Από την Ντόρα Παπάζη.
.
“Come on, darlin’! Open the door! Mommyi s here!”
Η όχι και τόσο μικρή πια Λαμπρινή πάτησε το snooze στο ξυπνητήρι για 6η φορά, κοίταξε την οθόνη του κινητού της, για να τυφλωθεί από τη φωτεινότητα και να ξυπνήσει μια και καλή και μουρμούρισε μερικά «γαλλικά» για την τύχη της που έφερε ξανά τη μάνα της στην εξώπορτα να βαράει κουδούνια πρωί πρωί. Ανακάθισε στη διπλή της κρεβατάρα, χασμουρήθηκε, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, ως συνήθως και άνοιξε την πόρτα.
«Good mornin’, babe! Oh my god! Have you been crying?”
«Καλή μέρα και σε σένα, αφενός δάκρυσαν τα μάτια μου από συγκίνηση που μου κουβαλήθηκες πριν φέξει, αφετέρου επειδή χασμουριόμουν. Μπορείς να σταματήσεις να μου μιλάς αγγλικά, έχει 30 χρόνια που ήρθες στην Ελλάδα! Συν το ότι δεν καταλαβαίνω τον λόγο της επίσκεψής σου, εφόσον ήρθα εγώ χθες σε σένα.».
«Στη μανούλα δε μιλάνε έτσι, sweet heart. Ξημέρωσε 15 Δεκέμβρη, επίσης, οπότε σου έφερα το καθιερωμένο μας γκι, να το στολίσεις σπίτι σου, να δούμε και καμιά προκοπή επιτέλους. May 2020 be with you, babe.»
Η αγγλίδα μάνα άνοιξε μια σακούλα ΝΑ –με το συμπάθιο- και έβγαλε ένα αηδιαστικό γκι το οποίο και ευθύς αμέσως στόλισε στη μέση του σαλονιού. Που και να μην ήθελες να του δώσεις σημασία, δηλαδή, αυτό εκεί, υπήρχε να θυμίζει στην Λαμπρινή τις ηλίθιες ξένες παραδόσεις για φιλιά και ρομαντζάδες κάτω από την πρασινάδα. Στην Λαμπρινή που το μόνο που την ένοιαζε ήταν να διώξει τη μάνα της, να διορθώσει τα τεστ των μαθητών της και να συρθεί μέχρι το φροντιστήριο να κάνει τα τελευταία μαθήματα πριν τις γιορτές. Να κάνει την χαρούμενη που ήρθαν τα Χριστούγεννα φτιάχνοντας κάρτες με τα παιδάκια και κερνώντας τα μελομακάρονα. Να σημειωθεί ότι είχε και αλλεργία στο καρύδι.
Η Λαμπρινή, που τη βάφτισαν έτσι γιατί γεννήθηκε μετά την Ανάσταση σε ένα αρκαδικό χωριό, ήταν κοπέλα όμορφη και ευτραφής ολίγον τι άχαρη μωρέ, αλλά με καρδιά χρυσή. Τα αδελφάκια της από μικρή την φώναζαν Σκρούτζαινα, γιατί δε χώνευε τα Χριστούγεννα, εκτός από τους ρηχούς άντρες, το σπανακόρυζο και τη νέα γυναίκα του πατέρα της. Στα 33 της, λοιπόν, είχε συμβιβαστεί με ένα στενό κύκλο φίλων, μια σταθερή δουλειά ως αγγλικού σε φροντιστήριο και μια συνδρομή στο Netflix για τις δύσκολες στιγμές.
«Με βάζεις στη διαδικασία να επαναλαμβάνομαι κάθε χρόνο και κατάντησα πια γραφική. Δε μας σώζει το γκι, κυρά- Έιμι και οι περίεργες παγανιστικές σου ελπίδες, για να σου φέρω γαμπρό. Δεν θέλω μπελάδες στο κεφάλι μου. Άντε τώρα God bless you και τα ξαναλέμε εν καιρώ!»
.

.
