες παθογένειες με ακαθόριστο στόχο και διάσπαση της προσοχής;;
Επιπλέον ο τρόπος ανάπτυξης παρουσίαζε συγγραφικές αδυναμίες, αναπόφευκτες όταν το θέμα προσπαθεί να συμπεριλάβει πολλά στοιχεία χωρίς ξεκάθαρη στόχευση, καταλήγοντας σε μια προβληματική δομή «μετ’ εμποδίων» ή σε μια χαλαρή συνοχή… εν προκειμένω δε, οι απανωτές επαναλήψεις – ειδικά από τα μέσα της παράστασης και μετά – ξεχείλωσαν αναίτια τη διάρκεια χωρίς εξελίξεις που να οδηγούν σε κάποια κορύφωση και ενώ σε δυο- τρία σημεία διαφαινόταν νοηματικά κάποιο φινάλε, αμέσως μετά ξανάρχιζε το ίδιο επαναλαμβανόμενο μοτίβομε αναμασημένους μονολόγους χωρίς να προσθέτουν κάτι καινούργιο με συνέπεια την πλήξη… Επιπροσθέτως, κάποια «ευρήματα» όπως πχ. το όνειρο με τους Βίκινγκς ή η σκηνή του χορού, έμοιαζαν υπερβολικά τραβηγμένα σε μια εξεζητημένη προσπάθεια να χωρέσουν τα «πάντα όλα» σε ένα πόνημα, με βασικότερο θύμα το αυθεντικό συναίσθημα που χάθηκε σε δαιδαλώδεις διαδρομές, πλην μικρών μεμονωμένων στιγμών…
Από σκηνοθετική άποψη ο Γιώργος Αρμένης, έχοντας να διαχειριστεί ένα κείμενο πληθωρικό και «κατακερματισμένο» σε πολλά επίπεδα, επέλεξε μια απλή, διεκπεραιωτική, συμβατική προσέγγιση με απόλυτο ρεαλισμό, προκειμένου να μη το φορτώσει περαιτέρω με σκηνοθετικά «τερτίπια», ωστόσο περιορίστηκε σε ένα αποδεκτό αποτέλεσμα με μειωμένο ενδιαφέρον… Οι δύο ήρωες κινήθηκαν σε ένα λιτότατο, αφαιρετικό σκηνικό «καθιστικού», με ως επί το πλείστον επίπεδους φωτισμούς και υπό τους ήχους ενός βαλς στην επίμαχη σκηνή του χορού, εναλλάσσοντας άλλοτε τρυφερές στιγμές προσέγγισης κι άλλοτε έντονες συγκρούσεις, με εμβόλιμο χιούμορ που όπως στη ζωή «ξορκίζει» τα σκοτάδια της ψυχής… Εντούτοις εντοπίσαμε αρκετές δόσεις υπερβολής σε κάποιες αντιδράσεις, με αποκορύφωμα το αλλοπρόσαλλο ξέσπασμα της κόρης στον χορό, όπου επιπλέον βγάζει τη φούστα και ξαπλώνει πάνω στον πεσμένο πατέρα της, με πρώτο πλάνο ένα… στριγκ, που θεωρούμε εντελώς άκομψο αισθητικά και ήταν αναμενόμενο να τραβήξει την προσοχή από την πλέον δραματική υποτίθεται σκηνή του έργου, ευτελίζοντάς την…
Στα θετικά (+) θα κατατάξουμε την μεστή ερμηνεία του έμπειρου Γιώργου Αρμένη, που έπεισε συγκινητικά για την κατάστασή του με υποκριτική ωριμότητα, φυσικότητα, αυτοέλεγχο, χιούμορ, συναίσθημα, χωρίς περιττές «επιδείξεις», υιοθετώντας μια αθωότητα και αφέλεια που έδεσε πετυχημένα με τη συνθήκη… Η Κατερίνα Αντωνιάδου διαθέτει σαφώς υποκριτικό ταλέντο, σκηνική άνεση, αμεσότητα, εκφραστικότητα, ταπεραμέντο και υποδύθηκε εύστοχα την υστερική κόρη με τον ευάλωτο ψυχισμό, ωστόσο αν περιόριζε την υπερβολή και ιδιαίτερα στην κινησιολογία με την «χύμα», άχαρη στάση σώματος – μονίμως ανοιχτά τα πόδια στο κάθισμα- θα απέδιδε μια πιο εσωτερική ερμηνεία σε έναν ρόλο που το απαιτούσε, αντί της κραυγαλέας εξωστρέφειας… Και βεβαίως στα θετικά θα καταχωρίσουμε, όπως προείπαμε, κάποιες στιγμές τρυφερότητας που αποδόθηκαν συγκινητικά και άγγιξαν, καθώς και τις εύστοχες πινελιές χιούμορ που εντάχθηκαν με φυσικότητα στη συνθήκη και οι εναλλαγές κράτησαν στοιχειωδώς μέχρι ενός σημείου το ενδιαφέρον…
Εν κατακλείδι (=) θα μπορούσε βάσει θεματολογίας να εξελιχθεί σε μια θαυμάσια παράσταση με αυθεντικό συναισθηματικό εκτόπισμα ευρέως, αλλά δυστυχώς την «κατάπιαν» οι αστοχίες ενός κειμένου χαοτικού που απλώθηκε όσο δεν παίρνει…
Βαθμολογία: 4,8/10