Eίδε η Ελένη Γιαννακίδου και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Στο θέατρο Δάσους βρεθήκαμε το Σάββατο 3/9/2022 για να παρακολουθήσουμε την παράσταση «Πέρσες» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά που παρουσιάστηκε για μια μόνο μέρα στο κοινό της πόλης μας, μιας και λόγω βροχόπτωσης η προβλεπόμενη παράσταση της προηγούμενης μέρας στις 2 του Σεπτέμβρη ακυρώθηκε.
ΟΙ «ΠΕΡΣΑΙ» του Αισχύλου είναι η μόνη σωζόμενη τραγωδία που αναφέρεται στις συνέπειες στο στρατόπεδο των Περσών από τη Νίκη των Ελλήνων στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ. Η υπόθεση λαμβάνει σάρκα και οστά στα Σούσα, όταν το Συμβούλιο των Γερόντων των Περσών αναμένει νέα από την έκβαση της Ναυμαχίας στην Ελλάδα καθώς ο Ξέρξης με όλο τον Ανθό της Περσικής Διοίκησης αλλά και χιλιάδες Συμμάχους από την Ασία πολεμά τους Αθηναίους στον κόλπο της Σαλαμίνας.

Οι Γέροντες αλλά και η Βασίλισσα Άτοσσα ,χήρα του Δαρείου και μητέρα του Ξέρξη, ανυπομονούν και προβληματίζονται για τα αποτελέσματα αυτής της Αναμέτρησης .Ο Αισχύλος στο έργο του παρουσιάζει όλα τα ονόματα των επιφανών ανδρών της Περσίας, κυρίως νέων, που μετέχουν σ αυτή τη μάχη δείχνοντας τη βαρύτητα που είχε στο μυαλό όλων των Περσών η αναμενόμενη νίκη τους σε βάρος των Ελλήνων. Ο Αγγελιαφόρος εμφανίζεται φέρνοντας τα κακά μαντάτα. Υπήρξε πανωλεθρία στο στρατόπεδο των Περσών με ελάχιστους επιζώντες ανάμεσά τους κι ο Ξέρξης που προσπαθούν να φτάσουν πίσω στην πατρίδα. Ο Χορός ρωτά συνεχώς για την τύχη συγγενικών του προσώπων αλλά και τη μοίρα των στρατηγών κι ο Αγγελιαφόρος περιγράφει με λεπτομέρειες την πορεία της Ναυμαχίας.

Ο Χορός κι η Βασίλισσα επικαλούνται τον Δία και κάνουν χοές και προσφορές στους Θεούς μα και στον Δαρείο που εμφανίζεται ως Φάντασμα και δίνει συμβουλές στους Πέρσες. Το Δράμα ολοκληρώνεται με την εμφάνιση του ρακένδυτου Ξέρξη που έχει χάσει τον πολύτιμο στόλο του και που τώρα δέχεται τα επικριτικά σχόλια των γερόντων, γιατί νοιάστηκε μονάχα για την προσωπική του δόξα και τα πλούτη και τούτη η αλαζονεία του οδήγησε σ αυτό τον αφανισμό. Η Τραγωδία του Αισχύλου παρουσιάστηκε στο Θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα το 472 π.Χ, οχτώ χρόνια μετά την έκβαση της Ναυμαχίας και ο Μεγάλος Τραγικός μέσα από τα Δεινά των Περσών μπόρεσε να αναδείξει το μεγαλείο της Ελληνικής σκέψης που βασιζόταν στα ιδανικά της Ελευθερίας , της Δημοκρατίας και της συγκροτημένης Νόησης , που τολμά και όχι μόνο αντιστέκεται αλλά και νικά την Υπερδύναμη των Περσών για την Ύψιστη αξία της έννοιας Πατρίδα.

