Οι συνεντεύξεις μας
Είναι ηθοποιός, σκηνοθέτης και σκηνογράφος. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Θεατρικών Σπουδών), της Δραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών, του τμήματος Digital Film Making & Film Acting της New York Film Academy στη Νέα Υόρκη. Εργάζεται επαγγελματικά στο θέατρο ως ηθοποιός και ως σκηνοθέτης από το 2000. Μεταξύ άλλων έχει συνεργαστεί, και με τις δυο ιδιότητες, με τα θέατρα Θησείον, Κ. Βασιλάκου, Εμπρός, Παλλάς, Χώρα, Θεσσαλικό, με το Μέγαρο Μουσικής, το Φεστιβάλ Αθηνών κ.ά. Στο σινεμά πρωταγωνίστησε στην πολυβραβευμένη ταινία «Γαλάζιο Φόρεμα». Τα τελευταία χρόνια, εκτός των άλλων, διδάσκει σε δραματικές σχολές, οργανώνει ανά περιόδους σεμινάρια, ενώ εκπροσώπησε τη χώρα μας στο 30o Fadjr, το διεθνές φεστιβάλ θεάτρου του Ιράν στην Τεχεράνη με το σεμινάριο «Body and Shadow».
Και έρχεται στη Θεσσαλονίκη με τρεις συγκλονιστικές παραστάσεις. Την παράσταση «Ψηλά απ’ τη Γέφυρα» με τον Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη και την Ιωάννα Παππά, που ξεπέρασε τους 45.000 θεατές, την παράσταση «Κατερίνα»με τη Λένα Παπαληγούρα, που ξεπέρασε τους 75.000 θεατές και τον «Αίαντα», μια παράσταση εικαστική, με τον Μιχάλη Σαράντη να ερμηνεύει συγκλονιστικά και τους εννιά ρόλους της τραγωδίας.
Συνέντευξη του ηθοποιού, σκηνοθέτη και σκηνογράφου Γιώργου Νανούρη στην Ελπίδα Παπαδανιήλ για την Κουλτουρόσουπα.
Ε.Π.: Τρεις παραστάσεις δικές σας έρχονται στη Θεσσαλονίκη, η παράσταση «Ψηλά απ’ τη Γέφυρα» που ήδη έχει ξεπεράσει τους 45.000 θεατές, η «Κατερίνα» με τη Λένα Παπαληγούρα, η οποία έχει ξεπεράσει τους 75.000 θεατές και ο «Αίαντας» με τον Μιχάλη Σαράντη ερμηνεύει συγκλονιστικά και τους εννιά ρόλους της τραγωδίας.
Γ.Ν.: Ναι και οι τρεις παραστάσεις είναι πολύ καλές. Η παράσταση «Ψηλά απ’ τη Γέφυρα» ήδη πήγε πολύ καλά στην Αθηνά για αυτό και αποφασίσαμε να την ταξιδέψουμε αρχικά στην Θεσσαλονίκη.
Ε.Π.: Να μιλήσουμε για την παράσταση «Κατερίνα», η οποία έχει ξαναέρθει πολλάκις στη Θεσσαλονίκη;
Γ.Ν.: Την «Κατερίνα» δεν την έχουμε σταματήσει από τότε που ξεκίνησε. Πρόκειται για τη διασκευή του «Βιβλίου της Κατερίνας» όπως λέγεται το βιβλίο του Αύγουστου Κορτώπου μιλά για τη μάχη της μητέρας του που έπασχε από διπολική διαταραχή με την ασθένειά της και την αυτοκτονία της, Φέτος πήγαμε και στις Βρυξέλλες πριν από ένα μήνα. Είναι μια πολύ προσωπική δουλειά δική μου και της Λένας και όσο το κοινό μας δείχνει ότι την αγαπάει και τη θέλει ακόμη εμείς θα τη συνεχίζουμε.
