Είδε ο Γιώργος Τοκμακίδης και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Εν Συντομία Εισαγωγή:
Οι κινηματογραφικές παραγωγές δεν αποτελούν μονοπώλιο και προνόμιο των αμιγώς κινηματογραφικών εταιρειών παραγωγής, αλλά και των συνδρομητικών καναλιών, τα οποία έπειτα από το μεγάλο άνοιγμα της πλατφόρμας «Netflix», διεκδικούν κομμάτι, μερίδιο από την εισπρακτική «πίτα». Το κάνουν με επιτυχία;
Αυτό θα δούμε με την ταινία, για την οποία θα μιλήσουμε σήμερα, που φέρει τον τίτλο: «Μαύρο Καναρίνι» (Canary Black, 2024) σε παραγωγή «Amazon Prime». Οι ιδέες είναι καλές, αν και όχι πλήρως πρωτότυπες με την διεκπεραίωση τους να κυμαίνεται στα επίπεδα του βασικού.
Πλοκή;
Η Έϊβερι Γκρέιβς είναι μυστική πράκτορας για τις αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες. Η ταυτότητα της θα εκτεθεί και μία τρομοκρατική οργάνωση θα την εκβιάσει μέσα από την απαγωγή του συζύγου της. Αυτό που της ζητάει είναι ένα λογισμικό υψίστης ασφαλείας και σημασίας. Η υφαρπαγή του θα την φέρει αντιμέτωπη με παλιούς της συνεργάτες στην υπηρεσία, αλλά και με την αμερικανική αντικατασκοπία στο σύνολο της. Με φόντο την γραφική πρωτεύουσα της Κροατίας, Ζάγκρεπ, η Κέιτ Μπέκινσειλ θα κυνηγηθεί σε δρόμους, θα παρεισφρήσει σε εγκαστάσεις και θα τα βάλει με δυνάμεις που φαινομενικά την ξεπερνούν!
Πίσω από τις κάμερες:
Σκηνοθέτης της ταινίας αναλαμβάνει ο Πιέρ Μορέλ, στενός συνεργάτης του Λυκ Μπεσόν. Γνωρίζουμε τον σκηνοθέτη από την ταινία «Η Αρπαγή» (Taken, 2008), η οποία στάθηκε ικανή να αναζωογονήσει την καριέρα του Λίαμ Νίσον και να της δώσει μία νέα κατεύθυνση και πορεία, στην οποία βαδίζει ακόμα ο ηθοποιός. Στην προκειμένη ταινία εντούτοις δεν παίρνει τα ρίσκα του παρελθόντος, τα οποία να σημειωθεί ότι απέδωσαν επαρκώς και κινηματογραφεί με «ασφάλεια». Στη σύγχρονη εποχή, η ασφάλεια είναι βαρετή, ενώ ένα ελεγχόμενο στοίχημα μπορεί να καταφέρει να διαφοροποιηθεί από το σύνολο. Με τη διατύπωση των προαναφερομένων, καταλήγουμε στο εύλογο συμπέρασμα ότι η ταινία είναι κάπως «βαρετή»και «προσχηματική». Δεν ισχύει αυτό σε απόλυτο βαθμό, δεδομένου του συνδυασμού αντιφατικών ιδεών και συνόλων.
Η ταινία βασίζεται σε ένα παλιομοδίτικου τύπου σενάριο, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί μειονέκτημα. Αν η ίδια ιστορία είχε κυκλοφορήσει τη δεκαετία του ’90, θα βρισκόταν σε άλλη θέση. Δυστυχώς όμωςγια την ιδέα της ταινίας δεν βρισκόμαστε στα «nineties». Η κεντρική ηρωίδα αναπτύσσεται με έναν επιφανειακό τρόπο, αλλά απομακρύνεται σε ικανοποιητικό βαθμό από αυτό που συμβαίνει με τις σύγχρονες πρωταγωνίστριες. Ο ανταγωνιστής είναι απόλυτα κοινότυπος, αλλά έχει ένα ευφυέστατο πλάνο να εκβιάσει τον πλανήτη. Η δράση διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία που φέρει η μέση ταινία δράσης, με σεκάνς οι οποίες πλέον αναπαράγονται σε πλήθος αντίστοιχων του είδους, αλλά επαναφέρει ιδέες, που χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν με την ένταξη τους να δίνει ενδιαφέρον. Συγκεκριμένα, σκηνοθέτης και σεναριογράφος αποτίνουν τον δικό τους φόρο τιμής στη σειρά ταινιών του «James Bond» με τίτλο «Thunderball» (1965).
