Από τον Μανώλη Ιωαννίδη.
Έχουμε κάπως μιλήσει για τη Synthwave σκηνή σε προηγούμενη συνεδρία. Γιατί να μη μιλήσουμε και για έναν καλλιτέχνη που δε συγκαταλέγεται στα ιερά τέρατα της σκηνής; Καλά, μία τέτοια σκηνή είναι γεγονός θα ήταν δύσκολο να έχει ιερά τέρατα, αν αναλογιστούμε ότι είναι μια υποκουλτούρα που τα πάντα είναι αποκεντρωμένα και κυριολεκτικά ένα κλικ μακριά. Ας είναι.
Ο θαυμασμός παύλα σεβασμός (μου αλλά όχι μόνο) για τον Hollywood Burns έχει να κάνει με το που κατεύθυνε το όλο πακέτο Sytnhwave/Darkwave. Υπάρχουν δεκάδες κομμάτια, που θεωρώ ότι καθιστούν το είδος θησαυρό αλλά λίγο πολύ αντλούν απ’ την ίδια συνταγή. Την εκτελούν τέλεια αλλά έχουν αυτή την αίσθηση του γνώριμου. Υπάρχει όμως και ο Hollywood Burns που έγραψε τη δική του συνταγή κι είναι μια απόκοσμη, ξέφρενη συνταγή που λίγο δύσκολο να πάει για επανάχρηση.
Το άλμπουμ Invaders λοιπόν βγήκε το 2018 όταν το είδος θεωρείτο (εκ των έσω) ότι έπνεε τα λοίσθια. Η μεγάλη έκρηξη είχε γίνει μέχρι τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας και πια τα πράγματα φαίνονταν να βασίζονται στα περασμένα μεγαλεία και την μίμησή τους. Κι έρχεται αυτό το άλμπουμ σαν κεραυνός από την Κόλαση και τα κάνει όλα συνονθύλευμα. Μπα, έτσι ήθελα να το πω… Πάνω από 95.000 προβολές δεν έχει στα Youtubes και φαίνεται να χάθηκε στο λαβύρινθο της δωρεάν παρεχόμενης online μουσικής αλλά και σε κορεσμένα ώτα. Και μου ‘ρχεται στο μυαλό αυτό που είχαν πει κάποτε για ένα άλλο άλμπουμ που δεν είχε πουλήσει καλά: (μπορεί να μην πούλησε «καλά» αλλά) όλοι όσοι αγόρασαν το άλμπουμ ξεκίνησαν τη δική τους μπάντα…
ΦΩΤΟ 2

(από το facebook του Hollywood Burns)
Νομίζω αν θέλουμε να μιλάμε για πρωτοτυπία και καινοτομία ένα καλό κριτήριο είναι η αδυναμία να κατατάξουμε αυτό που έχουμε μπροστά μας. Όταν το υπάρχον λεξιλόγιο μοιάζει απαρχαιωμένο και άκυρο και αυτό που στέκεται μπροστά μας, μας αναγκάζει ή να τροποποιήσουμε το υπάρχον γνωστικό μας σχήμα ή να το απορρίψουμε. Αυτό ακριβώς θεωρώ ότι συμβαίνει και με αυτό το άλμπουμ. Γιατί είναι τόσο κοντά στην κλασική μουσική, μ’ έναν ξεκάθαρο τρόπο στην προσέγγιση και τη δομή. Είναι metal με ακόμη πιο πασιφανή τα στοιχεία των ταχύτατων κιθαριστικών riff και arpeggio. Και είναι και ποπ γιατί δε χάνει το στόχο του (κατ’ εμέ) προσπαθώντας να παραστήσει τον μουσικό επιδειξία αλλά έχοντας πάντα τη μελωδία ως πρωταγωνιστή. Πρόκειται εν ολίγοις για ένα soundtrack που αντλεί από διαφορετικές πηγές για να εκβάλλει με ανελέητο στιλ κι αισθητική σε μια πρωτόγνωρη ηχητική θάλασσα.
Η δομή του άλμπουμ παραπέμπει σε soundtrack ταινίας επιστημονικής φαντασίας/τρόμου απ’ το μέλλον. Απ’ την εισαγωγή με το “Opening Titles” καταλαβαίνουμε που πατάμε το πόδι μας. Και αρχίζει η περιήγηση.
Κομμάτια όπως το “Black Saucers” λειτουργούν σαν απόδειξη ότι η ομορφιά του άλμπουμ είναι τόσο πολύπλευρη που θα μπορούσε να σταθεί ως ένα εξαιρετικό ορχηστρικό metal κομμάτι όσο κι ως μουσική επένδυση σε μία σκηνή καταδίωξης. Αυτό το saw/organ, σε στοιχειώνει ένα πράμα… Κάθε νότα και πιο βαθιά στο τρέξιμο.
Το “Scherzo No. 5 in Death Minor” ξεδιπλώνει εξαίρετα τη μαεστρία του Hollywood Burns σε όλους τους τομείς της δημιουργίας. Από την ενορχήστρωση και τη σύνθεση μέχρι τη μείξη όλων αυτών των ήχων σε μια συνεκτική εμπειρία. Οι μουσικές ιδέες μπαινοβγαίνουν, συνδιαλέγονται κι όλα αυτά ενώ η επιτακτικότητα και το επείγον του ήχου είναι δύσκολο να αφήσουν κάποιον που πραγματικά ψάχνει για το καινούργιο, ανικανοποίητο. Κι ενέργεια να αναβλύζει από κάθε δευτερόλεπτο- μέσα απ’ τα αλλόφρονα έγχορδα, μέσα από τα vintage πλήκτρα, μέσα απ’ το ψηφιακό theremin…
ΦΩΤΟ 3

