Γράφει η για την Κουλτουρόσουπα
Από την πληθώρα των φετινών τηλεοπτικών σειρών που «έπηξαν» τις οθόνες και τις ψυχές μας στο δράμα, τον θρήνο, τις τραγωδίες, τα φονικά και γενικώς ό,τι πιο μαύρο διέθετε η εγχώρια παραγωγή, προσωπικά επέλεξα το δράμα του «Ναυαγίου», αρχικά για πρακτικούς λόγους, καθότι προβαλλόταν βολική για μένα ώρα που βρίσκομαι σπίτι… Εννοείται ότι ΔΕΝ είχα(με) κανενός άλλου είδους ευχάριστη ή ανάλαφρη επιλογή κωμωδίας για να ανασάνει λίγο το ήδη μαυρισμένο από παντού μέσα μας, οπότε η τραγωδία φέτος ήταν ασφυκτικός μονόδρομος για όποιον διέθεσε ένα σεβαστό ποσό για να αγοράσει τη συσκευή και κάπως πρέπει να κάνει… απόσβεση με κάποιες ωρίτσες θέασης πού και πού, πέρα από την ανάγκη προσωπικής εκτόνωσης ή τη φιλοτιμία να στηρίξει τη μυθοπλασία… Λες δεν γίνεται τόσοι άνθρωποι να παράγουν τόσο έργο για να σε «ψυχαγωγήσουν» κι εσύ να μη καταδέχεσαι να ρίξεις ματιά, έστω για να έχεις άποψη, είναι… γαϊδουριά!
Εγώ λοιπόν που δεν είμαι γαϊδούρα, ούτε αχάριστη, ούτε κουλτουρο-σνομπ, αφού περιηγήθηκα στη βολική ζώνη μετά τις 10 το βράδυ και απέρριψα τον ανούσιο, βαρετό συρφετό, επέλεξα τη σειρά «Ναυάγιο» στο MEGA, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Σπύρου Πετρουλάκη και σκηνοθετημένη από τον Γιάννη Χαριτίδη…
Στην αρχή ψιλοαδιάφορα, έτσι για να δω κάτι, όχι απαραίτητα με «θετική ψήφο» στο συγκεκριμένο σήριαλ, αλλά ως «αρνητική» στα υπόλοιπα που απέκλεισα… Ωστόσο στην πορεία, κάτι το θέμα- πραγματικό γεγονός (Ναυάγιο στη Φαλκονέρα Δεκέμβριος 1966) που έκανε αυτόματο συνειρμό με την πρόσφατη τραγωδία των Τεμπών, κάτι το σενάριο του Γιώργου Κόκουβαμε την έντονη πλοκή και τις ανατροπές, κάτι το εξαιρετικό καστ των ηθοποιών και το δεμένο μοντάζ με συνεχείς εναλλαγές, κάτι η προσεγμένη σκηνοθεσία για μια νοσταλγική εποχή κλπ., όλα αυτά με κράτησαν και μετέτρεψαν την… «ψήφο» σε συνειδητά θετική, που σημαίνει ότι από ένα σημείο το παρακολουθούσα πλέον με γνήσιο ενδιαφέρον, ακολουθώντας τις δύσβατες πορείες ζωής των ναυαγών και των οικείων τους…
Υπήρξαν στιγμές που θαύμασα τη φαντασία του σεναρίου και το άρτιο δέσιμο μιας εξαιρετικά πολυσύνθετης και πολυπρόσωπης πλοκής, κλιμακώνοντας υποδειγματικά με αγωνία τις εξελίξεις και ανανεώνοντας διαρκώς το ενδιαφέρον με απρόβλεπτες προσθήκες ή ανατροπές, στοιχεία πολύ δυνατά για να κερδίσουν τον θεατή και ο σεναριογράφος τα κατέχει άριστα… Μου θύμισε ταινίες ή σειρές «παλιάς κοπής» με θαυμάσια «τακτοποιημένη», ρεαλιστική δομή, με ευκρινή αρχή- μέση- τέλος, με καθαρό στόχο, όπου οτιδήποτε προκύπτει στην υπόθεση κουμπώνει αληθοφανώς με τα υπόλοιπα, χωρίς τίποτα ξεκρέμαστο, αναπάντητο, αναιτιολόγητο, μπερδεμένο… Κι εδώ όλα είχαν τη θέση τους και ακριβή λόγο ύπαρξης, για όλα υπήρχε αιτία και συνέχεια, οδηγώντας στοχευμένα στο εκάστοτε ζητούμενο, παρά τις εξαιρετικά διαπλεκόμενες σε πολλά επίπεδα ζωές των ηρώων… οι οποίοι επιπλέον υπηρέτησαν συγγραφικά με άψογη συνέπεια τους εξαιρετικά δομημένους, ολοκληρωμένους, καθαρούς χαρακτήρες τους…