Μπροστά από τις κάμερες:
Πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι η προαναφερθείσα Κέιτ Μπέκινσειλ, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει απομακρυνθεί από την ενεργό ερμηνευτική-υποκριτική δράση. Είναι κρίμα, αφού λίγα μόλις χρόνια πριν, το όνομα της ήταν συνώνυμο του γυναικείου δυναμικού χαρακτήρα με ταινίες του σύμπαντος «Underworld» και «Ολική Επαναφορά» (Total Recall, 2012) να αποδεικνύουν το εύρος της. Η ταινία μας θυμίζει τη δυναμική της, αλλά δεν την υποστηρίζει με τις επιλογές της. Η αρχή μας δίνει μία γεύση από τον χαρακτήρα που είναι, επιχειρούσα στο πεδίο, αλλά στη συνέχεια και με τις στυλιστικές επιλογές δεν ενισχύουν τη βάση της ηθοποιού. Με μεσαίου μάκρους καστανοκόκκινης απόχρωσης κώμης και ένα σετ μοντέρνου τύπου αρβυλών, οι οποίες δε βοηθούν την ηθοποιό στις σκηνές που καλείται να τρέξει, η Μπέκινσειλ έχει να αντιμετωπίσει αντιπάλους εμπρός και πίσω από τις κάμερες.
Κύριος συμπρωταγωνιστής της είναι ο προσφάτως θανών Ρέι Στήβενσον. Η ταινία είναι αφιερωμένη σε αυτόν και ο ηθοποιός παραδίδει μία τελευταία τίμια ερμηνεία. Δεν κάνει κάτι το διαφορετικό ή το παραπάνω από αυτό που του ζητείται, αλλά το κάνει καλά με σεβασμό στην ερμηνευτική του τέχνη και στην καριέρα του. Ο Στήβενσον ήταν από τους ηθοποιούς-εγγύηση, η συμμετοχή τους δε θα σώσει μία μέτρια προς κακιά ταινία, αλλά αυτοί θα βγουν αλώβητοι από τις κριτικές που κυκλοφορήσουν. Ο Ρούπερτ Φρεντ ως «σύζυγος» της Μπέκινσειλ δεν έχει μεγάλο ρόλο, αλλά διαθέτει την στιγμή ανατροπής του, παρά το γεγονός ότι δεν είναι κερδισμένη σε κανένα επίπεδο, σεναριακό και ερμηνευτικό. Κλείνοντας, ο Γκόραν Κόστιτς είναι αυτό που είπαμε προηγουμένως, ένας ανταγωνιστής βγαλμένος από το παρελθόν, που ανάλογα τη διάθεση μπορεί να γίνει απολαυστικός.
Καταλυτικός Επίλογος:
Η ταινία «Μαύρο Καναρίνι» φαίνεται να μη διαθέτει μεγάλες βλέψεις, εξού και η κάπως παθητική της στάση. Στο τέλος, ωστόσο μας δίνεται μία τρόπον τινά υπόσχεση για συνέχεια. Σε αυτό το σημείο η ταινία δεν έχει κερδίσει το κοινό της, γιατί πέρα από μικρές ενδιαφέρουσες σκηνές αποτελεί προϊόν προς άμεση κατανάλωση και λήθη. Στην περίπτωση όμως που υπάρξει πράγματι συνέχεια, είναι καλοδεχούμενη, αρκεί να αρχίσει να παίρνει ρίσκα. Στην τελική, ο μόνος κίνδυνος είναι η αποτυχία και στον κινηματογράφο, όπως άλλωστε και στη ζωή, η αποτυχία είναι κίνητρο.
Θα έβαζα με ταπεινότητα όπως πάντα ένα 5,8/10 εκτιμώντας τις μικρές επιλογές μία μέτριας μεγάλης εικόνας.
«Μαύρο Καναρίνι» (CanaryBlack, 2024) εγχρ.
Διάρκεια: 1 ώρα και 41 λεπτά Είδος: Δράση-κατασκοπία
Σκηνοθεσία: Πιέρ Μορέλ – Πρωταγωνιστές: ΚέιτΜπέκινσειλ, ΡέιΣτήβενσον, ΡούπερτΦρεντ, ΓκόρανΚόστιτς