Η θεία Φούλα ρούφηξε φιλήδονα μια γουλιά ελληνικό καφέ και ξανάπιασε το βελονάκι αναστενάζοντας. «Να ήμουν εγώ νέα και υπαλληλίνα στα υπουργεία να σε γνώριζα παλικάρι μου να έλεγα δόξα σοι θεέ μου… Που πήγες και μου κρύφτηκες μ’ αυτόν τον φερετζέ και χάσαμε την ομορφιά του σερνικού του αληθινού», μουρμούρισε κοιτώντας μέσα από τα πρεσβυωπικά γυαλιά της τον Νίκο Χαρδαλιά στο διάγγελμα των έξι. Μπορεί η πείρα της να αφορούσε αποκλειστικά σε οικοκυρικές εργασίες, αλλά το ωραίο ήξερε να το εκτιμά ακόμη και όταν επρόκειτο για το άλλο φύλο. Μονολογούσε, λοιπόν, όταν στο σαλονάκι της όρμηξαν με μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό η ωραιοτάτη νεαρά Πέλη μετά του λαμπραντόρ της, Βαβάβ.
«Πάλι τον θεό σου χαζεύεις;», είπε στην θεία της και τάισε τον Βαβάβ τα δυο τρία κουλούρια που συνόδευαν τον ελληνικό της θείας. «Κάνε πιο κει στον καναπέ να χαζέψουμε παρέα», της είπε με την θεία Φούλα να μη σείεται από τη θέση της. «Πελαγία, αποστάσεις. Ξέρει ο Χαρδαλιάς και εγώ τον ακούω. Για πού θα αριβάρεις;». «Σε ένα ταβερνάκι στην Περαία τώρα που έχει καλό καιρό ακόμη και για λίγο. Ίσα να γιορτάσουμε το πτυχίο της Μαρίας με δυο καράφες και σπίτια μας. Μας μπουντρουμιάζει ο κούκλος σου στις δώδεκα και κάτι ερωτευμένες σαν εσένα χτυπάνε παλαμάκια», είπε η Πέλη γελώντας και ετοιμάστηκε να φύγει. «Θα σου αφήσω τον Βαβάβ και θα έρθω να τον πάρω αύριο, εντάξει;», αγκάλιασε απαλά τη θεία από τους ώμους και η Φούλα χαμογέλασε. Η Πέλη ήταν πάντα σε έναν δικό της συναρπαστικό κόσμο, όπου το γέλιο και η καλοπέραση περίσσευαν, ήταν η αγαπημένη της ανηψιά και δεν μπορούσε να της αντισταθεί σε ό,τι και αν ζητούσε.
Λίγο αργότερα η Πέλη διηγούνταν ενδελεχώς τις αυγουστιάτικες περιπέτειές της στις φίλες της πίνοντας ούζο και κάνοντας τις αναγκαίες παύσεις για τηγανητές πατάτες. Λίγο πιο πέρα ακουμπισμένος στον τοίχο του τσιπουράδικου την χάζευε ο Κώστας, ο οποίος ένιωσε την ανάγκη να κάνει τσιγάρο μετά από δύο χρόνια και υποχρεώθηκε στο άλλο γκαρσόνι με την τράκα που έκανε. Όσο το δεξί του πόδι ανεβοκατέβαινε νευρικά στο βρώμικο πλακάκι του πεζοδρομίου, το βλέμμα του παρέμενε προσηλωμένο πάνω της. Ήταν χλωμή και ας βρισκόμασταν στο μεταίχμιο καλοκαιριού- φθινοπώρου και τα μαλλιά της τα έπαιρνε το σιγανό αεράκι και τα ανάγκαζε σε αλλόκοτους σχηματισμούς, κορόνες πάνω από το κεφάλι της, κεραίες στους κροτάφους και οι τούφες επάνω στα χείλη της την ενοχλούσαν και τις έσπρωχνε με τα δάχτυλα, ώστε να πίνει το ούζο με ευκολία.