(από το facebook του Hollywood Burns)
Στο “Carnal Encounters of the Third Kind” το τέμπο κατεβαίνει λίγο, χωρίς να χάνεται στο ελάχιστο ο δυναμισμός. Η ηρεμία πριν την κλιμάκωση και ο χορός ανάμεσα στα έγχορδα και τα saw με τις κιθάρες που επιτίθενται ανά πάση στιγμή παρουσιάζουν άλλη μια δυνατή στιγμή του άλμπουμ.
Στο “Girls with Guns” έχουμε ξανά επιθετικές κιθάρες, χωρίς να χάνουν καθόλου τη μελωδικότητά τους. Μιλάω για τέτοια τραγούδια όταν εννοώ για μια αδάμαστη έκφραση που βρίσκει ανταπόκριση. Τέτοια τραγούδια που μπορούν κάλλιστα να παιχτούν σ’ ένα μικρό κλαμπάκι και να γίνεται της τρελής ή σε μία τεράστια αίθουσα με μια συμφωνική ορχήστρα. “L’era delle Ceneri” και μου έρχεται στο μυαλό ότι θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει αυτό το είδος horror pop. Πιασάρικες όσο και παιχνιδιάρικα στοιχειωμένες είναι οι μελωδίες, γιατί αν το παράκανε ο Burns με το horror στοιχείο τουλάχιστον εμένα θα μ’ έχανε (λίγο).
“Bazaar of the Damned” για πιο ανατολίτικο τρόμο. Το επικό φυσικά είναι αδύνατο να απουσιάζει έστω και από ένα τραγούδι. Αυτή η μουσική προσέγγιση προϋποθέτει ικανότητα στο να επιβάλλει την ατμόσφαιρα του σκοτεινού της κόσμου, να μην αφήνει περιθώρια για σκέψη πέρα απ’ την απόλυτη εμβύθιση στο σύμπαν του δημιουργού. Κατά την όχι και τόσο ταπεινή μου άποψη, ο Hollywood Burns μάλλον την έχει στο τσεπάκι του αυτή την ικανότητα.
«Came to Annihilate» έπεται και μας λένε οι εξωγαλαξιακοί μας κατακτητές γιατί τέλος πάντων ήρθαν στο αχούρι μας. Στο προτελευταίο τραγούδι, “Revenge of the Black Saucers” έχουμε ακόμη μια έκρηξη αδρεναλίνης γιατί απλούστατα η βενζίνη δεν έχει αδειάσει.
ΦΩΤΟ 4

(από darkscene.org)
Κλείνουμε με το “Survivors”, το μοναδικό κομμάτι του άλμπουμ με φωνητικά. Πιο dance διαθέσεις, χωρίς να χάνεται το στίγμα του ήχου. Υπάρχει ένα κενό, πιστεύω, ανάμεσα στο υπόλοιπα τραγούδια κι αυτό αλλά ας είναι.
Υπάρχουν και ως μπόνους οι Τίτλοι Τέλους (“Closing”), για να μας υπενθυμίσουν ότι βρισκόμασταν σ’ ένα ταξίδι που μόλις τελείωσε. Είναι λες και ακούγονται όλα τα τραγούδια απ’ την αρχή καθώς περνάνε τα ονόματα των συντελεστών αυτής της ταινίας που ποτέ δε δημιουργήθηκε. Εξαιρετικά ταιριαστό τέλος, κατ’ εμέ.
Με αγαπημένο συνθέτη τον John Williams λοιπόν, ο Hollywood Burns έστρεψε τη ματιά του σ’ έναν διαφορετικό ήχο πλασμένο από τόσο ετερόκλητες και προσωπικές επιρροές που νομίζω γι’ αυτό τον λόγο μπόρεσε να δημιουργήσει κάτι τόσο δικαιολογημένα πολυσυλλεκτικό. Ήχοι με αναφορά το ’80, από βιντεοπαιχνίδια και ταινίες, μία προσέγγιση με στοιχεία κλασσικής μουσικής αλλά σε βαρύ, επιθετικό ροκ, χωρίς να χάνει την αυθεντικότητα και τα θέλγητρα ούτε του ενός ούτε του άλλου.
Πρόκειται για ένα άλμπουμ που δε νομίζω να βγάλει λεφτά στον Hollywood Burns. Αν και θα μπορούσε να είναι εμπορικότατο υπό τις κατάλληλες συνθήκες, μένει να στέκεται (θέλω να πιστεύω) περήφανο σε κάποια από τις άπειρες γωνιές του Ίντερνετ. Μα, δεν πειράζει. Κι απ’ αυτές τις γωνιές θα γεννηθούν τα ερεθίσματα, οι ιδέες και οι κόσμοι καλλιτεχνών που θα προτείνουν νέους κόσμους για εξερεύνηση.
ΦΩΤΟ 5

(εξώφυλλο άλμπουμ)
Φωτογραφικό υλικό