Αναμφίβολα ένα δυνατό θέμα με βάση αληθινό πολύνεκρο ναυάγιο που συγκλόνισε τη χώρα τη δεκαετία του ’60 και οι ομοιότητες με την τραγωδία των Τεμπών όσον αφορά τις «άνωθεν» εγκληματικές ευθύνες και παραλείψεις, όχι μόνον ανατριχιάζουν, αλλά αποδεικνύουν τη διαχρονικότητα της καταραμένης εγχώριας παθογένειας, που μοιάζει να μη διδάσκεται από κανένα πάθημα, όσο τραγικό κι αν είναι… Οι καταθέσεις στην πολύκροτη δίκη εν μέσω χούντας για τις συνθήκες του ναυαγίου, όσων θυμάτων επέζησαν και η μνήμη τους στοιχειώνει εφόρου ζωής και όσων έχασαν αγαπημένα πρόσωπα χωρίς ουδέποτε να συμβιβαστούν με την άδικη απώλεια, πέραν του ότι συγκλόνισαν με τη συναισθηματική φόρτιση, ταυτόχρονα ανέδειξαν σε όλο τους το μεγαλείο, την κρατική αδιαφορία, τους ανύπαρκτους ελέγχους, τις εγκληματικές ελλείψεις με την ανοχή των αρχών, το ανελέητο κυνήγι του κέρδους με τίμημα ανθρώπινες ζωές, την αισχρή συγκάλυψη διαπλεκόμενων εγκληματιών με δύναμη εξουσίας, την ανατριχιαστική αναλγησία των υπεύθυνων για θύματα που δεν θα συνέλθουν ποτέ ή έχασαν ό,τι πολυτιμότερο είχαν… Ένα σενάριο, που αν αλλάξεις την εποχή και το μέσο μεταφοράς, θα μπορούσε κάλλιστα να είχε γραφεί για τα Τέμπη, αγγίζοντας με οδύνη άκρως ευαίσθητες χορδές στο σήμερα…
Ωστόσο στο καλογραμμένο, δυνατό σενάριο με τις συγγραφικές αρετές, ήρθαν να προστεθούν μια φροντισμένη σκηνοθεσία από τον Γιάννη Χαριτίδη και θαυμάσιες ερμηνείες άξιων ηθοποιών, παλιών και νεώτερων, καθιστώντας εν τέλει τη σειρά ένα μικρό διαμαντάκι στο προβληματικό τηλεοπτικό τοπίο με τις κουραστικά επαναλαμβανόμενες συνταγές… Διότι εδώ διακρίναμε γρήγορο σκηνοθετικό ρυθμό χωρίς ατέλειωτα ξεχειλωμένα πλάνα ή βαρετά πισωγυρίσματα, συνεχείς εξελίξεις σε όλη τη διάρκεια με σασπένς και καινούργιες αποκαλύψεις, πολλές παράλληλες, εναλλασσόμενες δράσεις που όμως συνδέονταν σεναριακά χωρίς καμία σύγχυση, εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες, ο καθένας με το δικό του τραύμα ή μυστικό σε πλήρη αλληλεπίδραση μεταξύ τους χάρη στον… δαιμόνιο σεναριογράφο, έντονο συναίσθημα, προσωπικά πάθη, ίντριγκες, ιδανική κορύφωση, ιδιαίτερα προσεγμένη και αληθοφανή ατμόσφαιρα εποχής, με εξαιρετικά κοστούμια και λεπτομέρειες… Στοιχεία άκρως δελεαστικά που δικαίως κατέκτησαν τον τηλεθεατή!