Ο Κώστας είχε τελειώσει το μαθηματικό εδώ και χρόνια και δούλευε τα καλοκαίρια στην Περαία, για να στηρίξει το μεταπτυχιακό του. Δεν μάντευε πως τις τελευταίες μέρες εργασίας του θα τις σημάδευε η παρουσία της Πέλης στο μαγαζί και πως τα νέα μέτρα του ντουέτου Τσιόδρα- Χαρδαλιά θα τον έφερναν στο σημείο να παλέψει, ώστε να ξεπεράσει τη φυσική του συστολή. Είχε τελειώσει το τσιγάρο του χαζεύοντάς την, βοήθησε τους υπόλοιπους να μαζέψουν την κουζίνα και με έναν κόμπο να φράζει τον λαιμό του κοίταξε το κινητό να δει την ώρα. 23.15. Αμέριμνες η όμορφη και οι φίλες της έτσουζαν το καραφάκι νούμερο τέσσερα. Είχε λίγο χρόνο ακόμη μπροστά του, άλλωστε έπρεπε σιγά σιγά να συγυρίσει και το εσωτερικό του μαγαζιού. 23.30. Του ζήτησαν να κλείσει την μουσική που ούτως ή άλλως την σκέπαζαν τα γέλια των κοριτσιών που ήταν από τα τελευταία γεμάτα τραπέζια πριν λήξει η βραδιά. 23.35. Με την άκρη του ματιού του είδε τον Άντι να κατευθύνεται προς το τραπέζι τους για τον λογαριασμό και πριν προλάβει να αντιδράσει, ο Άντι είχε ήδη φτάσει και τα κορίτσια έψαχναν τα πορτοφόλια τους. Ο αέρας φύσηξε παράξενα δροσερός για την εποχή και σήκωσε αφρικανική σκόνη, την κατακαθισμένη στους χαμηλούς θάμνους και στις ομπρέλες της παραλίας που σε λίγο καιρό θα τις καταχώνιαζαν ξανά στις αποθήκες, να περιμένουν το επόμενο καλοκαίρι. Ο Κώστας ήξερε ότι έπρεπε να ξεκολλήσει την πλάτη του από τον τοίχο και το δεξί νευρικό του πόδι δεν έπρεπε να τον προδώσει, όφειλε να κάνει ένα βήμα και να ακολουθήσει μετά το αριστερό και πειθαρχημένα, αποφασιστικά να τον οδηγήσουν στο τραπέζι της Πέλης.

Έπειτα; Τι να πει έπειτα; Ένιωθε στεγνή τη στοματική του κοιλότητα, η γλώσσα του φώλιαζε άκαμπτη εκεί και δεν σάλευε, ώστε να αρθρώσει λόγο. Δεν την βοηθούσε βεβαίως και το μυαλό, που ενώ πάντα έκαιγε τις μηχανές με πράξεις μαθηματικές, θεωρήματα και ερευνητικές αναζητήσεις, έμοιαζε τώρα παραδόξως στείρο ιδεών. Φύσει αποφασιστικός δεν ήταν και είχε βρει την ευκολία να αφήνει τον πρώτο και τελευταίο λόγο στους άλλους, για να έχει πάντα το κεφάλι του ήσυχο, να μην τον βαραίνει καμία ευθύνη και αναπόσπαστος να ασχολείται μόνον με την ευθύνη των τετραγώνων, των ριζών και των διανυσμάτων. Αλλά τούτη τη φορά γνώριζε με μαθηματική ακρίβεια πως αν άφηνε το ρολόι να χτυπήσει δώδεκα θα την είχε ήδη χάσει. Την ευκαιρία του δηλαδή και κατ’ επέκταση ίσως και την Πέλη –που φανταζόταν να την λένε Αντιγόνη, το «Πελαγία» δεν είναι και το πιο όμορφο όνομα στον κόσμο.
23:40. Τα πορτοφόλια τα είχαν τακτοποιήσει στις τσάντες τους και τσούγκριζαν για τις τελευταίες σταγόνες τα ποτήρια τους. Ο Κώστας πόνταρε στο να ενεργοποιηθούν τα πρόσκαιρα, εξαιτίας δειλίας, παράλυτα πόδια του και να πλησιάσει την παρέα.
