.
«Kαι πώς μπορώ να σ’ αρνηθώ; Kι α’ θέλω, δε μ’ αφήνει τούτ’ η καρδιά που εσύ’βαλες σ’ τσ’ Aγάπης το καμίνι…
Κάλλια `χω σε με θάνατο παρ’ άλλη με ζωή μου
Γιά σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου».
Αυτοί είναι ένα ελάχιστο δείγμα από ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους σε Κρητική διάλεκτο, όπως ακριβώς μας τους παρουσίασε με το λιμπρέτο του ο Δημήτρης Μαραμής. Στην εποχή του snapchat και του sexting, πλάκα κάνεις έτσι; Ποιους και τι ηλικίες μπορεί να αφορούν, πόσο μάλλον να συγκινούν;
Πλάκα πλάκα όμως, το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης ήταν κατάμεστο για τρίτη (και δυστυχώς τελευταία) βραδιά την περασμένη Κυριακή, με ένα θεαματικό ηλικιακό εύρος. Μπορούσε άνετα να κάθεται ο παππούς δίπλα στο εγγόνι του λέγοντας «έτσι ερωτευόμασταν εμείς στην εποχή μου!», ενώ αυτό έκανε κοινοποίηση στα social media «αισθάνεται “ερωτευμένος” στην περιοχή Μέγαρο Μουσικής».
Ο λόγος βέβαια γίνεται για το έργο του Βιτσέντζου Κορνάρου, Ερωτόκριτος. Η υπόθεση έχει ως εξής: Τη βασιλοπούλα, Αρετούσα, ερωτεύεται ο άσημος Ερωτόκριτος. Ανήμπορος να φανερώσει τον έρωτά του, πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της τα βράδια και της τραγουδά, κάτι που κάνει και την κοπέλα να ερωτευτεί τον άγνωστο τραγουδιστή. Ο Ερωτόκριτος αναγκάζεται να φύγει από τη χώρα για να κρυφτεί, αφού έχει σκοτώσει τους στρατιώτες που του είχαν στήσει ενέδρα. Η Αρετούσα σε τυχαία επίσκεψη στο σπίτι του, ανακαλύπτει την ταυτότητά του όταν βρίσκει τα τραγούδια που της είχε γράψει. Επιστρέφοντας ο Ερωτόκριτος συναντά επιτέλους την αγαπημένη του, αποφασίζει να τη «ζητήσει» από τον μπαμπά, αυτός θυμώνει, και πριν φύγει εξόριστος οι δυο νέοι αρραβωνιάζονται. Η Αρετούσα αρνείται τα προξενιά που της κάνουν και ο μπαμπάς τη φυλακίζει μαζί με την παραμάνα της. Έπειτα από χρόνια ο Ερωτόκριτος επιστρέφει μεταμφιεσμένος και σώζει τη ζωή του βασιλιά σε μάχη. Αυτός για να τον ευχαριστήσει του προτείνει να γίνει γαμπρός του. Η Αρετούσα πιστή στον αρραβώνα της αρνείται και μετά από δοκιμασίες ο νέος αποκαλύπτεται και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Πίσω στην παράσταση, ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Ρήγος, παρουσιάζει τους νέους με σύγχρονο νεανικό ντύσιμο, σκισμένα τζιν, φούτερ με κουκούλες, αρβύλες, χρήστες της τεχνολογίας με laptop και ακουστικά, αλλά χωρίς social media. Σε video wall προβάλλονται κάποιες πληροφορίες σχετικά με την πλοκή όποτε χρειάζεται και κάποια close ups στους πρωταγωνιστές προσδίδοντας ένταση στα συναισθήματα. Η εμφάνιση της Νένας από την άλλη δικαιολογημένα έχει κάτι πιο παλιομοδίτικο και συντηρητικό, ενώ με του Βασιλιά διακωμωδεί κάποιες φορές την έννοια της «εξουσίας», όπως όταν βγαίνει με σορτσάκι και ρακέτα του τένις.
Η επιλογή των πρωταγωνιστών έδωσε όλη αυτή τη νεανική φρεσκάδα που έχουν οι νέοι της ιστορίας. Η Μαρίνα Σάττι είναι το allegro κορίτσι με το πάθος και τη φρεσκάδα που είχε η 14χρονη Αρετούσα. Ομοίως και τα αγόρια του έργου, ο Θοδωρής Βουτσικάκης, ως Ερωτόκριτος και ο Γκοτιέ Βελισσάρης, ως Πολύδωρος, επίσης δύο ταλαντούχοι νέοι με εξαιρετικές φωνές. Σε μια άλλη κατηγορία, αυτή της όπερας, ανήκουν και δημιουργούν την ανάλογη ατμόσφαιρα, η μεσόφωνος Ιωάννα Φόρτη, Νένα, και ο βαρύτονος Κωστής Μαυρογένης, που ως Ρήγας επιβάλλεται αμέσως μ’αυτή τη φωνή.
«Εν αρχήν ην ο λόγος», οι στίχοι του Κορνάρου, ο οποίος αν ζούσε στην κοινωνία του Σαίξπηρ και με το «μάρκετινγκ» της εποχής, θα άφηνε το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» να αραχνιάζει σε κάποιο συρτάρι. Οι λέξεις δημιουργούν εικόνες και νοήματα που συγκινούν και τους λιγότερο ευαίσθητους, κρύβουν μουσικότητα που κάθονται σαν νότες στο πεντάγραμμο. Ο Μαραμής «ένιωσε» το κείμενο και απέδωσε τη διαχρονικότητά του προσαρμόζοντάς το αβίαστα στη σύγχρονη εποχή. Σε ρυθμό τζαζ ο Ρωτόκριτος εκφράζει τον έρωτά του, με μπλουζ η Αρετούσα δηλώνει τον πόθο της, με ατμόσφαιρα καμπαρέ η Νένα αποδίδει τις οδύνες του έρωτα.
Χορευτικές και υποκριτικές απαιτήσεις στην παράσταση δεν υπήρχαν, ο λόγος και η μουσική έφταναν με εξαιρετική μαεστρία σε συναισθηματική κορύφωση, κάνοντας μας να ανατριχιάσουμε, να συγκινηθούμε. Ναι με στίχους όπως: «Kι α’ δε θελήσει η Mοίρα μας να σμίξομεν ομάδι, η ψη σου ας έρθει να με βρει χαιράμενη στον Άδη. Πάντα σε θέλω καρτερεί, ζώντας, κι αποθαμένη, γιατί μιά Aγάπη μπιστική στα κόκκαλα απομένει.» Ναι με ένα κλασικό ελληνικό κείμενο, δημιουργήθηκε ένα ελληνικό μιούζικαλ υψηλής αισθητικής σε μια εποχή που ο τίτλος του κειμένου θα μπορούσε να είναι «Έρωτας στα χρόνια της κρίσης (οικονομικής και πολιτισμικής)». Και φυσικά το κοινό το καταχάρηκε, το απόλαυσε και το έδειξε με πάθος στο χειροκρότημα με ζητωκραυγές. Και αν μπορούσαμε, θα φωνάζαμε «κι άλλο, κι άλλο!». Και το οξύμωρο είναι ότι μπορεί σήμερα να μην ερωτεύονται έτσι, όπως λέγαμε παραπάνω, αλλά θα κοινοποιούσα ευχαρίστως «νιώθει “συγκλονισμένη” στην περιοχή Μέγαρο Μουσικής»…
Φωτογραφικό υλικό