Ε.Π.: Η παράσταση παίζεται με τον ίδιο τρόπο από τότε που ξεκίνησε ή μέσα στην πορεία έχουν γίνει κάποιες παρεμβάσεις, κάποιες αλλαγές;
Γ.Ν.: Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Δεν έχουμε αλλάξει τίποτα. Στη σκηνή υπάρχει ένας φακός και η Λένα. Κάθε φορά η απήχηση του κοινού είναι σαν την πρώτη μέρα. Για να είμαι ειλικρινής και για μας είναι μεγάλη έκπληξη και πολύ συγκινητικό γιατί είναι από τα πράγματα που ζεις μια φορά στη ζωή σου
Βίντεο ντοκουμέντο από τη πρεμιέρα στο θέατρο Εγνατία (27/09/2016) με 7 καταχειροκροτούμενες αυλαίες και με την παρουσία του πατέρα του Κορτώ να ανεβαίνει στη σκηνή.
.
Ε.Π.: Με ποια αφορμή ασχοληθήκατε με το συγκεκριμένο κείμενο;
Γ.Ν.: Ήταν τελείως τυχαίο. Μόλις πρωτοβγήκε το βιβλίο και το διάβασα, το θέμα του, με κέντρισε πολύ και με παρακίνησε να ασχοληθώ. Μετά ακολούθησε αυτή η εξαιρετική πορεία. Κανείς φυσικά δεν μπορούσε να φανταστεί που θα έφτανε η παράσταση. Ήταν μια τεράστια ευχάριστη έκπληξη.
Ε.Π.: Είστε και εσείς στη σκηνή την ώρα της παράστασης..
Γ.Ν.: Ναι συμμετέχω και εγώ πάντα. Χρησιμοποιώ το φακό που είναι και το μοναδικό στοιχείο της παράστασης και ουσιαστικά κάνω τον ρόλο του Αύγουστου, βουβό ρόλο.
Ε.Π.: Πάμε στον «Αίαντα» και το ρεσιτάλ ερμηνείας του Μιχάλη Σαράντη..
Γ.Ν.: Ναι ο Μιχάλης Σαράντης κάνει ένα ρεσιτάλ ερμηνείας με όλους αυτούς τους ρόλους. Και ο «Αίαντας» έχει ξαναέρθει στη Θεσσαλονίκη και το κοινό την αγκάλιασε την παράσταση.
Ε.Π.: Φτάνουμε και στην παράσταση «Ψηλά απ’ τη Γέφυρα» που έρχεται για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη.
Γ.Ν.: Είναι το καινούριο μου παιδάκι…(χαμογελά). Μια ομάδα εξαιρετικών ηθοποιών που αποδείχθηκε ότι τελικά ήταν πολύ σοφά επιλεγμένοι ο καθένας για το ρόλο του. Είναι μια λιτή ως προς τα σκηνικά παράσταση, τελείως γυμνή θα έλεγα αλλά πολύ γεμάτη από ερμηνείες, από μουσική, από ατμόσφαιρα αλλά και από Μίλερ…Προσπάθησα να βρω ένα τρόπο να αναδείξω το κείμενο και το έργο του Μίλερ μέσα από την παράσταση.
Ε.Π.: Το Αθηναϊκό κοινό αγκάλιασε την παράσταση…
Γ.Ν.: Ήταν πολύ συγκινητική η ανταπόκριση του κοινού. Ας μην ξεχνάμε ότι έχουμε βγει και από τα δυο χρόνια του κορονοϊού, μια δεν παίζαμε, μια είμασταν όλοι με μάσκες μέσα στο θέατρο και όλο αυτό δεν απέτρεψε μόνο το κοινό να έρχεται στο θέατρο αλλά και να το απολαμβάνει. Ήταν μια πολύ δύσκολη και περίεργη συνθήκη για όλους μας. Μετά την «απελευθέρωση» υπήρξε ένα ξέσπασμα και από τον κόσμο αλλά και από εμάς, και τα θέατρα πήγαν καλά και είχαν απήχηση οι παραστάσεις αλλά και η εκδήλωση του κόσμου πλέον ήταν διαφορετική.