Στη Διασκευή αυτού του έργου που παρακολουθήσαμε σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, ο χορός αποτελείται από νέους, άνδρες και γυναίκες, με κυρίαρχη μορφή εκείνη της Αλεξίας Καλτσίκη που βρίσκεται μόνη στη σκηνή και προοικονομεί με την αγωνία και τους στοχασμούς της τα άσχημα νέα που θα φέρει στη συνέχεια ο Αγγελιαφόρος στη Βασίλισσα για την τύχη των Περσών. Συνάμα, η χρησιμοποίηση του πνευστού οργάνου από μέλος του χορού σε συνδυασμό με τις κραυγές και πένθιμους ήχους που έβγαζε κατά διαστήματα ο Χορός συνδράμει στη διάχυση της αγωνίας για το αποτέλεσμα της Ναυμαχίας… Ο χορός αλλά και οι Σαράντα εθελοντές που μετέχουν στην παράσταση και αποτελούν το πλήθος των Περσών κατεβαίνουν στη σκηνή από τα διαζώματα και περνούν πλάι απ τους θεατές, σε κάποια σημεία του έργου κάθονται και μαζί τους, έξυπνη τεχνική που θέλει κι όλους εμάς, το κοινό, να μας εντάξει στο πλήθος και να γίνουμε κι εμείς τμήμα «ενεργό» της υπόθεσης.

Στα θετικά (+) της παράστασης προστίθεται κι η ερμηνεία της Ρένης Πιττακή στο ρόλο της Βασίλισσας Άτοσσα, με μια φωνή καθαρή, λόγο κοφτό και δωρικό, ενίοτε ειρωνικό και σκληρό, όπως αρμόζει σε άνθρωπο που κατέχει δεσποτική εξουσία αλλά συνάμα και λόγο γυναικείο και ζεστό που έρχεται σ όμορφη συνύπαρξη με τη φωνή του Δαρείου που υποδύεται ο Γιώργος Γάλλος ο οποίος εμφανίζεται ως φάντασμα μετά τις σπονδές των Περσών, για να γαληνέψει τις πληγές τους και να καταδείξει το σχήμα Ύβρις -Τίσις ως το πιο σημαντικό στην πορεία της ανθρώπινης ύπαρξης …. Αυτή η υπέρμετρη αλαζονεία του Ξέρξη, ο κομπασμός της υπεροχής, η έλλειψη σεβασμού στο Θείο, η υπέρβαση του μέτρου είναι στοιχεία που κυριαρχούν στο έργο κι ακολουθούν την Αισχύλεια σκέψη. Εξαίρετα όλες αυτές οι έννοιες ενσαρκώνονται στο ρόλο του Αγγελιαφόρου που υποδύεται ο Χρήστος Λούλης, όταν αφηγείται τις στιγμές της Ναυμαχίας και της συντριπτικής ήττας των Περσών.

Αρνητικό πρόσημο (-) παίρνει η ενδυματολογική επιλογή που θέλει τα μέλη του χορού και των ηθοποιών που υποδύονται τους βασικούς ρόλους να φορούν κοστούμι και ρούχα συμβατικά της δικής μας καθημερινότητας, και , δε θα θεωρείτο αρνητικό στοιχείο, αν δεν προστίθετο σ αυτό και το πλήθος των εθελοντών που υποδύονται το λαό των Περσών όπου ο καθένας φορά ό,τι θέλει, γεγονός που μειώνει κατά μεγάλο βαθμό την αισθητική της παράστασης. Σ αυτή την αρνητική άποψη συντείνει κι η εμφάνιση του Ξέρξη που εμφανίζεται απ το κοίλο με κοστούμι και γραβάτα, όταν, λίγο πριν, η Άτοσσα μας πληροφορεί πως περιμένουμε όλοι τον Ξέρξη ρακένδυτο και κουρελιασμένο απ τις κακουχίες του πολέμου και παρακαλεί τον χορό να τον συνοδεύσει στο παλάτι για να τον πλύνει και να τον ντύσει με ρούχα καθαρά και βασιλικά. Πέρα από το ενδυματολογικό κομμάτι όμως, ο Μιχάλης Οικονόμου υποδύεται έναν Ξέρξη που όντως φτάνει στα Σούσα αμήχανος βλέποντας έναν λαό που του ρίχνει ευθύνες για τον χαμό των Περσών, για την εγκατάλειψη των πολεμιστών του, για την φιλαρέσκεια και τον εγωισμό του και που προσπαθεί έστω κι αργά να γλιτώσει απ την περιφρόνηση του λαού του κι απ τις ενοχές που τον κατακλύζουν….

