Είδε η Αννια Κανακάρη και σχολιαζει για την Κουλτουρόσουπα.
Κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να εφησυχάσουν όταν γνωρίζουν την αδικία, δεν μπορούν να περπατήσουν αμέριμνοι στους δρόμους μιας πόληςπου επέλεξε να ξεχάσει ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα της ανθρώπινης ιστορίας και τα όσα, εξίσου αποτρόπαια, το ακολούθησαν…
Αυτήν ακριβώς την συλλογική κρίση αμνησίας απέναντι στην εξόντωση της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης πραγματεύεται η παράσταση που παρακολουθήσαμε στο Μικρό Θέατρο της Μονής Λαζαριστών, με τίτλο «96% – Land scapes of devastasion», σε κείμενο και σκηνοθεσία Πρόδρομου Τσινικόρη.
Η παράσταση εντάσσεται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού θεατρικού και παιδαγωγικού προγράμματος “Land scapes of Devastation” (Τοπία Καταστροφής) που πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονα σε τρεις πόλεις: Θεσσαλονίκη – Μαδρίτη- Βερολίνο. Είναι μια συνεργασία του ΚΘΒΕ με τη Schaubühne (Βερολίνο) και το La Joven (Μαδρίτη), που χρηματοδοτείται από το γερμανικό Ίδρυμα EVZ (Μνήμη, Ευθύνη, Μέλλον), σε συμπαραγωγή με την εταιρεία Too Far East Productions.
Ιστορικό Πλαίσιο: Από τον Μάρτιο του 1943 μέχρι τον Αύγουστο του ίδιου έτους εκτοπίστηκαν από τη Θεσσαλονίκη 50.000 Εβραίοι. Με 19 συνολικά τρένα μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς, στην Πολωνία, από όπου οι περισσότεροι δεν επέστρεψαν ποτέ. Το 96% της μεγαλύτερης εβραϊκής κοινότητας των Βαλκανίων εξολοθρεύθηκε την εποχή εκείνη. Μόλις το 4% γλίτωσαν από την θηριωδία των Ναζί. Τα σπίτια και τα υπάρχοντά τους δόθηκαν με απόφαση των αρχών σε μεσεγγυούχους, ενώ έπιπλα και μικροαντικείμενα κατέληξαν σε σπίτια και καταστήματα της πόλης.
Πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα (+) lecture performance του Πρόδρομου Τσινικόρη, που παρουσιάζει επί σκηνής τα αποτελέσματα της έρευνας που πραγματοποίησε η ομάδα του στην πόλη της Θεσσαλονίκης σχετικά με την εβραϊκή κοινότητα και το ολοκαύτωμα . Η έρευνα είναι προσανατολισμένη όχι τόσο στο ίδιο το ολοκαύτωμα, στο οποίο βέβαια γίνεται διαρκής αναφορά, όσο στον αντισημιτισμό που πάντοτε υπέβοσκε, στο πώς αντιμετώπισαν οι αρχές αλλά και οι πολίτες τις περιουσίες των ανθρώπων που χάθηκαν, στο αν σεβάστηκαν τελικά τη μνήμη τους… Φωτογραφίες, ηχογραφημένες μαρτυρίες, ντοκουμέντα από αρχεία της πόλης, αποσπάσματα από δύο πρόσφατα βιβλία(«Μεσεγγυούχοι και Δοσίλογοι» του Γιάννη Καρατζόγλου και «Εβραϊκές Περιουσίες» του Ανδρέα Μπουρούτη), βρίσκουν τη θέση τους στην εξαιρετική αυτή δουλειά που φέρνει στο φως πληροφορίες άγνωστες για τους περισσότερους από εμάς, στοιχεία «επιλεκτικά λησμονημένα» που προκαλούν αποτροπιασμό και ντροπή. Μια γενναία δουλειά, που χωρίς ενδοιασμούς αποκαλύπτει την σκληρή ιστορική αλήθεια και ξεμπροστιάζει την υποκρισία των υπευθύνων, των άμεσα και έμμεσα εμπλεκόμενων αλλά και των ηθικών αυτουργών των εγκλημάτων εις βάρος των Ελλήνων Εβραίων.
Ένα μεγάλο κομμάτι της έρευνας επικεντρώνεται στο θέμα της καταστροφής του εβραϊκού νεκροταφείου από τους Ναζί (του μεγαλύτερου της Ευρώπης με ιστορία από το 1500 περίπου μ.Χ), με τη συμμετοχή αντισημιτικών παραγόντων της πόλης.Το νεκροταφείο (στην ευρύτερη περιοχή που είναι σήμερα το ΑΠΘ), ισοπεδώθηκε ολοσχερώς και ο χώρος μετατράπηκε σε λατομείο μέσω του οποίου οι επιτύμβιες στήλες μετατράπηκαν σε οικοδομικά υλικά και χρησιμοποιήθηκαν σε ανακατασκευές γνωστών κτιρίων της πόλης, όπως του Ναού του Αγίου Δημητρίου, του πλακόστρωτου του Βασιλικού Θεάτρου ή για επιδιόρθωση πεζοδρομίων και, μαζί με κονιορτοποιημένα λείψανα εβραίων, για το μπάζωμα της παραλίας.