Ε.Π.: Τι κοινό έχουν αυτές οι παραστάσεις, εκτός από το ασίγαστο πάθος του δημιουργού τους;
Γ.Ν.: Το βασικό τους κοινό στοιχείο είναι η πολύ προσωπική δουλειά που έγινε. Και στις τρεις παραστάσεις παίζουν άνθρωποι που εκτιμώ και αγαπώ πάρα πολύ και με τους οποίους έχω δουλέψει επίσης πάρα πολύ και είναι και παραστάσεις που μιλάνε για την ανθρώπινη ψυχή, για τα ανθρώπινα πάθη. Είναι παραστάσεις που έχουν αγκαλιαστεί πάρα πολύ από τον κόσμο και αυτό σε κάνει να σε συγκινεί διαφορετικά πλέον η παράσταση. Επίσης, και οι τρεις αναδεικνύουν κοινωνικά θέματα, θέματα που αφορούν τον άνθρωπο και την ανθρώπινη ψυχή. Αυτό που κυρίως προσπαθώ και συμβαίνει και στις τρεις παραστάσεις είναι να δημιουργώ μια μυσταγωγία και μια ιεροτελεστία μέσα στο θέατρο ώστε όταν μπαίνει ο θεατής πραγματικά να αφήνει κάθε σκέψη και έννοια του εκτός και να αφοσιώνεται σε αυτό που συμβαίνει εκείνη την ώρα και να μπαίνει ο ίδιος μέσα σε αυτό, να γίνεται κοινωνός της συνθήκης και να παρασύρεται στη ροή του έργου.
Ε.Π.: Πώς θέλουμε να φεύγει ο θεατής από την παράσταση;
Γ.Ν.: Αυτό που σίγουρα θα ήθελα είναι να ξεχνιέται, να μην καταλάβει πώς έχει περάσει η ώρα, να έχει ξεχάσει την έξω ζωή του. Τώρα ανάλογα με την παράσταση θα ήθελα να συγκινηθεί, να ενημερωθεί για κάτι, να ψυχαγωγηθεί εάν είδε μια κωμωδία, γενικά να φεύγει αλλιώτικος, διαφορετικός. Να έχεις κάτι να συζητήσεις μετά την παράσταση γιατί ξέρετε στο θέατρο δεν δίνουμε κάτι χειροπιαστό στους ανθρώπους που έρχονται και πληρώνουν το εισιτήριο. Ζητάμε από τον θεατή να πληρώσει για να πάρει κάτι μαζί του, να πάρει κάτι μέσα του.. κάτι που θα μιλήσει στην καρδιά του, που θα του σφίξει το στομάχι ή που μπορεί να του φέρει δάκρυα στα μάτια. Οπότε ό,τι δίνουμε έχει να κάνει με τις αισθήσεις και με τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά.
Ε.Π.: Ακουμπά στο μυαλό και την ψυχή του θεατή;
Γ.Ν.: Γενικά εγώ προσπαθώ στις παραστάσεις μου να ακουμπάω κυρίως στην καρδιά του θεατή, δεν είναι εγκεφαλικές οι παραστάσεις μου είναι πιο της καρδιάς. Ξέρετε έτσι όπως αλλάζουν όλα ραγδαία έχουμε ξεχάσει να ερχόμαστε σε επαφή με το συναίσθημά μας. Είμαστε σε μια διαρκή αγωνία να τρέξουμε, να επιβιώσουμε και να τα προλάβουμε όλα, γεμάτοι από πρακτικά πράγματα τα οποία πια μας κατακλύζουν. Όταν λοιπόν το καταφέρνω αυτό μέσα από τις παραστάσεις είμαι πολύ χαρούμενος.
Ε.Π.: Τι αποτελεί πρόκληση για εσάς;
Γ.Ν.: Και μόνο που έχω ασχοληθεί με το θέατρο είναι η μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής μου….(γελάει). Εννοώ ότι είναι μια δουλειά πολύ δύσκολη, που δεν εξαρτάται πάντα μόνο από εσένα το πώς θα πάνε τα πράγματα γιατί είναι μια συνισταμένη παραγόντων. Οπότε δεν ξεχνάω ποτέ το ότι μπορώ και κάνω αυτή τη δουλειά, το ότι ζω από αυτή τη δουλειά και το ότι η δουλειά μου αγαπιέται είναι ευλογία για μένα.