Και βέβαια το επόμενο που τον κατέκτησε ήταν οι ερμηνείες συνολικά, εκ των οποίων οι περισσότερες αξιοθαύμαστες, ακόμα και από λιγότερο έμπειρους ηθοποιούς και δόξα τω θεώ που η άνθηση της μυθοπλασίας- αρχής γενομένης από τις… ιστορικές «Άγριες μέλισσες»- πρόσφερε στο κοινό τη δυνατότητα να γνωρίσει καινούργια πρόσωπα στο γυαλί, ιδιαίτερα ταλαντούχα και παραγκωνισμένα μέχρι πρότινος στην αφάνεια…. Τα οποία, δίπλα στους έμπειρους και καταξιωμένους, «μπολιάζουν» το μέσο με νέο αίμα, δίνοντας επιτέλους ελπίδες για την πολυπόθητη ανανέωση! Όλοι σχεδόν οι νέοι και λιγότερο γνωστοί τηλεοπτικά έδωσαν στη σειρά τον καλύτερο εαυτό τους με ώριμες υποκριτικά επιδόσεις, ωστόσο θα θυμόμαστε για καιρό με θαυμασμό και συγκίνηση τις υπέροχες ερμηνείες πχ. της Γιώτας Φέστα, της Φωτεινής Ντεμίρη, της Γιολάντας Μπαλαούρα, της Μαρίας Ζορμπά, του Λεωνίδα Κακούρη, του Γιώργου Σουξέ κ.α.ενώ οι ακραία «κακοί» Γιάννης Στάνκογλου και Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, παρότι… δεινόσαυροι στο γυαλί με υπερέκθεση σε βαθμό κορεσμού, εντούτοις υπήρξαν άριστες επιλογές, υπηρετώντας με το ταλέντο τους υποδειγματικά τους συγκεκριμένους μισητούς ρόλους, σε ένα συνολικό καστ καθ’ όλα αξιέπαινο…
Όχι βέβαια ότι δεν εντοπίσαμε και αδύναμες στιγμές στη σειρά αν την εξετάσουμε με αυστηρό κριτικό μάτι, καθώς υπήρξαν και στιγμιότυπα, άλλοτε τραβηγμένα, φλύαρα ή υπερβολικά, άλλοτε υποτονικά ή με έλλειψη αληθοφάνειας όπως εν μέρει η διεξαγωγή της δίκης κι άλλοτε με δόσεις μελό, γραφικότητας ή λαϊκισμού ως εύπεπτο «ανάγνωσμα»… Όμως ήταν μόνο σποραδικές στιγμές, χωρίς να χαρακτηρίζουν επουδενί το συνολικό εγχείρημα που κέρδισε επάξια το ενδιαφέρον και άγγιξε έντονα συναισθηματικά, ιδιαίτερα με το άκρως συγκινητικό φινάλε και την εμβληματική σκηνή του τέλους δίπλα στη θάλασσα, αφήνοντας να παρασύρει τα ναυάγια της ζωής τους κι ατενίζοντας αγκαλιασμένοι έναν νέο ορίζοντα…
Το οποίο φινάλε μπορεί να ακολούθησε το συμβατικό ηθικό δίδαγμα με δικαίωση των καλών και τιμωρία των κακών ή την εξωπραγματική λογική των παραμυθιών με το υπεραισιόδοξο «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», όμως η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ εν προκειμένω ως υπέρτατη αξία, ήταν ό,τι περισσότερο λαχταρούσαμε ως θεατές, καθότι στερημένοι από αυτήν στην πραγματική ζωή και ο σεναριογράφος ικανοποίησε τον καημό- ευσεβή μας πόθο, έστω και σαν εικονικό παραμύθι… Μπράβο σε όλους τους συντελεστές και μακάρι να έχουμε ανάλογη συνέχεια!