Και έδιωξε την mommy η Σκρούτζαινα και απέμεινε να κοιτά νευριασμένη το γκι πίνοντας τον πρωινό της καφέ. Όσο το κοιτούσε το μυαλό της έτρεχε και η ανασκόπηση στις γιορτές του παρελθόντος στάθηκε αναπόφευκτη. Ανέσυρε στη μνήμη της τον Φώτη, τον καταχωνιασμένο στο νεανικό της παρελθόν τύπο που την έσερνε για τρία χρόνια στα σαλέ της Αράχοβας, για να ζουν τον έρωτά τους κάθε Χριστούγεννα. Τρία χρόνια τη γέμιζε δωράκια και της έταζε άστρα λαμπερά και νύχτες βαθιά μπλε, ώσπου το νέο μελαχρινό πουλέν της ΟΝΝΕΔ τον συντάραξε τόσο, ώστε να πάψει τις εκδρομές στην Αράχοβα με την Λαμπρινή και να την αφήσει σύξυλη με το πτυχίο και το δαχτυλίδι στο δάχτυλο να τον περιμένει κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο στην Αριστοτέλους. Η αντίδραση της ήταν άμεση και οι αποφάσεις της οριστικές και αμετάκλητες. Αφού άκουσε το «Για να σε εκδικηθώ» πάνω από 100 φορές εκείνα τα Χριστούγεννα και πέταξε ενθύμια και δώρα, όπως την παρότρυνε ο Παπαδόπουλος, ψήφισε στις επόμενες εκλογές την Παπαρήγα και κλείστηκε στον εαυτό της.
Μόνη της. «ΜΟΝΗ ΤΗΣ» με κεφαλαία έλεγαν οι φίλες και η μάνα της και ανησυχούσαν που δεν βρήκε ποτέ ξανά «κάποιον για να ταιριάξει». Και σάμπως τι ήταν για να ταιριάξει; Αριστερή κάλτσα που χωρίς τη δεξιά δε φέρει καμιά απολύτως χρησιμότητα; Μαζεύοντας τα θραυσμένα αισθήματά της για τον Φώτη συνειδητοποιούσε διάφορα περίεργα πράγματα για τον εαυτό της με αποκορύφωμα το ότι είχε εμμονή να κοιμάται στην αριστερή πλευρά του διπλού της κρεβατιού, ξαπλωμένη πάντα με την αριστερή πλευρά του σώματός της. Την ενοχλούσε ο ήχος της καρδιάς της. Τίποτα δεν είναι τυχαίο τελικά.
Το απόγευμα πήγε στο φροντιστήριο, είχε μάθημα με την B junior. Υπό τους ήχους του Michael Bublé έφτιαξαν κάρτες με ευχές για τους γονείς, έσπασαν την πινιάτα Mr. Frosty και ευχήθηκαν καλές γιορτές. Ο Γιωργάκης πλησίασε την κυρία του και με διεσταλμένα από αγνότητα ματάκια ρώτησε την Λαμπρινή: «Miss, εσείς πού θα πάτε με τον άντρα και τα παιδάκια σας;». Η Λαμπρινή αναβόσβησε σαν την κιτσαρία τα λαμπάκια του δέντρου. «Δεν έχω ούτε το ένα ούτε το άλλο. Καλά να περάσεις, Γιωργάκη και μην ξεχάσεις το τεστ στον Simple Present, όταν γυρίσουμε!».
Γυρνώντας σπίτι αναγκαστικά διέσχιζε την Αριστοτέλους . Με τόσα φώτα και κόσμο και διάχυτη χριστουγεννιάτικη ευφορία την έπιασε στηθάγχη. Τα μέλη της σταδιακά πάγωναν και δεν ήξερε αν ήταν ψυχολογικό τελικά το θέμα ή αν έφταιγε η υγρασία της Θεσσαλονίκης. Έξω από το σπιτάκι των ξωτικών άρχισε να ζαλίζεται, οι παιδικές φωνές και οι πλανόδιοι που πουλούσαν μαλλί της γριάς ακούγονταν σα βόμβος στα αυτιά της, ώσπου όλα σκοτείνιασαν… Είχε λιποθυμήσει στα πλακάκια που προηγουμένως έτρωγαν ψωμί τα περιστέρια…
Συνεχίζεται…
Φωτογραφικό υλικό