Ε.Π.: Παίρνετε ρίσκα και αν ναι ως που μπορείτε να φτάσετε; Νιώθετε ότι ξεπερνάτε τον εαυτό σας, τις ήδη γνωστές και επιτυχημένες πεπατημένες όπως λέμε;
Γ.Ν.: Ειλικρινά σας μιλάω θα με ανακούφιζε τρομερά εάν υπήρχε μία συνταγή που ακολουθώντας την σε κάθε σεζόν θα είχε και την αντίστοιχη απήχηση. Δεν υπάρχει αυτό δυστυχώς. Το ότι έχω τη μεγάλη τύχη τα τελευταία χρόνια οι παραστάσεις να πηγαίνουν καλά όπως σας είπα και πριν είναι ευλογία. Κάθε χρόνο ξεκινάς από το μηδέν, με καινούριο έργο, με καινούριους συνεργάτες, σε καινούριο θέατρο, ουσιαστικά είναι σαν να μηδενίζεις και αρχίζεις ξανά με την ελπίδα να πάνε όλα καλά. Σκεφτείτε, μιλάμε για τρεις παραστάσεις εκ των οποίων η μία είναι ένα βιβλίο που διασκευάστηκε, η άλλη είναι μια αρχαία τραγωδία που παίζεται σε μορφή μονολόγου σε κλειστό χώρο, κάτι που νομίζω ότι δεν έχει ξαναγίνει ποτέ και το άλλο είναι ένα κλασικό έργο της παγκόσμιας δραματουργίας. Είναι τρία τελείως διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους, με τελείως διαφορετικές θεματικές, το καθένα έχει τη δική του διαδρομή, τη δική του αυτόνομη ιδιοσυγκρασία.
Ε.Π.: Όλη αυτή η διαδικασία δίνει μια γοητεία στη ζωή σας…
Γ.Ν.: Ναι μια γοητεία μαζί με μια ανασφάλεια, μία διαρκή αγωνία και άγχος, μια διαρκή αυπνία….(γελάει). Η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά με κινητοποιούν και αντί να λειτουργούν ανασταλτικά λειτουργούν ως κίνητρα. Ξέρετε είναι μια δουλειά η οποία δεν είναι δεδομένη και κάθε χρόνο θέλεις να την ξανακατακτάς και να την κερδίζεις. Και αυτό σε κινητοποιεί να είσαι καλός, να έρχεσαι σε επαφή με τον εαυτό σου και να δουλεύεις ξανά και ξανά ακόμη και σε διαφορετικά επίπεδα.
Ε.Π.: Τι αποτελεί έμπνευση για εσάς; Τι θα μπορούσε να σας εμπνεύσει για να κάνετε κάτι διαφορετικό κάθε φορά;
Γ.Ν.: Κάθε φορά είναι και κάτι διαφορετικό. Υπάρχει παράσταση που την δημιούργησα από μία μουσική που άκουσα ή από μια ιδέα που θα έχω για το σκηνικό να φτιάξω όλη την παράσταση. Γίνεται κάπως αυτόματα αυτό. Από τη στιγμή που θα καταπιαστώ με κάτι το μυαλό μου αρχίζει να λειτουργεί και να σκέφτεται μόνο του πάνω σε αυτό.
Ε.Π.: Από ότι καταλαβαίνω πάντα υπάρχει το ερέθισμα το οποίο και οδηγεί στη δημιουργία…
Γ.Ν.: Πάντοτε το πιο δύσκολο κομμάτι είναι το «τι να κάνω;». Το πώς θα το κάνω μετά έρχεται. Για αυτό και διαβάζω πολλά έργα και προσπαθώ να είμαι πολύ αγνός σε σχέση με αυτό. Δηλαδή, εάν κάνει κάτι μέσα μου το κλικ τότε να ξεκινήσω να το δουλεύω χωρίς να έχω σκεφτεί άλλους λόγους.