23:42. Αποδέχτηκε ότι ήταν μάταιο να σκέφτεται σενάρια όπου αγκαλιάζει την όμορφη κάτω από έναστρους ουρανούς, όταν πια η παρέα σηκώθηκε, καληνύχτισε τον Άντι και τα λοιπά γκαρσόνια και ξεκίνησε να βαδίζει προς το πάρκινγκ. Στην αντίθετη δηλαδή κατεύθυνση από αυτήν που βρισκόταν αυτός.
23:45. Ο Άντι του έδωσε την σκούπα. «Μαζεύεις τα σάλια σου και μετά μαζεύεις και τα ψίχουλα μπροστά στην είσοδο, αδελφέ. Ωραία κορίτσια όμως», είπε και χασκογέλασε κλείνοντάς του πονηρά το μάτι. «Ωπ! Τι ξέχασε αυτήν και γυρνάει;», ο Άντι τον σκούντηξε και η σκούπα έπεσε από τα χέρια του Κώστα, όταν είδε την Αντιγόνη –που είπαμε η Πέλη είναι με το φανταστικό όνομα που της έδωσε ο Κώστας- να κατευθύνεται προς το μέρος τους.
23:50. Η Πέλη πλησίασε τον Κώστα με διακριτικά οκταράκια πάνω στις φαρδιές πλάκες μπροστά από την ταβέρνα. Τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει μάλλον από το ούζο και όχι από ντροπή, όπως του Κώστα που έχασκε με πεταμένη την σκούπα μπροστά του. «Συγγνώμη που ενοχλώ, αλλά ο φίλος σου εδώ», τσίριξε η Πέλη παραπάνω χαρούμενη από το κανονικό δείχνοντας τον Άντι, «με ενημέρωσε ότι κάνεις μεταπτυχιακό στα μαθηματικά και εγώ είμαι στο πολυτεχνείο και νομίζω ότι χρειάζομαι μια μικρή, μικρούτσικη δηλαδή βοήθεια, για να περάσω Μαθηματικά ΙΙ, το χρωστάω από το πρώτο, μου στερεί και αυτό το πτυχίο και βλέπω την θεία Φούλα να μου κάνει έξωση, αν καθυστερήσω και άλλο», είπε με τον ίδιο τρόπο που έπινε προηγουμένως το ούζο. Μονοκοπανιά. Το χικ της στο τέλος του λόγου ήταν αναπόφευκτο και αρκετό, για να κάνει τον Κώστα να χαμογελάσει. «Συγγνώμη γι’ αυτό, ήπια αρκετά γιατί ορκίστηκαν οι άλλες και σκέφτηκα ότι ήρθε και εμένα η ώρα μου και θεέ μου τι θα κάνω πια με τα Μαθηματικά ΙΙ. Μήπως μπορείς να βοηθήσεις;», η Πέλη χασκογελούσε και αναζητούσε βοήθεια και ο Κώστας σκεφτόταν ότι είχε πάει δώδεκα, έπρεπε να κλείσουν, αλλά αυτό ήταν το πιο καλό κλείσιμο που είχε πετύχει στη ζωή του.
00.20. Η αστυνομία δεν ήρθε να κάνει έλεγχο εκείνο το βράδυ και ευτυχώς δηλαδή, γιατί μπορεί να έβρισκε το μαγαζί με φώτα ανοιχτά και τραπέζια ασυμμάζευτα μέχρι τις και είκοσι που η Πέλη μιλούσε με τον Κώστα. Της κέρασε νεράκι να μην του αφυδατωθεί και έκατσαν μαζί στην παραλία παρατώντας τον Άντι και τους άλλους να κάνουν τις δουλειές. Την επομένη θα ξεκινούσαν μαθήματα. Η καλή τύχη του Κώστα και το χρωστούμενο της Πέλης τους γλίτωσαν απ’ το να γίνουν κολοκύθες, να μην ξαναβρεθούν ποτέ.
.

Φωτογραφικό υλικό