Είδε και σχολιάζει η Ελένη Γιαννακίδου για την Κουλτουρόσουπα.
Στη Σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου από τη 1η του Δεκέμβρη ανεβαίνει «H Λυσσασμένη Γάτα» σε σκηνοθεσία Σύλλα Τζουμέρκα. Πρόκειται για το βραβευμένο με Πούλιτζερ θεατρικό κείμενο του Αμερικανού συγγραφέα Τένεσι Ουίλιαμς που έγινε και κινηματογραφική επιτυχία και προτάθηκε για έξι Όσκαρ με πρωταγωνιστές την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τον Πωλ Νιούμαν στα 1957.
Το έργο παρουσιάζει μια οικογένεια, με κεντρικό πρόσωπο τον Μπρικ έναν φημισμένο ποδοσφαιριστή που ένας τραυματισμός τον καθηλώνει σε αναπηρικό καροτσάκι, γεγονός που τον κάνει να απαρνιέται συνεχώς την ερωτική συνεύρεση με τη σύζυγό του Μάγκι αλλά και τον εθισμό του στο αλκοόλ, αφού δεν μπορεί να δεχτεί απ’ τη μια την αποχή του απ’ την ενεργό δράση στα γήπεδα και την τωρινή του δουλειά ως σχολιαστή των αγώνων κι απ’ την άλλη, τον άδικο χαμό του φίλου και συμπαίκτη του Σκίπερ με τον οποίο διατηρούσε και ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Η μητέρα, ο άλλος αδερφός ο Γκούπερ, η σύζυγος του Μέι και τα τέσσερα παιδιά τους, ο ιερέας της Ενορίας, ο γιατρός αλλά κι ο Πατέρας, κάτοχος μιας μεγάλης φυτείας βαμβακιού, είναι τα άτομα που πλαισιώνουν τα μέλη και τους στενούς φίλους της οικογένειας, όλοι μαζεμένοι στο σπίτι του Πατέρα για να γιορτάσουν τα 65α γενέθλιά του. Όλοι, ενώ γνωρίζουν πως ο πατέρας πάσχει από καρκίνο, για λίγο τού παρουσιάζουν ψεύτικες εξετάσεις αρίστης υγείας, στη διάρκεια της γιορτής όλα σιγά-σιγά του τα αποκαλύπτουν….
Μέσα από τις συζητήσεις, τους διαξιφισμούς, τις εξομολογήσεις, τις απειλές, τις εντάσεις, αποκαλύπτονται οι χαρακτήρες, τα κίνητρα, οι επιθυμίες για την κληρονομιά του πατέρα απ’ τον πολύτεκνο Γκούπερ και τη σύζυγό του έναντι στον άκληρο και σακάτη Μπρίκ και την στερημένη από έρωτα Μάγκι, τα ανεκπλήρωτα όνειρα, οι χαμένες αγάπες, οι κρυφές προσδοκίες, όλα δοσμένα κάτω απ’ ΄το θολό τοπίο της πατριαρχίας και της ομοφοβίας.
Στην παράσταση που σκηνοθετεί ο Σύλλας ΤΖουμέρκας(-) και που όπως ο ίδιος ευαγγελίζεται παρουσιάζεται μια ανατρεπτική εκδοχή του έργου, παρακολουθήσαμε μια Λυσσασμένη Γάτα που όμως δεν τόλμησε καν να δείξει τα νύχια της. Το έργο ξεκίνησε με τους χαρακτήρες όλους επί σκηνής, οι περισσότεροι να κάθονται σε καρέκλες σχηματίζοντας ένα ημικύκλιο πλευρικά της σκηνής κι απ’ την άλλη μεριά, ένα κυλινδρικό μπάνιο όπου ο Μπρικ, ο γιος, γυμνός να κάνει ντουζ ενώ σ όλη την άλλη σκηνή η Μάγκι που χει διανεμηθεί ο ρόλος της σε τέσσερα άτομα να μιλά, να εκμυστηρεύεται , να επιθυμεί και συνεχώς να ζητά απαντήσεις απ’ τον σύζυγό της. Η πρώτη εντύπωση από τη θέαση του γυμνού δεν σοκάρει, αντίθετα ταιριάζει στον όμορφο νέο, εδώ Γιώργο Παπαδάκο, που όπως το ίδιο το θεατρικό κείμενο θέλει, χάνει την ενεργή του δράση λόγω τραυματισμού, εδώ ο ήρωας έχει σπασμένο τον αστράγαλό του και είναι με πατερίτσα συν κάποιο αναφερόμενο παλιό τραυματισμό, και βρίσκεται σε θλίψη. Κι όλα ρέουν καλά, σχεδόν για ένα εξάλεπτο, γιατί μετά ξεκινά για τους θεατές ένα αβάσταχτο μαρτύριο.