Ε.Π.: Ποιοι θα μπορούσαν να είναι άλλοι λόγοι;
Γ.Ν.: Να σκεφτώ για παράδειγμα εάν θα άρεσε κάτι τέτοιο ή όχι. Δεν θέλω να λειτουργώ έτσι γιατί δεν νομίζω ότι είναι μέσα στα κριτήρια τα δικά μου. Καταπιάνομαι μόνο όταν έχω εγώ κάτι να πω ή όταν συμβεί κάτι σε μένα μέσα από την ανάγνωση ενός κειμένου, τότε νιώθω μόνο ότι με αφορά και θα το μεταφέρω στη σκηνή.
Ε.Π.: Ποια η σχέση των νέων με τον αρχαίο πολιτισμό μας; Βλέπετε να έχουν εξοικειωθεί λίγο;
Γ.Ν.: Με την εμπειρία του «Αίαντα» και της «Ιφιγένειας» που έκανα στην Επίδαυρο και βλέποντας πολύ νεαρό κόσμο να έρχεται στο θέατρο, ακόμη και σχολεία ήρθαν στις παραστάσεις, αισθάνομαι ότι έχουμε μια ευθύνη στο να αρχίσουμε να επικοινωνούμε αυτά τα κείμενα στις νεότερες γενιές και να μην τα έχουν στο μυαλό τους ως κάτι βαρύγδουπο ή δυσνόητο ή κάτι που δεν τους αφορά.
Ε.Π.: Σπουδαίες προσωπικότητες που σας έχουν εμπιστευτεί, μοναδικές συνεργασίες, υπέροχα καλλιτεχνικά ταξίδια… «Χαρούλα, Μαρινέλλα, Ρούλα Πατεράκη, Λαζαρίδου, Κραουνάκης, Ξαρχάκος και πολλοί ακόμη… Πώς νιώθετε με τέτοια κληρονομιά; Με όλες αυτές τις υπέροχες στιγμές που κουβαλάτε με αυτούς τους ανθρώπους;
Γ.Ν.: Αυτοί οι άνθρωποι ακριβώς επειδή είναι τόσο «Μεγάλοι» και τόσο «χορτάτοι» όλη αυτή τη συνεργασία την κάνουν πιο εύκολη για σένα που πας αρχικά φοβισμένος και γεμάτος δέος. Πέρσι το Πάσχα κάναμε ένα οδοιπορικά με τον Γιώργο Νταλάρα στο Άγιο Όρος. Δεν είχα ξαναδουλέψει μαζί του ούτε και τον είχα γνωρίσει ποτέ. Μπορώ να σας πω ότι έκανε τα πάντα για να μας διευκολύνει στη δουλειά, απόλυτα υπάκουος, απόλυτα παρόν στο πρότζεκτ. Θέλω να πω ότι αυτοί οι άνθρωποι, αυτές οι προσωπικότητες σε εκπλήσσουν ευχάριστα με όλη τους την συνεργασία και την αποδοχή, την πειθαρχημένη και ευγενική συμπεριφορά τους, με το υψηλό επίπεδο κατανόησης και τη δοτικότητά τους. Και νομίζω ότι αυτά είναι που τελικά τους κάνει τόσο «Μεγάλους», η βοήθεια που σου προσφέρουν με τη στάση και τη συμπεριφορά τους. Η εμπειρία μαζί τους είναι εξαιρετική.
Ε.Π.: Πώς θα περιγράφατε τα πράγματα σήμερα; Τι σας ενοχλεί περισσότερο στην καθημερινότητα σας;
Γ.Ν.:Ζούμε σε μια πολύ άγρια εποχή. Κάθε φορά που λες τώρα πιάσαμε πάτο συμβαίνει ένα καινούριο γεγονός που είναι ακόμη χειρότερο από τα προηγούμενα. Τα τελευταία χρόνια κατακλυζόμαστε μόνο από αρνητικές ειδήσεις οι οποίες ανακυκλώνονται διαρκώς και μοιάζει σαν να μην συμβαίνει τίποτα καλό και αυτό μας επηρεάζει αρνητικά όλους μας. Δημιουργεί μια αμηχανία, κάτι σαν να έχουμε χάσει το γέλιο μας, τον αυθορμητισμό μας, δεν είμαστε όπως παλιά πιο ανέμελοι, πιο χαρούμενοι και αυτό θα ήθελα να επανέλθει.