Σημαντική θέση στην αφήγηση έχει και η τύχη των ακινήτων των ανθρώπων που χάθηκαν στο ολοκαύτωμα. Περιουσίες που δόθηκαν σε μεσεγγυούχους – και τις οποίες τελικά οικειοποιήθηκαν, ενώ οι περισσότερες δεν επεστράφησαν ποτέ στους ιδιοκτήτες τους ή στους νόμιμους κληρονόμους τους. Η έρευνα της ομάδας άγγιξε και τον χώρο του θεάτρου και ανακάλυψε πως έπιπλα από σπίτια Εβραίων χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και από το Κρατικό Θέατρο της εποχής για τις ανάγκες των παραστάσεων. Πολλά από αυτά υπάρχουν ακόμα στις αποθήκες του ΚΘΒΕ.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Πρόδρομου Τσινικόρη, που εδώ και χρόνια ασχολείται με το είδος του θεάτρου – ντοκιμαντέρ, αγκάλιασε με επιτυχία το όλο εγχείρημα. Παρουσίασε με σαφή και εύληπτο τρόπο τα αποτελέσματα της ιστορικής έρευνας της ομάδας του, στήνοντας παράλληλα μια θεατρική παράσταση με ενδιαφέρον περιεχόμενο, με ζωντάνια, κίνηση, με ρυθμό και ουσία, αποφεύγοντας με επιδεξιότητα τα μειονεκτήματα μιας στείρας και μονότονης αφήγησης. Από την παράσταση δεν έλειπε το χιούμορ, αντιθέτως ο σκηνοθέτης το ενέταξε έξυπνα στις αφηγήσεις και παρά τη σοβαρότητα των θεμάτων διατήρησε μια ευχάριστη, αισιόδοξη ατμόσφαιρα, χωρίς ιδιαίτερες συναισθηματικές εντάσεις. Αξιοσημείωτος υπήρξε ο τρόπος που ενσωμάτωσε στην όλη παρουσίαση τις πιθανές αντιδράσεις και τα ηθικά διλήμματα του κοινού, τα οποία δραματοποίησε ως κόντρα μεταξύ του ιδίου και μιας ηθοποιού που δικαιολογούσε (λόγω της ένδειας της εποχής) όσους δέχτηκαν να οικειοποιηθούν τις περιουσίες των Εβραίων.
Εύστοχο και το τέλος της παράστασης, που κλείνει με τη δέσμευση του καλλιτεχνικού διευθυντή του ΚΘΒΕ, Αστέριου Πελτέκη, να τοποθετήσει στην είσοδο του Βασιλικού θεάτρου μια επιγραφή στην οποία θα μνημονεύεται ότι χρησιμοποιήθηκαν στο πλακόστρωτό του πλάκες από το εβραϊκό νεκροταφείο.
Το σκηνικό της Ελένης Στρούλια, αποτέλεσε μια ρεαλιστική απεικόνιση ενός χώρου έρευνας, με ένα μεγάλο τραπέζι γεμάτο βιβλία και χαρτιά και πλήθος σημειώσεων και φωτογραφιών στον πίσω τοίχο. Στη διάρκεια της παράστασης εμπλουτίστηκε με διάφορα εβραϊκά έπιπλα, από τις αποθήκες του ΚΘΒΕ, τα οποία οι θεατές είχαν τη δυνατότητα να περιεργαστούν στο τέλος, συνομιλώντας και με τους συντελεστές που παρέμειναν στην σκηνή. Βοηθητική υπήρξε και η βιντεοπροβολή του Χάρη Πεχλιβανίδη και της Ελένης Στρούλια, που συνόδευσε την αφήγηση.
Επί σκηνής ο ίδιος ο σκηνοθέτης, Πρόδρομος Τσινικόρης, ο οποίος ανέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης και δύο ηθοποιοί: η Αλεξάνδρα Χατζοπούλου-Σαΐας, εβραϊκής καταγωγής, η οποία μοιράστηκε με το κοινό ιστορίες από την οικογένεια της, από τον παππού της που γύρισε από το Άουσβιτς, αλλά και προσωπικά της βιώματα αντισημιτισμού και η Νατάσσα Δαλιάκα. Και οι τρεις τους απέδωσαν τους ρόλους τους με άνεση, εκφραστικότητα, καλή εκφορά του λόγου, με ένταση και πάθος όπου χρειαζόταν και μετέφεραν ικανοποιητικά την απορία, την αγανάκτηση, την πικρία, την ενοχή, την ντροπή των απλών ανθρώπων, μπροστά στον παραλογισμό, την αδιαφορία και την κακία της ανθρωπότητας.
Σημαντική η συμβολή στο όλο αποτέλεσμα και της μουσικής του Παναγιώτη Μανουηλίδη, ο οποίος βρισκόταν επί σκηνής σε όλη τη διάρκεια της παράστασης.
Συμπερασματικά (=) παρακολουθήσαμε μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα παράσταση, με αξιόλογους συντελεστές, προσεγμένη και δουλεμένη στη λεπτομέρεια. Ένα θεατρικό ντοκιμαντέρ που μας έθεσε ενώπιον των ευθυνών μας, ως πολίτες της Θεσσαλονίκης, αλλά και ως πολίτες του κόσμου, σχετικά με την στάση μας απέναντι σε αποτρόπαιες συμπεριφορές σε βάρος μειονοτήτων, ξυπνώντας αισθήματα ντροπής, ενοχής και προβληματισμού…
Βαθμολογία: 6,6/10