Από τους διαδρόμους των διαζωμάτων ανεβοκατεβαίνουν νεαροί, εδώ υποτίθεται είναι τα παιδιά της Μέι που φωνάζουν κι ουρλιάζουν, η Μάγκι που ισομοιράζεται σε τέσσερις ηθοποιούς, όλες ταυτόχρονα επί σκηνής στις: Λουκία Βασιλείου, Άννα Κόπακα , Λίλα Βλαχοπούλου, Λίλιαν Παλάντζα και η μια να συμπληρώνει την άλλη σε τέσσερις διαφορετικές χροιές κι αποχρώσεις, ο Μπρικ κι αυτός να διαμοιράζεται σε δυο πρόσωπα συγχρόνως στους: Γιώργο Παπαδάκο, Δημήτρη Κολοβό, το ίδιο κι η Μέι στις: Βάσια Μπακάκου, Λίλα Βλαχοπούλου, κι ο πατέρας επίσης στους: Βασίλη Σπυρόπουλο , Γιάννη Καραμφίλη , Βασίλη Μπεσίρη, ένα σκηνοθετικό εύρημα που στο συγκεκριμένο έργο αποτυγχάνει παντελώς, καθώς εκεί που ο θεατής προσπαθεί να νιώσει ένα συναίσθημα ταυτόχρονα τον ρόλο τον παίρνει άλλο πρόσωπο και φτου κι απ’ την αρχή….
Στα «ευφάνταστα» της πρωτοπορίας…. προστίθενται οι επαναλαμβανόμενοι άνευ ουσίας διάλογοι, νομίζοντας ως θεατές πως ο σκηνοθέτης μάς τιμωρεί και θα πρέπει να ακούσουμε τις ίδιες ατάκες πέντε φορές για να τις καταλάβουμε.
Κι ενώ προσπαθούμε να βρούμε μια δόση ενσυναίσθησης και να γίνουμε μέτοχοι του δράματος που ζουν οι χαρακτήρες, οι τέσσερις Μάγκι και η μητέρα, εδώ Μελίνα Αποστολίδου, παίρνουν τα μικρόφωνα και τραγουδούν και το δράμα πηγαίνει περίπατο βλέποντας όλα τα πρόσωπα να βρίσκονται στο κέφι και να χαμογελούν, ανεξάρτητα απ τους στίχους του τραγουδιού που θέλουν ή δε θέλουν να προβληματίσουν. Και παρόλο που το ζωντανό τραγούδι κάθε άλλο παρά συγκινεί, όταν φτάνει το διάλειμμα, μετά από σχεδόν μιάμιση ώρα ακατάσχετης φλυαρίας, το κοινό μουδιασμένο δεν ξέρει αν θα πρέπει να χειροκροτήσει, αν πρόκειται για διάλειμμα ή αν πρέπει να εγκαταλείψει την αίθουσα…
Η συνέχεια του έργου ξεκινά πάλι με τραγούδι, ενώ η λύση του δράματος κι η αποκάλυψη της αλήθειας, δηλαδή της αρρώστιας του πατέρα δίνεται από τον Ιατρό που είναι ντυμένος ως μεγαλόσωμος λαγός με τεράστια αυτιά και, εκεί σκεφτόμαστε πως κάτι χάσαμε και δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει …. Η συνέχεια αποδείχθηκε χειρότερη του πρώτου μέρους γκρεμίζοντας κάθε ελπίδα που είχαμε πως στο τέλος κάτι θα μας δώσει αυτό το έργο! Φευ! Φρούδα ελπίδα!