Ε.Π.: Τι θα μπορούσε να γίνει;
Γ.Ν.: Το μόνο που θα μπορούσαμε να κάνουμε ο καθένας μας στο μικρόκοσμό του και με τους ανθρώπους που συναναστρέφεται να προσπαθεί να είναι όσο πιο σωστός γίνεται και να κλείνει λίγο τα αυτιά του σε όλη αυτή την αρνητικότητα.
Ε.Π.: Υπάρχει υποκρισία στις μέρες μας;
Γ.Ν.: Τεράστια, παντού….
Ε.Π.: Μπορεί να βιοποριστεί ένας καλλιτέχνης μόνο από αυτό το επάγγελμα;
Γ.Ν.: Κάποιοι μπορούν και κάποιοι δεν μπορούν. Αυτό είναι στη φύση αυτού του επαγγέλματος και πρέπει να το γνωρίζουμε όλοι όταν ξεκινάμε αυτή τη δουλειά. Τίποτα δεν είναι δεδομένο. Το ότι εγώ είμαι τυχερός και κατάφερα να ζω από αυτή τη δουλειά, αυτό δεν είναι και το κανονικό. Εγώ ανήκω σε μια γενιά που μας λέγανε κάνε κάτι άλλο, κάτι πιο σταθερό για να είσαι πιο ασφαλής, ενώ τώρα πια δεν υπάρχει τίποτα που να σου δημιουργεί μια ασφάλεια και μια σταθερότητα. Οπότε προσπαθείς για αυτά που αγαπάς και θέλεις.
Ε.Π.: Νιώθετε ότι αγγίξατε την επιτυχία, όπως και να την πιστεύετε ως έννοια;
Γ.Ν.: Το τι θεωρείται επιτυχία ή αποτυχία είναι κάτι το τρομερά υποκειμενικό. Προσωπικά νιώθω ότι κάνω μια δουλειά που την τελευταία δεκαετία πηγαίνει πάρα πολύ καλά και εύχομαι να συνεχίσει να πηγαίνει καλά. Ξέρω βέβαια ότι δεν μπορεί να είναι πάντα έτσι γιατί είναι νομοτελειακό και για κανέναν δεν είναι πάντα έτσι. Θα μπορούσα να πω ότι νιώθω λίγο πιο ήρεμος μέσα μου ότι τα πράγματα πάνε καλά. Μέχρι εκεί.
«Ότι έχει συμβεί σε μένα
συνέβη μέσα από πάρα πολύ δουλειά
και πολύ αφοσίωση…»
Ε.Π.: Ποιο είναι το κόστος, το τίμημα της επιτυχίας;
Γ.Ν.: Κοιτάξτε, είμαι ένας άνθρωπος που δουλεύει πάρα πάρα πολύ. Τα τελευταία χρόνια δεν το καταλάβαινα αυτό. Με αφορμή τον κορονοϊό, που έγινε μια αναγκαστική παύση και με αφορμή βέβαια το ότι μεγαλώνουμε πια συνειδητοποιείς κάποια στιγμή ότι βρίσκεσαι σε ένα διαρκές τρέξιμο, σαν να είσαι μέσα σε ένα τροχό που αν σταματήσει δε θα μπορεί να κινείται και ξαφνικά έρχεσαι λίγο αντιμέτωπος με τον εαυτό σου, με την υπόλοιπη ζωής σου. Γιατί το να είσαι όλη μέρα κλεισμένος σε ένα θέατρο σε κάνει λίγο να μην γνωρίζεις τι γίνεται στην παρέξω ζωή. Αυτό θα μπορούσα να πω ότι είναι ένα μικρό κόστος. Βέβαια από την άλλη δεν ξέρω πώς θα ήταν τα πράγματα εάν δεν ήταν έτσι. Δηλαδή, ότι έχει συμβεί σε μένα συνέβη μέσα από πάρα πολύ δουλειά και πολύ αφοσίωση, οπότε δεν ξέρω εάν δεν υπήρχε η τόσο πολύ δουλειά και η αφοσίωση εάν τα ήταν αλλιώς τα πράγματα.
Ε.Π.: Ποιος είναι ο Γιώργος Νανούρης τελικά; Ένας Μικρός Πρίγκιπας που προσπαθεί να ανακαλύψει και άλλους κόσμους εκτός από τον δικό του; Ένας ρομαντικός Δον Κιχώτης που με πάθος διεκδικεί τη Δουλτσιναία του, την αγαπημένη του τέχνη ή ένας ατίθασος Τομ Σόγιερ που δε διστάζει να μπαίνει σε νέες περιπέτειες για χάρη της τέχνης του και του κοινωνικού συνόλου;
Γ.Ν.: Α, τι ωραία ερώτηση!! Είμαι ο συνδυασμός όλων αυτών, εκτός από τον Πρίγκιπα…. Επειδή πάντα οι παραστάσεις μου έχουν κάτι ποιητικό, κάτι πολύ ατμοσφαιρικό και ποτέ κάτι το αδρά ρεαλιστικό και αυτό γιατί πιστεύω ότι η ζωή μας είναι πολύ άγρια, πολύ ρεαλιστική, πολύ γκρίζα και προσπαθώ, ακόμη και αν καταπιάνομαι με τόσο μεγάλα και δύσκολα θέματα, να τα παρουσιάζω μέσα από μία μαγεία, από μία ποίηση, μέσα από μια ατμόσφαιρα που δε συναντάμε στην καθημερινότητά μας, ώστε και ο θεατής αλλά και εγώ ο ίδιος να μπαίνουμε σε ένα κόσμο διαφορετικό από αυτόν που ζούμε..
Για παράδειγμα το θέμα της παράστασης «Ψηλά από τη Γέφυρα» είναι πολύ άγριο, ο τρόπος με τον οποίο όμως έχει δοθεί μαλακώνει αυτή την σκληρότητα και σε κάνει να την καταλαβαίνεις με άλλο τρόπο, χωρίς να την μειώνει καθόλου. Τον ρεαλισμό τον έχουμε κάθε μέρα στη ζωή μας, δεν με αφορά να τον αναπαράγω πάνω στη σκηνή. Υπό αυτή την έννοια λοιπόν είμαι ένας άλλος μικρούλης άνθρωπος που προσπαθεί να φτιάξει έναν άλλο κόσμο για να μπαίνει πρώτα αυτός ο ίδιος μέσα και να ξεφεύγει. Από την άλλη είμαι και ένας μικρός, σκανταλιάρης Τομ Σόγιερ που θέλει να ξεφεύγει λίγο μακριά από όλα. Σιγουρότατα όμως είμαι και ένας πάρα πολύ ρομαντικός άνθρωπος, που τα σκέφτεται όλα λίγο πιο φαντασιακά σαν τον Δον Κιχώτη και τα φαντάζεται λίγο αλλιώτικα από ότι είναι. Και όταν το καταφέρνω αυτό και για τον κόσμο, για τους θεατές για μένα είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή.
Πληροφορίες για τις πραστάσεις:
.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΝ
«Ψηλά απ’ τη Γέφυρα» του Άρθουρ Μίλερ.
Από 21 Απριλίου. Παρασκευή 21:00, Σάββατο 18:00 & 21:00. Κυριακή 18.00 & 21:00
.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΝ
«ΑΙΑΣ» του Σοφοκλή.
Τετάρτη 3 & Πέμπτη 4 Μαίου στις 21:00
.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΝ
«Κατερίνα» του Αύγουστου Κορτώ.
Τετάρτη 26 στις 20:00 & Πέμπτη 27 Απριλίου στις 21:00
.
.
.
Φωτογραφικό υλικό