Στα αρνητικά της παράστασης συγκαταλέγεται επίσης κι ο ήχος που, αν και ευρηματικός, (ένα τρομπόνι και δυνατοί συνεχόμενοι ήχοι από τα μέλη του χορού που συνέτειναν στο πένθιμο κλίμα, στην αρνητική αύρα απ το άκουσμα των Περσών που χάθηκαν στη μάχη, στη δημιουργία αγωνιώδους ατμόσφαιρας, όταν η Άτοσσα αφηγείται ένα σημαδιακό της όνειρο, πρόδρομος για τα όσα θα ακολουθήσουν) στην διάρκεια του έργου σε πολλά σημεία γινόταν εκκωφαντικός, καθώς πολλές φορές η τεχνική υποστήριξη απ τα ηχεία δεν ήταν η κατάλληλη κι όλο αυτό ήταν δυσάρεστο για το θεατή στην προσπάθειά του να παρακολουθήσει με προσήλωση την υπόθεση.

Τέλος, το σκηνικό ήταν ανύπαρκτο, μια ορχήστρα άδεια με ένα υπερυψωμένο καμπύλο δάπεδο μάλλον ως χώρος εξωτερικός, ένα τύμβος ή πλατεία, όπου τα πρόσωπα κι ο χορός αδημονούσαν, προσδοκούσαν αλλά και θυσίαζαν στους θεούς, επιλογή που δεν αποτελεί ούτε αρνητικό, ούτε προσδίδει κάτι θετικό στο συνολικό αποτέλεσμα, γιατί η μετακίνηση των πολλών ηθοποιών σ’ όλα τα μέρη του χώρου κάλυπταν την ανυπαρξία των σκηνικών. Ίσως αρνητική να ήταν η επιλογή του χώρου, πολύ μακριά, στο βάθος της ορχήστρας, όταν εμφανίστηκε η οπτασία του Δαρείου και συνομιλούσε με την Άτοσσα, όπου πολλοί θεατές καθισμένοι στα υψηλά διαζώματα σίγουρα διέκριναν αχνά ή και καθόλου τη συγκεκριμένη σκηνή.

Γενικά, αν θέλει κάποιος να κάνει μια συνολική εκτίμηση, είναι μια παράσταση φροντισμένη, μια διασκευή στο πρωτότυπο κείμενο που κρατά όμως τα βαθιά οντολογικά και αντιπολεμικά μηνύματα και που αξίζει, φεύγοντας απ το θέατρο, να σκεφτεί ο θεατής και να κάνει πράξη στη ζωή του. Αφήνω ως επίλογο τη συμβουλή του Δαρείου «Να χαίρεστε φίλοι μου την ηδονή της κάθε στιγμής, γιατί ο φθόνος του πλούτου δεν ωφέλησε ποτέ τους νεκρούς» αναδεικνύοντας για μια ακόμη φορά πως οι Αθηναίοι, αν και λιγότεροι αριθμητικά πολεμούσαν γι αυτό που είχαν στην καθημερινότητά τους και δεν ήθελαν να στερηθούν, σ αντίθεση με τον Ξέρξη που, εξαιτίας της εσφαλμένης του αντίληψης περί πλούτου και εξουσίας, οδήγησε όλη την ανθούσα νεολαία της Περσίας στον αφανισμό.
Βαθμολογία:
6,3/10.
.
Δείτε & αυτά:
Φωτογραφικό υλικό