Βέβαια, οφείλουμε να σημειώσουμε και τα ελάχιστα θετικά σημεία της παράστασης (+) όπως οι παρουσίες του Βασίλη Σπυρόπουλου στον ρόλο του Πατέρα και του Γιώργου Παπαδάκου στον ρόλο του Μπρικ στη σκηνή εκείνη που συζητούν κι αφήνουν στον θεατή να κατανοήσει τα ιδιαίτερα προβλήματα που κάνουν τα πρόσωπα αυτά θύματα του συστήματος και της ζωής, τον πατέρα ένα δυστυχισμένο σύζυγο και συμβιβασμένο με το σύστημα και τον γιο έναν καταθλιπτικό νέο που βρίσκει παρηγοριά στο ποτό και κρύβει μέσα του την βαθιά αγάπη κι επιθυμία για τον πεθαμένο φίλο του Σκίπερ. Ίσως αυτή η σκηνή λίγο πριν το διάλειμμα να μας παρότρυνε να καθίσουμε, ώστε να δούμε και τη λύση της υπόθεσης που δυστυχώς όμως όπως προαναφέρθηκε δεν ήρθε ποτέ, γιατί και το τέλος έτσι πως δόθηκε πάλι ουδείς το κατανόησε….
Γενικά (=), πρόκειται για μια παράσταση που δυστυχώς βασίστηκε σε σκηνοθετικά τεχνάσματα υποτιθέμενου εντυπωσιασμού κι έτσι χάθηκε η ουσία ενός τόσο καλού θεατρικού κειμένου που έθιγε θέματα όπως ο εθισμός στο αλκοόλ, το δικαίωμα στον έρωτα και την επιλογή, στην στέρηση της αγάπης, στην ατολμία της διεκδίκησης. Το πάθος κι η ένταση που περιμέναμε από “τη γάτα πάνω στην καυτή τσίγκινη στέγη” «Cat on a hot tin roof») όπως δηλώνει ο πρωτότυπος τίτλος του έργου ατυχώς εδώ αναλώθηκε σε ανούσια πήγαινε έλα των ηθοποιών στη σκηνή και στους διαδρόμους ανάμεσα στα καθίσματα των θεατών, σ ένα υπέρ του δέοντος γυμνό που σ’ ορισμένα σημεία ξένιζε κιόλας, σε άνευρες ερμηνείες πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, καθώς και σε στημένες φιγούρες και λόγια που θύμιζαν κακοπαιγμένη ερασιτεχνική παράσταση.
Φεύγοντας, μετά τη λήξη της παράστασης, στο νου μας ήρθε η σπουδαία συμβουλή του Μεγάλου Σοφού Κλεόβουλου του Ρόδιου «Μέτρον Άριστον» που αν την ακολουθούσε ο σκηνοθέτης διατηρώντας το απλό και το μεγαλειώδες νοηματικό κέντρο του κειμένου, η παράσταση θα ήταν ίσως, αριστούργημα.
Βαθμολογία:
2/10
Πρώτα σχόλια για τη παράσταση Click me
ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
«Λυσσασμένη Γάτα» του Τενεσί Ουίλιαμς.
-Είδαμε βαθμολογήσαμε με 2/10 και σχολιάζουμε εδώ
Την ημέρα των γενεθλίων του πατέρα, οι δύο γιοί του βρίσκονται στο σπίτι με τις οικογένειές τους για να γιορτάσουν. Ο Γκούπερ, ο μεγαλύτερος γιος και η γυναίκα του η Μέη, γνωρίζοντας ότι ο πατέρας είναι βαριά άρρωστος, προσπαθούν να αναλάβουν την τεράστια περιουσία του, την οποία δικαιωματικά θεωρούν πως τους ανήκει, έχοντας μια υποδειγματική οικογενειακή ζωή με πέντε παιδιά.
Σκηνοθεσία: Σύλλας Τζουμέρκας. Ερμηνεύουν: Μελίνα Αποστολίδου, Λουκία Βασιλείου, Λίλα Βλαχοπούλου, Γιάννης Καραμφίλης, Δημήτρης Κολοβός κ.ά.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη: 19.00 Πέμπτη – Παρασκευή: 21.00 Σάββατο: 18.00 & 21.00 Κυριακή: 19.00
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ.